Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

«Οι αστοί τρομάξανε», η υπόθεση του φόνου του αστυνομικού Γυφτοδημόπουλου

Εισαγωγή

Το γνωστό τραγούδι «Οι αστοί τρομάξανε» σε στίχους και πρώτη εκτέλεση του Πάνου Τζαβέλα και μουσική του Βασίλη Τζανακάκη εξυμνεί την δραπέτευση του Μιχάλη Μπεζεντάκου από τις φυλακές Συγγρού προσδίδοντας σε αυτή μυθικό χαρακτήρα.

Πρόκειται για μια ιστορία με πολλές πλευρές και προεκτάσεις, στην παρούσα ανακοίνωση επέλεξα να εστιάσω στην αίσθηση τρόμου που προκάλεσε ο φόνος του αστυνομικού Γυφτοδημόπουλου στον αστικό κόσμο, στις αντιδράσεις της κυβέρνησης οδηγώντας σε βάθεμα των κατασταλτικών δομών και αναδεικνύοντας την εικόνα μιας κοινωνίας σε οξυμένη κοινωνική και πολιτική πόλωση.


Η 1η Αυγούστου 1931

Η 1η Αυγούστου, επέτειος της κήρυξης του Α΄ Π.Π., είχε καθοριστεί από την ΚΔ ως «αντιπολεμική ημέρα» και ημέρα υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης ενόψει ενός νέου αντισοβιετικού πολέμου. Το ΚΚΕ στα 1931 συνδέει την επέτειο με την πάλη ενάντια στον φασισμό, και συγκεκριμένα την δράση φασιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα, την παραγγελία πολεμικών εξοπλισμών από την κυβέρνηση Βενιζέλου κατηγορώντας την ότι προετοιμάζεται για πόλεμο παρά τις ειρηνόφιλες διακηρύξεις. Οι τροτσκιστές συμμετέχουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις μέσα από δικές τους παρόμοιες προσεγγίσεις 

Το κράτος απαγόρευσε ρητά κάθε εκδήλωση για εκείνη την ημέρα. Ο Ριζοσπάστης και η Πάλη των Τάξεων τονίζουν την πρωτοφανή αστυνομική τρομοκρατία, καθώς πεζικά, έφιππα και μηχανοκίνητα τμήματα είχαν καταλάβει κεντρικά και πολιτικά σημεία πολλών μεγάλων πόλεων. 

Γενικά, καλλιεργείται από τον αστικό τύπο κλίμα τρομοκρατίας υποστηρίζοντας ότι μυστική εγκύκλιος του ΚΚΕ καλούσε σε ταραχές. Ανήμερα της 1ης Αυγούστου δεν επιτεύχθηκε καμία σοβαρή εκδήλωση ή σύγκρουση σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και σε καμία σχεδόν μεγάλη επαρχιακή πόλη. 

Συγκρούσεις όμως έλαβαν χώρα στις Σέρρες, όταν 100 περίπου συγκεντρωμένοι δέχτηκαν την επίθεση της χωροφυλακής. Οι πυροβολισμοί που ανταλλάχθηκαν επέφεραν τον θανατηφόρο τραυματισμό ενός υπασπιστή. Αμέσως συνελήφθηκαν πολλοί διαδηλωτές ως πρωταίτιοι και ύποπτοι. Περίπολοι διατρέχουν την πόλη, ενώ σύμφωνα με την εφημερίδα Ακρόπολη δόθηκαν οι διαταγές, «όπως τυφεκίζεται επί τόπου πας κομμουνιστής, αποπειρώμενος να εκδηλώση τα αισθήματά του.»  

Παρόλαυτά, σύμφωνα με την Ακρόπολη, η ηγεσία του Υπ. Εσωτερικών και της αστυνομίας «μειδιά» από ικανοποίηση το απόγευμα της 1ης Αυγούστου, καθώς «η περίφημος ημέρα των κομμουνιστών είχε παρέλθει ησυχώτερα από κάθε άλλην προηγούμενην». Όλα άλλαξαν όμως, όταν έφτασε η είδηση ότι «οι κομμουνισταί ετυφέκισαν ένα αστυφύλακα εις την Δραπετσώνα!».

Ο φόνος του Γυφτοδημόπουλου

Οι κομμουνιστές της Δραπετσώνας είχαν καλέσει συγκέντρωση για την 1η Αυγούστου σε ένα καφενείο της περιοχής. Η αστυνομία του Πειραιά εμπόδιζε την προσέγγιση. Εκεί συνελήφθη ως ύποπτος για ταραχές το μέλος του ΚΚΕ Κώστας Σαρίκας. Ο αστυνομικός Γεώργιος Γυφτοδημόπουλος ανέλαβε να τον οδηγήσει στο αστυνομικό τμήμα Ταμπουρίων. Σε ένα σκοτεινό σημείο τρεις κομμουνιστές περίμεναν για να τον απελευθερώσουν. Από τη συμπλοκή τραυματίσθηκε θανατηφόρα ο αστυνομικός. Σύμφωνα με τον τύπο τρεις γυναίκες υπήρξαν μάρτυρες του φονικού. Η αστυνομία οργανώνει πογκρόμ συλλήψεων σε όλη την περιοχή εναντίον των κομμουνιστών.

Η ομάδα των «δολοφόνων» αποτελούταν σύμφωνα με την αστυνομία από τους Γεώργιο Μπεζεντάκο και Μιχαήλ Μπεζεντάκο, Εμμανούηλ Βοσνάκη, Μόσχον Δουλγέρη, Κωνσταντίνο Σαρίκα, Αβραάμ Δερβίσογλου, Κουτελάκη, Κωνσταντίνος Νομικό και τον Ι. Καλογερίδη. Όλοι θεωρούνται μέλη της «φραξιονιστικής» ομάδας, της πρόσφατης διάσπασης του Αρχειομαρξισμού, παρότι οι Σαρίκας, Βοσνάκης και Δουλγέρης είναι απλά μέλη του ΚΚΕ, ενώ κάποιοι είναι διαγραμμένα μέλη ή συμπαθούντες της μίας ή της άλλης οργάνωσης. 

Από αυτούς μόνο οι Μιχαήλ Μπεζεντάκος, Κ. Σαρίκας, Δουλγέρης και Α. Δερβίσογλου σχετίζονται πραγματικά με την υπόθεση του φόνου. Οι αστυνομικοί διακρίνουν τους συλληφθέντες στους άμεσα εμπλεκόμενους και στους ηθικούς αυτουργούς, δηλαδή όσους απάρτιζαν την «επιτροπή αμύνης» η οποία χαρακτηρίζεται ως Τσεκά του Πειραιά και θεωρείται παράρτημα της Γκε-πε-ού στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, η «επιτροπή αμύνης» ήταν μια κοινή ομάδα φραξιονιστών και μελών του ΚΚΕ στα Ταμπούρια και την Δραπετσώνα με σκοπό την διοργάνωση της συγκέντρωσης και την αντιμετώπιση της αστυνομικής καταστολής.

Οι συλληφθέντες υπό την πίεση σκληρών βασανιστηρίων “ομολογούν”. Οι αστυνομικοί θεωρούν βασικό «δολοφόνο» τον Βοσνάκη προβάλλοντας το επιχείρημα ότι κατά τη σύλληψή του δε θυμόταν τον ακριβή αριθμό σφαιρών του όπλου του. Ο Βοσνάκης αρχικά και αυτός ομολόγησε, αλλά στην συνέχεια υποστηρίζει ότι είναι αθώος. Επίσης, χρεώνουν σε κάποιους κατηγορούμενους ότι πυροβόλησαν, ενώ δεν έχουν βρει όπλο. Όλοι οι κατηγορούμενοι αργότερα αναιρούν τις ομολογίες τους. Ο Δουλγέρης ρίχνει την ευθύνη στον Μιχάλη Μπεζεντάκο και η ασφάλεια τον αναζητά ως, «τον άνθρωπο με με τα γκρίζα ρούχα», εξαπολύοντας άγριο κυνηγητό.

Ο αστικός τύπος καλεί σε πρόσθετα αντικομμουνιστικά μέτρα

Όλα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων δημοσιεύουν λεπτομέρειες του φόνου και φωτογραφίες του Γυφτοδημόπουλου. Εγκωμιάζουν τον αστυνομικό με στοιχεία από την προσωπική του ζωή και μεταγράφουν τους επικήδειους λόγους του υπουργού, του δημάρχου, των αστυνομικών διοικητών και των μητροπολιτών. 

Στις πλαϊνές στήλες δημοσιεύονται ειδήσεις για τις διαδηλώσεις της 1ηΑυγούστου στην Ευρώπη. Σε αυτές περιγράφονται οι διαδηλώσεις και οι βίαιες συγκρούσεις κομμουνιστών με αστυνομικές δυνάμεις ή φασιστικές ομάδες, αναφέρονται φόνοι και τραυματισμοί αστυνομικών και εθνικοσοσιαλιστών. επίσης, αναπαράγονται οι δημοσιεύσεις του ευρωπαϊκού τύπου για τον φόνο του Γυφτοδημόπουλου. 

Όλοι στην Ελλάδα αισθάνονται ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται στο ίδιο κοινωνικό και πολιτικό καζάνι μαζί με την υπόλοιπη την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, αναζητούν παρόμοιες αυταρχικές λύσεις βαθαίνοντας ιδεολογικά την πόλωση.

Πολλές εφημερίδες αντιμετωπίζουν τον φόνο ως τη μεγάλη ευκαιρία να χτυπηθεί ο κομμουνισμός. 

«Ο άδικος θάνατός των», γράφει η εφημ. Ελεύθερον Βήμα, «αποτελεί τεραστίαν υπηρεσίαν και προς την κοινωνίαν και προς το κράτος», καθώς οι σφαίρες δεν στόχευαν τους αστυνομικούς, αλλά «έβαλαν κατά του νόμου». Η «δολοφονία» παρουσιάζεται ως προειδοποίηση των κομμουνιστών για όλα όσα θα κάνουν στο μέλλον και, συνεπώς, «το κράτος» οφείλει «να αντιληφθή την αιματηρά προειδοποίησιν που του παρέχεται». Η Ακρόπολις θεωρεί τον φόνο προαποφασισμένο, ενώ υποστηρίζει πως η αστυνομία διέθετε από πριν πληροφορίες τις οποίες και δεν αξιολόγησε σωστά. 

Σύμφωνα με αυτές «την παραμονήν της 1ης Αυγούστου και κατά τας μεσονυκτίους ώρας οι ηγέται του προλεταριάτου είχον συνέλθει εις μυστικάς συνεδριάσεις … ως βιβλικοί συνωμόται του μεσαίωνος με μυρίας προφυλάξεις.» Εκεί αποφάσισαν «να γίνουν πάση θυσία αι μαχητικαί διαδηλώσεις», αλλά στην περίπτωση που αποτύγχανε το πρώτο σχέδιο «πάρθηκε απόφασι να σκοτωθούν δυό».

Σύμφωνα με την εφημ. Έθνος ο κομμουνισμός θέτει «ο ίδιος τον εαυτόν του εκτός νόμου» και το κράτος οφείλει να να φανεί αμείλικτον». Χαρακτηρίζει τους κομμουνιστές δήμιους, πληρωμένους από την Μόσχα, ανεπίσημα μέλη της Γκεπεού. Η εφημερίδα καλεί όλα τα κόμματα να συνασπισθούν «δια ν’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικώς τον πράκτορα των ξένων, τον αιμοδιψή εχθρόν, που δολοφονεί ανάνδρως εις τους σκοτεινούς δρόμους». Το «Ελεύθερον Βήμα» αναφέρεται στην «Τσεκά» του Πειραιά. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Πατρίς» πλέον αποκαλύπτεται ότι οι κομμουνιστές δεν είναι οι ιδεολόγοι που οι διανοούμενοι παρουσιάζουν, αλλά ιδεολόγοι της βόμβας και του περιστρόφου και καλεί την κυβέρνηση να σταματήσει κάθε ανοχή και να κηρύξει τους κομμουνιστές εκτός νόμου.

Η εφημ. Ελληνική προχωρά ένα βήμα παραπέρα ενθαρρύνοντας τις τάσεις κοινωνικού αυτοματισμού. Αφού «οι κομμουνισταί ήρχισαν αυτοί τας εκτελέσεις» και αφού «η χειρ του Κράτους παραλύη», τότε τα μέτρα εναντίον των κομμουνιστών θα πρέπει να ληφθούν από τον αφυπνισμένο λαό και έτσι «οι εθνικιστικαί οργανώσεις ετοιμάζονται ν’ αναλάβουν τον αγώνα έναντίον των ανάνδρων αυτών δολοφόνων». 

Το επιχείρημα της εφημ. Ελληνική υιοθετεί και η εφημ. Πατρίς. Η Ελληνική δημοσιεύει σχετική προκήρυξη της 3Ε και παράλληλαζητά μια άκαμπτη δικτατορία που θα λειτουργεί εκδικητικά, θα φονεύει κάθε κομμουνιστή ο οποίος σηκώνει όπλο και διαταράσσει την τάξη, ενώ θα θεσπίσει το λυντσάρισμα των κομμουνιστών ως δικαίωμα των πολιτών και ως καθήκον των οργάνων του κράτους. Αν το κράτος δεν το κάνει, τότε η εφημερίδα θεωρεί πως «ημείς οι πολίται, ηγουμένων των εθνικιστών, θ’ αναλάβωμεν τον αγώναν υψώνοντας ως αρχήν μας και ως σύμβολόν μας το «οδόντα αντί οδόντος». Υποστηρίζει την άμεση σύσταση εθνικού δικαστηρίου που θα τουφεκίζει επί τόπου τους συλλαμβανόμενους κομμουνιστές. Είναι η μόνη εφημερίδα που χρεώνει την κομμουνιστική βία σε ολόκληρη την περιοχή της Δραπετσώνας και τον προσφυγικό πληθυσμό.

Αλλά δεν είναι μόνο ο τύπος που αντιδρά. Μεγάλη αντιπροσωπεία εμπόρων και βιομηχάνων της Αθήνας με επικεφαλής τον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου επισκέφθηκε το πολιτικό Γραφείο της κυβέρνησης και ζήτησε, «όπως εφαρμοσθώσιν ταχύτατα και αυστηρότατα τα επιβαλλόμενα διοικητικά μέτρα προς οριστικήν εκρίζωσιν του κακού». 

Η Επιτροπή κάλεσε την κυβέρνηση να ενεργήσει «ευρύτατα» αναζητώντας τους ηθικούς αυτουργούς παντού, σε κάθε δημόσια ή εκπαιδευτική θέση. 

Την ίδια περίοδο σημειώνουμε πως η κυβέρνηση είχε εξαπολύσει πογκρόμ απολύσεων εναντίον των αριστεριζόντων δασκάλων. Ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου καθησυχάζοντας τους εκπροσώπους των εμπόρων και των βιομηχάνων υποσχέθηκε πρόσθετα μέτρα. Παράλληλα, πολλοί σύλλογοι εκδίδουν ψηφίσματα που καλούν στην παραδειγματική τιμωρία και εξάλειψη των ξένων προπαδανδιστών. Ακόμη και 18 μέρες μετά το γεγονός δημοσιεύεται η είδηση πως «μελετάται η ίδρυσις ιερών λόχων προς άμυναν του αστικού καθεστώτος» από διάφορα «αστικά σωματεία» σε όλη την Ελλάδα. 

Η έκταση του γεγονότος και η βαρύτητα των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων φαίνεται να συγκλονίζουν και να τρομοκρατούν πράγματι την ελληνική κοινή γνώμη. Για παράδειγμα., θα κυκλοφορήσει ρεμπέτικο τραγούδι για τον φόνο, ενώ μαζική είναι η παρακολούθηση της δημόσιας αναπαράστασης του φόνου.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου ανταποκρίνεται άμεσα στις αιτιάσεις επαναφέροντας σε ισχύ τον νόμο περί διοικητικού εκτοπισμού. Ιδρύεται μια πρωτοβάθμια επιτροπή ασφάλειας σε κάθε  περιφέρεια στην οποία θα συμμετέχουν ο νομάρχης, ο αστυνομικός διευθυντής και ο εισαγγελέας. Αμέσως, εκτοπίζονται 15 κομμουνιστές. Οι νέες επιτροπές λειτουργούν πολύ σύντομα και στις 10/8 αποφασίζεται η διοικητική εκτόπιση 200 κομμουνιστών από της επιτροπή Αττικοβοιωτίας στα διάφορα νησιά.

Η αντιπολίτευση σπεύδει να κατηγορήσει την κυβέρνηση ως υπεύθυνη όχι μόνο για την ανοχή  απέναντι στον κομμουνισμό, αλλά και για την άνοδό του. Η Ακρόπολις κατηγορεί τον Βενιζέλο ότι εξαθλιώνει τις λαϊκές τάξεις με την πλουτοκρατική πολιτική του, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί δικτατορικά ταυτίζοντας με τον κομμουνισμό όποιο φτωχό βιοπαλαιστή, απελισπμένο αγρότη ή συνταξιούχο διαμαρτύρεται εναντίον της κυβέρνησης εναντίον του οποίου εξαπολύει τον στρατό και την χωροφυλακή. Με αυτόν τον τρόπο κατασκευάζει φανταστικούς κομμουνιστές, δεν διαχωρίζει τους πραγματικούς κομμουνιστές που απειλούν το καθεστώς, με αποτέλεσμα να οδηγεί τον λαό προς αυτούς. Στο ακριβώς αντίθετο κλίμα η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα χρεώνει στην αντιπολίτευση την άνοδο του κομμουνισμού, θεωρώντας ότι ο ο κιτρινισμός της ενισχύει τα επιχειρήματα των κομμουνιστών.

Σύντομα οι συλληφθέντες δράστες συνδέονται με τον Αρχειομαρξισμό, εναντίον του οποίου  στρέφεται αποκλειστικά ένα μέρος του τύπου. Εντωμεταξύ, τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΚΟΜΛΕΑ διαχωρίζονται πλήρως από τον φόνο δηλώνοντας μόνο υπέρ της μαζικής επαναστατικής βίας και όχι υπέρ της ατομικής βίας. 

Παρόλα αυτά, υπερασπίζονται να πολιτικά δικαιώματα των συλληφθέντων, καταγγέλλουν τα «φρικτά βασανιστήρια»,  ενώ αμφισβητούν την βασιμότητα των ομολογιών τους. Σύμφωνα με το αρχειομαρξιστικό έντυπο «αποκαλύφθηκε ότι η αστυνομία εμίσθωσε ειδικό ρώσο βασανιστή, ο οποίος τους υπόβαλε σε φρικτά βασανιστήρια αλήφοντας το κορμί τους με λάδι για να μην  αποτυπώνονται τα σημάδια των βασάνων». Τέλος, κατηγορούν την κυβέρνηση για νέο κύμα τρομοκρατίας υποστηρίζοντας ότι «η τρομοκρατία συνεχίζεται άγρια επί μια βδομάδα» με συλλήψεις χωρίς αφορμή, συλληφθέντες που απομονώνονταν πλήρως, παρακολουθήσεις και βίαιες προσαγωγές με άγριους ξυλοδαρμούς και επιθέσεις σε εργάτες στον δρόμο.

Τα βασανιστήρια, οι ομολογίες των κατηγορουμένων και η απόδραση του Μπεζεντάκου

Καταγγελίες για βασανιστήρια των κρατουμένων δημοσιεύει ο Ελεύθερος Άνθρωπος, ενώ Ελεύθερος Άνθρωπος και Ελεύθερον Βήμα δημοσιεύουν διαμαρτυρία δικηγόρων για την πρωτοφανή παραβίαση των αρχών της προανακριτικής διαδικασίας με την απομόνωση και τον βασανισμό των κατηγορουμένων. 

Ο αστυνομικός διευθυντής Πειραιά παραδέχεται και υπερασπίζεται την αποτελεσματικότητα των βασανιστηρίων, ενώ προσθέτει, πως εάν μπορούσε, θα τους σκότωνε επί τόπου, όπως θα έκαναν οι κομμουνιστές σε αυτόν εάν έρχονταν στα πράγματα. Είναι φανερό ότι ο αστυνομικός διευθυντής Πειραιά βίωνε έναν ανοιχτό πραγματικό πόλεμο με τους κομμουνιστές και ανταποκρινόμενος στο θερμό κλίμα του τύπου.

Παράλληλα, προσπαθούσε με τα βασανιστήρια να εξαναγκάσει τους κατηγορούμενους να αποδεχθούν τις κατηγορίες και να υιοθετήσουν ένα συνωμοσιολογικό σενάριο που είχε εκπονηθεί από το αρχηγείο της αστυνομίας και είχε διοχετευθεί στο σύνολο του τύπου. 

Σύμφωνα με αυτό λειτουργεί ένα «πλήρες δίκτυο συστηματικής και τρομοκρατικής οργανώσεως εις τας Αθήνας και τον Πειραιά διευθυνομένης υπό ξένων πρακτόρων της Γκεπεού». Διευθυντικά στελέχη είναι διπλωματικοί υπάλληλοι και εκτελεστικά όργανα έλληνες φανατικοί κομμουνιστές. Η Γκεπεού σε όλη την Ελλάδα έχει καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο τρομοκρατικών πράξεων, με συνδυασμό δολοφονιών, σημαινόντων προσώπων, επικίνδυνων στην κομμουνιστική ιδεολογία. 

Στη λίστα των προγραφέντων βρέθηκαν τέσσερα ονόματα ανωτέρων αστυνομικών, επτά δημοσιογράφων και τριών επιτελικών αξιωματικών. Μάλιστα, η αστυνομία υποστηρίζει ότι στο δεύτερο μισό του Ιουλίου ανώτεροι αξιωματικοί δέχτηκαν απειλητική επιστολή ότι θα δολοφονηθούν. Μια τέτοια επιστολή υποστηρίχτηκε πως είχε λάβει ο «επ’ αδεία τελών αστυνομικός διευθυντής Πειραιώς».

Οι συλληφθέντες κατηγορούμενοι παραπέμπονται για φόνο εκ προμελέτης και επί εσχάτη προδοσία. 

Εξαιτίας των πιέσεων για την «μεσαιωνικού τύπου» ανακριτική μεθοδολογία, ο νέος ανακριτής δηλώνει ότι αλλάζει πλήρως συμπεριφορά απέναντι στους κατηγορούμενους. Η επαφή των κρατούμενων με τους δικηγόρους και τους δημοσιογράφους επιτρέπει την δημοσίευση της δικής τους άποψης. Σταδιακά το κλίμα αλλάζει σε μερίδα του τύπου. Ολοένα και περισσότερο αναφέρεται η εκδοχή ότι ο χωροφύλακας πρώτος τράβηξε όπλο, στη συνέχεια ακολούθησε συμπλοκή στα χέρια και εκεί μέσα στην διαπάλη σκοτώθηκε, ενώ αμφισβητείται ο ρόλος των περισσοτέρων κατηγορουμένων. 

Η αστυνομία όμως επιμένει ότι υπήρχε εξαρχής δολοφονικό σχέδιο, ενώ ο τύπος συνεχίζει να χρησιμοποιεί όρους, όπως Τσεκά του Πειραιά. Κατά την νέα ανάκριση των κατηγορουμένων, όλοι υποστήριξαν ότι δεν έχουν καμία σχέση με το συμβάν και επανέλαβαν ότι οι ομολογίες τους αποσπάστηκαν ύστερα από βασανιστήρια, ενώ μόνο ο Δουλγέρης δήλωσε ότι ήταν τυχαία παρών. Παρόλαυτά, ο ανακριτής αποφάνθηκε ότι υπέπεσαν σε αντιφάσεις που υποδεικνύουν την ενοχή τους. 

Η θεωρία αυτή αναπαράγεται από όλον τον αστικό τύπο καθώς διαφαίνεται ο κίνδυνος να καταρρεύσει πλήρως όλο το αρχικό συνωμοσιολογικό σενάριο.

Όταν συλλαμβάνεται ο Δερβίσογλου, υποστηρίζει ότι παρασύρθηκε από τον Μπεζεντάκο και ότι είχαν απλώς ως σκοπό να γλιτώσουν τον Σαρίκα και όχι να σκοτώσουν τον αστυνομικό. Θα περάσουν τρεις μήνες για να καταφέρουν οι αστυνομικοί να ανακαλύψουν και να συλλάβουν τον Μπεζεντάκο σε μια καλύβα στο Μαρούσι. 

Ο Μπεζεντάκος ομολόγησε στην προανάκριση ότι πράγματι πυροβόλησε κατά του Γυφτοδημόπουλου, αλλά «ευρισκόμενος εν αμύνη, διότι αντελήφθη γοργήν κίνησιν του αστυφύλακος να σύρη το ρεβόλβερ του». Αρνήθηκε την οποιαδήποτε εμπλοκή του Βοσνάκη και επανέλαβε ότι δεν είχε σκοπό την δολοφονία του Γυφτοδημόπουλου, αλλά την απελευθέρωση του Σαρίκα. Ο ίδιος δήλωσε ότι όταν έβγαλε το περίστροφο δεν είχε σκοπό να πυροβολήσει, αλλά να τον φοβίσει όταν μια λάμψη από την μεριά του αστυνομικού τον έκανε να πατήσει την σκανδάλι. Η σύλληψη του Μπεζεντάκου προβάλλεται ως μια μεγάλη επιτυχία της αστυνομίας.

Ο Μπεζεντάκος απειλούταν με την ποινή της εκτέλεσης. Στις φυλακές τα μέλη του ΚΚΕ υποσχέθηκαν να τον βοηθήσουν, εφόσον εντασσόταν στο ΚΚΕ. Φαίνεται πως ο κίνδυνος της εκτέλεσης δημιουργούσε μια κόκκινη γραμμή αλληλεγγύης για όλους τους κομμουνιστές. Παρότι δήλωναν αντίθετοι στις πράξεις του, εκτιμούσαν ότι θα τιμωρούταν αυστηρά λόγω των πολιτικών φρονημάτων του. Στον Ριζοσπάστη δημοσιεύεται λοιπόν δήλωση αποκήρυξης του Αρχειομαρξισμού και προσχώρησης του ίδιου και των φίλων του στο κόμμα. 

Σύντομα και παραμονές της δίκης καταφέρνει να δραπετεύσει με την βοήθεια ενός φρουρού μέλους του ΚΚΕ διαφεύγοντας με το ρωσικό πλοίο Ίλιτς στην Ισπανία. 

Η δραπέτευση του Μπεζεντάκου θα αποτελέσει πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες προκαλώντας νέες αντιδράσεις για τον ρόλο της Μόσχας στην Ελλάδα. Θα θεωρηθεί μεγάλη ήττα του κράτους στην «βεντέτα» με τον κομμουνισμό. Η απόδραση μετέτρεψε την ανεκτική συμπάθεια των κομμουνιστών σε πλήρη ταύτιση τοποθετώντας τον Μπεζεντάκο, έναν από τους πιο αγριους «πιστολάδες» της πρώτης περιόδου του Αρχείομαρξισμού, στο πάνθεον των ηρώων του κομμουνισμού. 

Αργότερα ο Μπεζεντάκος πήγε στην Σοβιετική Ένωση. Εκεί του ζήτησαν να γράψει έκθεση για την ιστορία του και εκείνος έγραψε ότι είχε διατελέσει τροτσκιστής. Έτσι, τον φυλάκισαν μαζί με άλλους αντιπολιτευόμενους, ενώ μάλλον εκτελέστηκε στην Σιβηρία. Το ΚΚΕ διέδωσε ότι ο Μπεζεντάκος σκοτώθηκε στον Ισπανικό εμφύλιο.

Η προγραμματισμένη δική των κατηγορουμένων στις 8 Μαρτίου αναβάλλεται για να ξεκινήσει στις 22 Δεκεμβρίου στην Χαλκίδα. Οι κατηγορούμενοι είναι οι Βοσινάκης, Σαρίκας, Δερβίσογλου, Καλογερίδης και Δουλγέρης. Ο πρώτος αθωώνεται και οι υπόλοιποι καταδικάζονται σε πολύ μεγάλες ποινές.

Συμπεράσματα

Από τις αρχές του 1930 οι διώξεις εναντίον της αριστεράς θα αποκτήσουν πρωτόγνωρη έκταση που φαίνεται να κορυφώνονται στα 1931. Στην τριετία 1929-1932 ο Σπ. Μαρκέτος υπολογίζει περίπου 12 χιλιάδες περίπου καταδίκες με βάση το ιδιώνυμο. Συγκεκριμένα, το έτος 1931 ξεκινάει με την ανακάλυψη των Κόκκινων Σχολείων και την «γιάφκα» με τα όπλα των Αρχειομαρξιστών, την υπόθεση της Ωραιοζήλης Λεβή, ενώ ακολουθούν απεργίες και έντονες συγκρούσεις εργατικών σωματείων, επιτροπών ανέργων με τις κατασταλτικές δυνάμεις, που κορυφώνονται με τις βίαιες συγκρούσεις της Πρωτομαγιάς. 

Τα γεγονότα της 1ης Αυγούστου ωστόσο συνιστούν βαθειά τομή στην κατασταλτική δράση του κράτους, καθώς έκτοτε γίνεται ανεξέλεγκτα επιθετική. Πλεόν διαλύεται βίαια κάθε εργατική ή αριστερή συγκέντρωση, κλειστή ή ανοιχτή, ενώ σχεδόν κάθε εβδομάδα αστυνομικές ή παρακρατικές ομάδες επιτίθενται σε εργατικά κέντρα και σωματεία. Τραυματισμοί, δίκες, φυλακίσεις, εκτοπίσεις και γενίκευση της βίας από τη μεριά της αστυνομίας απέναντι στα εργατικά στρώματα, ακόμη και στις μη  πολιτικές πλευρές της καθημερινότητας, είναι οι ειδήσεις που κατακλύζουν όλες τις εργατικές και αριστερές εφημερίδες και συνοδεύουν άρθρα για την αυταρχοποίηση ή φασιστοποίηση της δημοκρατίας. 

Σταθμός σε αυτήν την περίοδο έντονης καταστολής θα είναι ο θάνατος από βασανιστήρια του Παμπουκόπουλου, ενός φυλακισμένου Αρχειομαρξιστή, στις αρχές του 1932 που ενοποιεί την αριστερά και προκαλεί μεγάλες εντάσεις. Οι δύο θάνατοι, αστυνομικού και Αρχειομαρξιστή, υπήρξαν ένα εκκρεμές έντασης της κρατικής βίας, καθώς από το 1932 περιορίζεται σημαντικά προς το παρόν.

Σε κάθε περίπτωση, η έντονη κρατική καταστολή και ο ασφυκτικός αποκλεισμός που χαρακτηριστικά επιβλήθηκε την 1η Αυγούστου προκάλεσαν δυο γεγονότα υπέρμετρης «αμυντικής βίας» από την πλευρά των κομμουνιστών και επέτρεψαν την ανάδυση των πιο βίαιων κομμουνιστικών στοιχείων. 

Ταυτόχρονα, επιβεβαιώθηκε η εικόνα των αστικών εφημερίδων και της αστυνομίας για τον ρόλο του κομμουνισμού σαν ενα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

Τα σκάνδαλα, ο προκλητικός πλουτισμός μερίδων του κεφαλαίου φιλικά προσκείμενων στον Βενιζέλο, η καθυστέρηση στην εφαρμογή των κοινωνικών ασφαλίσεων, η ανεξέλεγκτη δράση κάποιων εταιρειών, η κρίση, η ανεργία και η καταστροφική οικονομική διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση εντείνουν τόσο τις ενδοαστικές αντιθέσεις ενισχύοντας τις αντιπολιτευτικές φωνές, αλλά και οξύνουν τις κοινωνικές συγκρούσεις. 

Ως εκ τούτου, η προβολή του κομμουνιστικού εχθρού εξελίσσεται σε εργαλείο πολιτικής τρόμου είτε για να καταπνίξει τα απεργιακά κινήματα είτε για να πετύχει την αποστοίχιση των εργαζομένων από αυτόν. Ο κομμουνισμός όμως δεν συνιστά πάντοτε έναν φανταστικό κίνδυνο. Η εκλογική επιτυχία στις εκλογές της Μυτιλήνης στα τέλη του Ιουλίου προβλήθηκε ως μείζον πολιτικό ζήτημα από όλες τις αστικές εφημερίδες και τα αστικά κόμματα, ενώ παράλληλα επαναλαμβάνεται διαρκώς σε όλα τα φύλλα η αυξημένη επιρροή του σε κομβικούς τομείς για την ελληνική εθνική ιδεολογία, όπως π.χ. στους δασκάλους. 

Εσωτερικές εκθέσεις προς τον Ελ. Βενιζέλο φανερώνουν τους φόβους των κρατικών αξιωματούχων για μια ενδεχόμενη μελλοντική ενδυνάμωσή του και αποκαλύπτουν τον κεντρικά σχεδιασμένο χαρακτήρα της κατασταλτικής αστυνομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, ο Αρχειομαρξισμός και η διάσπασή του, οι φραξιονιστές, αναδεικνύονται στα 1931 ως οι πλέον τρομοκρατικές, βίαιες και εχθρικές οργανώσεις έναντι του αστικού καθεστώτος. Η πολιτική αυτή επιφέρει μάλιστα κάποια προσωρινά αποτελέσματα, για παράδειγμα η Πάλη των Τάξεων αναφέρει ότι όλη η κομμουνιστική δραστηριότητα εξαφανίστηκε σε όλη την περιφέρεια του Πειραιά.

Ακόμη περισσότερο όμως ο αντικομμουνισμός ως ένα ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο αποσκοπεί στην κατατρομοκράτηση του ίδιου του αστικού κόσμου προσδοκώντας την πολιτική συναίνεση, την πειθάρχηση και την συσπείρωση στο βενιζελικό αστικό σχέδιο υπερβαίνοντας τις διχαστικές ιδεολογίες του λεγόμενου «Εθνικού Διχασμού.» 

Επιπλέον, ενθαρρύνει τον κοινωνικό αυτοματισμό έναντι του κομμουνισμού και ως εκ τούτου τις φασιστικές πρακτικές νομιμοποιώντας την ακόμη μεγαλύτερη αυταρχοποίηση του πολιτικού συστήματος. Η εφημ. Ελληνική είναι σαφής, εάν δεν μπορεί το κράτος θα αναλάβουν οι πολίτες και οι φασιστικές οργανώσεις. 

Συνεπώς, η κατασταλτική αντίδραση της κυβέρνησης απέναντι στην πολιτική και κοινωνική κρίση μετατρέπει ολοένα και περισσότερο την βενιζελική διακυβέρνηση σε ένα είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας, ενώ το δίλημμα που τίθεται στον αστικό τύπο είναι ή καθαρός φασισμός ή κοινοβουλευτικό αυταρχικό καθεστώς.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: