Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Γράμμα στον Τσε: Η Αθάνατη Εικόνα


Του Βίκτωρ Μοντόγια*.

Αείμνηστε Κομαντάντε:

Την ογδόη του Οκτώβρη του 1967, έπειτα από την τελευταία σου μάχη στο φαράγγι του Ελ Χούρο και ευρισκόμενος στο έλεος των εχθρών σου, με μια σφαίρα στο πόδι σου και τα πνευμόνια σου καταπονεμένα από το άσθμα, το ημερολόγιο σου και άλλα έγγραφα σου έπεσαν στα χέρια των ενόπλων δυνάμεων. Αυτό ήταν, τα δικά σου έγγραφα, από το δερμάτινο σάκο σου βρέθηκαν σε ένα κουτί, ως απόρρητα, στο Ανώτατο Γενικό Αρχηγείο της Βολιβίας.

Το ρολόϊ σου, που σου το πήρε ένας στρατιώτης λίγο μετά την σύλληψη σου, κατέληξε στον καρπό του Συνταγματάρχη Αντρές Σέλιχ. Το τουφέκι σου, αυτό που θα ήθελα να κληρονομήσω, να το κουβαλάω στον ώμο μου όπως έκανες εσύ σε όλες τις μάχες προσπαθώντας να ανάψεις την σπίθα της επανάστασης στη Λατινική Αμερική, αυτό το τουφέκι κατέληξε στα χέρια του Συνταγματάρχη Σεντένο Ανάγιο. Το πήρε χωρίς να αισθάνεται την ευχαρίστηση που είχε νιώσει ο Ίντι, όταν σε συνάντησε στην Κάσα ντε Καλαμίνα, στο Νανκαουαζού, και σου έσφιξε το χέρι σαν φίλος. 

Η πίπα σου, από την οποία γεύτηκες την τελευταία ρουφηξιά καπνού, όπως κάποιος που προσμένει γαλήνια το θάνατο, την έδωσες στον λοχία Μπερναντίνο Χουάνκα, ο οποίος σου συμπεριφέρθηκε ευγενικά. Αλλά ο λογαχός Μάριο Τεράν μπήκε μπροστά και φώναξε “την θέλω! την θέλω!”, τότε τον κοίταξες με ατέλειωτη περιφρόνηση, τράβηξες πίσω το χέρι σου και του ‘πες: “Όχι, όχι εσύ”.

Στο Λα Ιγκέρα έμεινες ζωντανός για λίγες ώρες. Αρνήθηκες να συνομιλήσεις με τους δεσμώτες σου και είχες το θάρρος να τους φτύσεις στο πρόσωπο. Αλλά οι μισθοφόροι, έτοιμοι να υπακούσουν στις οδηγίες της CIA, αποφάσισαν να σε σκοτώσουν εν ψυχρώ – και έπειτα να κατασκευάσουν την εκδοχή ότι έπεσες στη μάχη στο φαράγγι του Ελ Χούρο και δεν εκτελέστηκες ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους μιας σχολικής αίθουσας στο Λα Ιγκέρα. 

Ο δολοφόνος σου ήταν ο ίδιος χαμηλόβαθμος αξιωματούχος που προσπάθησε να αρπάξει την πίπα σου. Μεθυσμένος και φοβισμένος εισήλθε στο δωμάτιο και εκτέλεσε την εντολή να σε εξολοθρεύσει. Αλλά ήταν τόσο σπουδαία η εντύπωση που του έκανες, τόσο που όταν ερωτήθηκε από τον Τύπο το εξομολογήθηκε: “¨Αυτή ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Όταν εισήλθα, ο Τσε καθόταν σε έναν πάγκο. Μόλις με είδε είπε: “Ήρθες να με σκοτώσεις”. Ένιωσα άδειος μέσα μου και χαμήλωσα το βλέμμα χωρίς να απαντήσω. Έπειτα με ρώτησε, “τι είπαν οι άλλοι (αναφερόμενος στους αντάρτες Γουίλι και Τσίνο). Απάντησα πως δεν είχαν πει τίποτα. Μου είπε, “είναι γενναίοι!”. Δε μπορούσα να πυροβολήσω. Σε αυτό το σημείο ο Τσε έμοιαζε τεράστιος, πραγματικά τεράστιος, θεόρατος. Τα μάτια του λαμπύριζαν πεντακάθαρα. Όταν με κοίταξε ένιωσα ζαλισμένος. Πίστεψα ότι με μια γρήγορη κίνηση μπορούσε να μου πάρει το όπλο. “Ηρέμησε”, είπε, “στόχευσε καλά, πρόκειται να σκοτώσεις άνθρωπο”. Τότε έκανα ένα βήμα πίσω προς το κατώφλι της πόρτας, έκλεισα τα μάτια μου και έριξα την πρώτη τουφεκιά. Ο Τσε, με κατεστραμμένα πόδια, έπεσε στο πάτωμα, διπλώθηκε και αιμοραγούσε ακατάσχετα. Συνήλθα και έριξα δεύτερη τουφεκιά χτυπώντας τον στο χέρι, τον ώμο και την καρδιά. Ήταν νεκρός”.

Έπειτα σε έδεσαν και σε μετέφεραν με ελικόπτερο, απ’ το σχολείο του Λα Ιγκέρα στο νοσοκομείο, στο Βαλεγκράντε. Έβαλαν φορμαλίνη στις φλέβες σου και σε παρουσίασαν μπροστά στις κάμερες και τον Τύπο, πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, όπου ήσουν ξαπλωμένος σαν το Χριστό από τη Ναζαρέτ, δείχνοντας περισσότερο ζωντανός απ’ ότι νεκρός – το κορμί σου γυμνό, το παντελόνι σου τσαλακωμένο, με γυμνά πόδια, μακρυά γενιάδα μέχρι το στέρνο σου και μαλλιά ανακατεμένα. 

Παρόλο που το βλέμμα σου ήταν κενό, τα μάτια σου ακτινοβούσαν μια παράξενη αθωότητα, τονιζόμενα απο χείλη που σχεδόν χαμογελούσαν στο μορφασμό του θανάτου. Αυτήν τη μέρα, αυτοί που κοίταξαν το όμορφο σου πρόσωπο του μαχητή λένε ότι, ακόμη και γεμάτος τρύπες τραυμάτων, το λείψανο σου είχε μια αύρα που ενέπνεε θαυμασμό και σεβασμό. Ίσως αυτό συνέβαινε διότι ήξερες πως να θέτεις τα ιδανικά σου στη δοκιμασία της φωτιάς, επειδή έκανες ότι έλεγες, επειδή έζησες όπως σκεφτόσουν και σκεφτόσουν όπως έζησες.

Σε αυτήν την τελευταία φωτογραφία, ήσουν περικυκλωμένος από ένα περίεργο πλήθος που σε κοιτούσε και κρατούσε την ανάσα του, ωσάν να είχαν ζαλιστεί από τη διαπίστωση πως ο άνδρας που κείτονταν εκεί είναι ο αντάρτης μαχητής που προσπάθησε να δημιουργήσει δύο, τρία… πολλά Βιετνάμ στη Λατινική Αμερική. Την ίδια ώρα, οι δεσμώτες σου δείχνουν τα τραύματα σου, παρουσιάζοντας σε ως έπαθλο πολέμου, παρ’ ότι δεν σε σκότωσαν στη μάχη, αλλά με άνανδρο τρόπο.

Παρ’ όλα αυτά, αυτή δεν είναι η πιο γνωστή σου φωτογραφία. Είναι η άλλη, αυτή από το 1960, όταν ο φωτογράφος Αλμπέρτο Κόρντα τραβούσε εικόνες για τον Τύπο στην Αβάνα, έπειτα από την φωτιά στο γαλλικό πλοίο που μετέφερε όπλα και πυρομαχικό προς υπεράσπιση της επανάστασης. 

Ο Κόρντα εστίασε την κάμερα του στην εικόνα σου και, ελκυόμενος από τη δύναμη και τη δραματική ποιότητα του βλέμματος σου που κοιτούσε τον κόλπο, αποθανάτισε τη μορφή σου. Αφού εμφανίστηκε στο σκοτενό δωμάτιο, η φωτογραφία έκανε το γύρο του κόσμου και μετεξελίχθηκε σε έναν κατακλυσμό απο κάρτες, σημαίες, μπλούζες, κουμπιά, αφίσες, καπέλα και γραμματόσημα – επιπλέον, το πρόσωπο σου ζωγραφίστηκε σε τοίχους και χαράκτηκε στο μυαλό αυτών που ακρωτηρίασαν τα χέρια σου και σε εξαφάνισαν, προσπαθώντας να σιγάσουν τη φωνή σου, να θάψουν τα ιδανικά σου, να καταστρέψουν την εικόνα σου, η οποία σήμερα είναι περισσότερο απο ποτέ παρούσα ανάμεσα μας, καλώντας μας να επαναλάβουμε τις προτάσεις του αποχαιρετιστήριου προς τους γονείς σου γράμμα:“Νιώθω και πάλι κάτω από τις φτέρνες μου το ανεβοκατέβασμα των πλευρών του Ροσινάντε. Ρίχνομαι πάλι στους δρόμους με την ασπίδα μου στα χέρια… Πολλοί θα με πουν τυχοδιώκτη και είμαι, μόνο που είμαι άλλου είδους τυχοδιώκτης, ένας από εκείνους που προβάλλουν τα στήθη τους για να αποδείξουν τις αλήθειες τους.”

Έτσι σε θυμόμαστε, Κομαντάντε, με το άστρο στον μπερέ σου και το μέλλον στο βλέμμα σου.

Ο Βίκτωρ Μοντόγια (Victor Montoya) είναι βολιβιανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Λα Παζ το 1958. Το παραπάνω κείμενο είναι μετάφραση στα ελληνικά του άρθρου “La imagen inmortal del Che”που γράφτηκε με την ευκαιρία των 43 χρόνων από τη δολοφονία του Γκεβάρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: