Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Η μεγάλη σύγκρουση: 1948

Συνέχεια του αφιερώματος για την ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στην Κύπρο.

Αμέσως μετά τον θάνατο του Λεοντιου οι χειρότεροι φόβοι της αριστεράς επαληθεύθηκαν. Μέσα σε εκλογές που χαρακτηρίζονταν από τον απόλυτο έλεγχο πια του εκκλησιαστικού μηχανισμού από την ακροδεξιά/μητροπολη Κερυνειας, εκλεγηκε αρχιεπίσκοπος ο αντικομμουνιστής Μακάριος ΙΙ. Υπήρξαν κατηγορίες για καλπονοθεία, ενώ η κατασκευή του εκλογικού αποτελέσματος πήρε και την μορφή προληπτικής εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων: γνωστοί αριστεροί αφαιρούνταν από τους κατάλογους σαν άθεοι. Και σαν να μην έφταναν αυτά η αριστερά δεν είχε ουσιαστικά υποψήφιο αφού ο προτεινόμενος υποψήφιος, ο Δερκων, αναγκάστηκε να αποσυρθεί μετά από εξωτερικές πιέσεις. Έχοντας πια τον απόλυτο έλεγχο της εκκλησίας η δεξιά άρχισε να αυξάνει την ένταση της αντιπαράθεσης με την αριστερά – χρησιμοποιώντας και τον εμφύλιο στην Ελλάδα. Σύντομα, λ.χ., οι πιέσεις και οι «εκκαθαρίσεις» αριστερών επεκτάθηκαν και στα σχολεία

Το 1947 η αποικιακή κυβέρνηση συγκάλεσε Διασκεπτική Συνέλευση για την συζήτηση νέου συντάγματος μέσα στα πλαίσια που δημιουργούνταν μετά το τέλος του πολέμου. Η δεξιά η οποία ήταν ουσιαστικά φιλοαγγλικη (και ενωτική, αλλά αυτό δεν ήταν κατ’ ανάγκη, τότε, αντιφατικό) μετά από μερικές αμφιταλαντεύσεις, αρνήθηκε να λάβει μέρος στις εκλογές - ύστερα από παρεμβάσεις και από την Αθήνα όπως τεκμηριώνει ο Ρ. Κατσιαουνης. Υπήρχε, όμως, και η ανησυχία στην ηγεσία της δεξιάς ότι αν γινόντουσαν εκλογές θα τις κέρδιζε η αριστερά – σύμφωνα και με τις αναφορές του τότε Έλληνα Πρόξενου στον Κύπρο. Και αυτό σήμαινε ότι μια σημαντική διάσταση της διαμάχης για το νέο σύνταγμα είχε να κάνει και με την διαχείριση της τοπικής εξουσίας – και η δεξιά, η οποία ουσιαστικά επάνδρωνε τον αποικιακό μηχανισμό, κινδύνευε σαφώς να χάσει πολλά. Από την άλλη η αριστερά και το λαϊκό κίνημα ήταν αναμενόμενο να λάβουν μέρος στις συζητήσεις για την Διασκεπτική και να επιδιώξουν δημοκρατικές εκλογές, αφού μέρος του προγράμματος και της πρακτικής τους, ήταν ακριβώς ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας – και η έκφραση αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων. Αλλά σε αυτήν την παράταξη υπήρχε και μια σαφής καχυποψία για τις προθέσεις των «άγγλων ιμπεριαλιστών». Εκφραστικό της αριστερής ρητορικής σε αυτήν την αντιπαράθεση που είχε να κάμει και με τον εκδημοκρατισμό αλλά και με την ταξική σύγκρουση που αναπτυσσόταν και οδηγειτο σε κορύφωση το 1948,  είναι το ακόλουθο απόσπασμα από ομιλία του Α. Αδάμαντος:

«Εκτός από τες συγκινητικές κραυγές και τες μελοδραματικές εξάρσεις ενός εθνικόφρονος θεατρινισμού, η κεκκοφροσυνη τίποτε δεν κάμνει για να μας πείσει για την ειλικρίνεια των σκοπών της η μάλλον κάμνει το παν για να μας πειση υπέρ του εναντίου. Ομιλεί για τα ελληνικά ιδεώδη, πιστεύει όμως εις την παντοδυναμία της λίρας. Ομιλεί για ελευθερία, προσέχει όμως να μη ραγίσουν οι κρίκοι της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που δεσμεύει τη λευτεριά μας και μας κρατεί υπόδουλους. Μυκτηρίζει την απόκτηση δικαιωμάτων, μεριμνα όμως για να μην της φυγη από τα χέρια τίποτε από όσα της χρειάζονται για να εκμεταλλεύεται οικονομικά και να εξουσιάζει τυραννικά το λαό μας.»

Στο αντιαποικιακο πλαίσιο η στρατηγική της «αυτοκυβέρνησης-ένωσης» (σαν μια μορφή της μετέπειτα ρητορικής του «εφικτού-ευκταίου») έμοιαζε συγκριτικά και με μια έμμεση κίνηση/στροφη της αριστεράς προς τις ανεξαρτησιακες της ρίζες. Η διεκδίκηση της «πλήρους αυτοκυβέρνησης» με την οποία κορυφώθηκε το 1948 η αντιπαραθεση αριστεράς- βρετανών, έγινε σημείο αναφοράς στο λαϊκό επίπεδο με μαζικές αντιαποικιακες και ταξικές  κινητοποιήσεις. Κατά την διάρκεια της απεργίας των αμιαντορυχων, λ.χ., το καλοκαίρι του 1948, το σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση» συμβάδιζε και ταυτιζόταν έντονα με τα ταξικά συνθήματα ενάντια «στις ξένες μεταλλευτικές εταιρείες».

Η όξυνση μεταφέρθηκε στις αρχές του 1948 και στο ταξικό επίπεδο – όταν οι μεταλλωρύχοι κατέβηκαν σε απεργία τον Γενάρη του 1948, οι δεξιές συντεχνίες ουσιαστικά κάλυπταν τους απεργοσπάστες, ενώ ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος έκανε έκκληση για σπάσιμο της απεργίας. Η αστυνομία πυροβόλησε εκδηλώσεις των απεργών και αυτόνομες ομάδες εργατών χρησιμοποίησαν δυναμίτες και βία ενάντια στην εταιρεία, τις αρχές και τους απεργοσπάστες. Έτσι η πιο δραματική απεργία στην νεώτερη κυπριακή ιστορία έγινε ένα σύμβολο αγώνα, ταξικής και ιδεολογικής αυτονομίας, για την κομμουνιστική αριστερά. Σε εκείνον τον αγώνα, που ένωνε εργαζόμενους και από τις δυο κοινότητες, «η εργατική τάξη» είχε να αντιμετωπίσει τους συντηρητικούς, την εκκλησία αλλά και την αποικιακή διοίκηση. Σε αυτό το πλαίσιο η απεργία βιώθηκε και κωδικοποιήθηκε στην αριστερή κουλτούρα σαν μια επική στιγμή δικοινοτικής ταξικής και αντιαποικιακής σύγκρουσης.

 Οι απεργιακές συγκρούσεις συνεχίστηκαν και το φθινόπωρο με την απεργία των κτιστων/οικοδομων. Ταυτόχρονα η αντιπαραθεση πέρασε από τον χώρο της παραγωγής στον χώρο της κατανάλωσης καθώς και οι δυο παρατάξεις κήρυξαν οικονομικό πόλεμο η μια στην άλλη.

Η διάχυση της αντιπαράθεσης κορυφώθηκε με την κάθετη ρήξη στην κοινωνία που εκφράστηκε με την δημιουργία παράλληλων σωματείων στις κοινότητες και στις πόλεις. Σε αυτόν τον τομέα η αριστερά βρέθηκε σαφώς υπό επίθεση καθώς η δεξιά απαιτούσε ουσιαστικά να επιβάλει τις δικές της θέσεις για τον ελληνικό εμφύλιο σαν επίσημες θέσεις των αθλητικών σωματείων – σπρώχνοντας τους αριστερούς στην δημιουργία δικών τους σωματείων. (Για τη σύγκρουση στον χώρο του αθλητισμού θα αναφερθούμε αναλυτικά στο επόμενο κείμενο).

Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης του 1948 ήταν διπλό: από την μια η αριστερά αποκλείστηκε από κάθε μηχανισμό εξουσίας (εκτός από τις τοπικες/δημοτικες αρχές) ενώ από την άλλη η κυπριακή αριστερά οικοδόμησε από τα κάτω, μια παράλληλη κοινωνία «λαϊκών οργανώσεων» η οποία λειτουργούσε σαν ένα είδος θεσμικής θεμελίωσης της αυτονομίας της αριστεράς από την ηγεμονική κουλτούρα. Τέτοια φαινόμενα ιστορικών μορφών παράλληλης κοινωνίας από οργανώσεις της εργατικής τάξης δεν είναι άγνωστα στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Εκφράζουν, για να το θέσουμε με τους όρους του ιταλού θεωρητικού Α. Γκραμσι, μορφές αντι-ηγεμονικης συγκροτησης/οργανωσης απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα και πολιτική. Και αυτή η θεσμική αυτονομία της αριστεράς της επέτρεπε να κινείται οργανωμένα τις επόμενες δεκαετίες για να διεκδικα τους στόχους της και τις στρατηγικές της συμμαχίες. Η απεργία των μεταλλωρύχων λ.χ. μπορεί να μην πέτυχε τους στόχους της αλλά η ένταση της ( και η ύπαρξη της αριστεράς σαν εν δυνάμει ελκυστικού πόλου για ευρύτερα λαϊκά στρώματα) οδήγησε σε λίγα χρόνια στην υιοθέτηση των αιτημάτων των αριστερών συντεχνιών όχι μόνο από τις δεξιές συντεχνίες αλλά και από την κυβερνητική πολιτική.

Σε αυτό το νέο πλαίσιο η αριστερά ολοκλήρωσε και την διαδικασία οργανωτικής συγκρότησης με το ξεκαθάρισμα των ιδεολογικών-πολιτικών της συνόρων. Ο Φ. Ιωάννου αντικαταστάθηκε το 1949 από τον Εζεκία Παπαϊωαννου ο οποίος πλαισιωνόταν από δυο στελέχη που έβγαιναν από τις συντεχνίες, τον Α. Φάντη και τον Α. Ζιαρτιδη. Ταυτόχρονα η αριστερά έκλεινε και τα σύνορα της προς τον κεντρώο φιλελεύθερο χώρο υιοθετώντας μια πιο κομματική γραμμή στις υποψηφιότητες για τις δημοτικές εκλογές του 1949. Η πιο γνωστή αλλαγή αυτής της περιόδου ήταν η στροφή του ΑΚΕΛ σε ένα είδος αδιάλλακτου ενωτισμου ο οποίος έμοιαζε με ένα είδος ανταγωνισμού με την εκκλησία. Η στροφή από την «αυτοκυβέρνηση-ένωση»/ «πλήρης αυτοκυβέρνηση» (και την εγκατάλειψη των προσπαθειών για εκδημοκρατισμό μέσω ενός νέου συντάγματος) στο «ένωση και μόνο ένωση» έχει αποδοθεί από αρκετούς συγγραφείς στην συμβουλή του Ν. Ζαχαριάδη προς την αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ που επισκέφθηκε την «κυβέρνηση των βουνών» το 1948. Ο Α. Φαντης, όμως, έχει ορθώς υποδείξει ότι, θεσμικά, η εγκατάλειψη της αυτοκυβέρνησης είχε γίνει ντε φάκτο μήνες πριν την επίσκεψη στα βουνά. Ο ενωτισμος της νέα ηγεσίας του ΑΚΕΛ  είχε στρατηγικές διαστάσεις – ήταν μια κίνηση για την συγκρότηση ενός πλατιου αντιαποικιακου μετώπου ( οι θέσεις του ΑΚΕΛ λ.χ. για την ένωση συνοδεύονταν πάντα από μια σειρά άλλων αντί-ιμπεριαλιστικών  θέσεων - όπως για την αποστρατικοποίηση της Κύπρου).

 Σε αυτό το πλαίσιο η ηγεσία της αριστεράς έδωσε σαφή έμφαση στις προσπάθειες συνεργασίας με τα στρώματα που είχαν συσπειρωθεί γύρω από την εκκλησία. Η εκκλησία, βέβαια, παρέμεινε άντρο του αντί-κομμουνισμού και η εθναρχια αρνειτο οποιανδήποτε συνεργασία με το ΑΚΕΛ. Στις αποστολές αντιπροσωπειών στο εξωτερικό λ.χ. πήγαιναν 2 αποστολές – εκείνη της εθναρχιας και εκείνη της αριστεράς.  Ο νέος αρχιεπίσκοπος ωστόσο, ο Μακάριος ο ΙΙΙ, είχε δώσει σαφή δείγματα για την πρόθεση του να γίνει ένας αρχιεπίσκοπος στο στυλ του Λεοντιου – τόσο στην αποδοχή όσο και στην αντιαποικιακή έμφαση. Η πρώτη θεαματική κίνηση του Μακάριου, το 1950, πριν καν εκλέγει αρχιεπίσκοπος, ήταν να υιοθετήσει την εισήγηση της αριστεράς για συλλογή υπογράφων για την ένωση -  η συλλογή υπογραφών ήταν μια από τις συνηθισμένες πολιτικές πρακτικές της αριστεράς. Παρά τα ανοίγματα, ωστόσο, ο Μακάριος επέμενε να έχει απόλυτο έλεγχο της κατάστασης και κρατούσε φυσικά την αριστερά εκτός εθναρχικου συμβουλίου. Χαρακτηριστικό, όμως, της σχετικής αποκλιμάκωσης της έντασης ήταν η ενοποίηση των 2 ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών (της αριστερής και της δεξιάς) το 1953 και η προσπάθεια του ΑΚΕΛ για δημιουργία ψηφοδελτίων ενότητας (με έμφαση τώρα πια στην ενότητα με άξονα τον αντιαποικιακο αγώνα) στις δημοτικές του 1953.

Αυτή η στροφή του ΑΚΕΛ σήμαινε ουσιαστικά ότι το κόμμα και το κίνημα που το περιέβαλε είχαν αρχίσει να υποστέλλουν την σημαία της εσωτερικής κοινωνικής σύγκρουσης για ένα πλαίσιο πολιτικής που αυξανόμενα εστίαζε στις διεθνείς συγκυρίες. Αυτή η μετατόπιση (που έκφραζε τις δυναμικές της εποχής της ευρύτερης ανόδου του αντιαποικιακου κινήματος) προκάλεσε την αντίδραση μερίδας της ιστορικής ηγεσίας και στελεχών που πίστευαν ότι εσωτερική (ταξική, πολιτική και πολιτιστική) εκμοντερνιστικη αντιπαραθεση με την δεξιά, έπρεπε να είναι το ίδιο σημαντική με τις εξωτερικές διαστάσεις. Η τροτσκιστικη άκρα αριστερά διαφώνησε ανοικτά από το 1948-49.  Το 1952 μια ομάδα ηγετικών στελεχών του ΑΚΕΛ αποβλήθηκαν και ολοκληρώθηκε έτσι η μετάβαση σε ένα συγκροτημένο, πιο γραφειοκρατικό, και συμπαγές κόμμα. Η επιστολή παραίτησης του Αδάμ Αδάμαντος, τότε, ήταν χαρακτηριστική των τάσεων που διαφωνούσαν με την νέα πορεία του κόμματος. Και αυτές οι τάσεις δεν εξαφανίστηκαν με την αποχώρηση της ιστορικής ηγεσίας –  ο Αδάμαντος κατέβηκε σαν ανεξάρτητος υποψήφιος στις δημοτικές του 1953, ενώ για ένα διάστημα η εφημερίδα «Φως» (στην οποία εργάζονταν ο Φ. Ιωάννου) λειτουργούσε και σαν «άλλη αριστερή φωνή». Αλλά η έκφραση τους ήταν πια δύσκολη σε ένα πλαίσιο όπου η αριστερά σαν κίνημα και «παράλληλη κουλτούρα», ήταν ήδη υπό επίθεση και η ηγεσία που έλεγχε πια τους εσωτερικούς μηχανισμούς τόνιζε την «ενότητα» (και την κομματική συνοχη/πειθαρχια). Έγραφε ο Αδάμαντος το 1952 για την γραμμή της ένωσης (σαν «στρατηγική ενότητας») που υιοθέτησε η νέα ηγεσία:
«Υποθεσωμεν-είπα- ότι κι εγώ αφήνω τις επιφυλάξεις μου και κατεβαίνω σ’ένα παραφρόνα αγώνα. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Θα κάμει η μοναρχοφασιστικη κυβέρνηση της Ελλάδας το αιματοβαμμένο μας πουκάμισο σημαία και θα διεκδικήσει με σθένος το αίτημα του λαού μας; Ασφαλώς όχι…(..) Αλλά θα συγκινηθη μήπως η εδω εθναρχοκεκκοφροσυνη; Θα ήταν πολύ αφελές και να το πιστέψει κανείς. Θα περάσουν ίσια ίσια από τον τόπο που εμολυνεν έναν όργανο της Σοβιετιας και διεβαλεν τον αδιάβλητο τους –έστω και ανύπαρκτον- αγώνα…(..)
Κάτω από αυτές τες συνθήκες – επρόσθεσα- σήμερα δεν είμαι διατεθειμένος να πειθαρχήσω σε ανόητα και ανεδαφικά συνθήματα και να θυσιάσω ουδέ το μικρο μου δακτυλάκι.»

Υπήρχε όμως και μια άλλη διάσταση που άρχισε να εμφανίζεται σαν σημαντική – το ζήτημα της τ/κ κοινότητας. Η συμμετοχή χιλιάδων τ/κ στις συντεχνίες και ιδιαίτερα στις μεγάλες απεργίες της περιόδου 41-48 δημιούργησε σαφώς ένα δεσμό ιστορικής συνείδησης. Το 1947 άρχισαν προσπάθειες για έκδοση ειδικών συντεχνιακών εντύπων που να απευθύνονται στους τ/κ – και σε αυτό το πλαίσιο κυκλοφόρησε η εφημερίδα Emekci 1948. Όμως ταυτόχρονα η τ/κ κοινότητα είχε αρχίσει από την  δεκαετία του 1940 να συγκροτείται σε αντιδιαστολή με τον ε/κ ενωτικό εθνικισμό. Η προσπάθεια, κατά συνέπεια, της νέας ηγεσίας του ΑΚΕΛ να προσεγγίσει τις συντηρητικές μάζες της ε/κ δεξιάς στα πλαίσια της στρατηγικής της «ενότητας» προκαλούσε νέα ρήγματα τόσο στο εσωτερικό του κινήματος όσο και στην κοινωνία ευρύτερα. Αλλά όπως θα έλεγε και ο Μαρξ «οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους αλλά όχι κάτω από συνθήκες της δικής τους επιλογής.» 

Δεν υπάρχουν σχόλια: