Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Έθνος, εθνικισμός και μαρξισμός: Μια ‘’παλιά’’ επίκαιρη συζήτηση


H αστική τάξη και το πολιτικό-ιδεολογικό της προσωπικό κατά κανόνα-με εξαίρεση το φασισμό-δεν ταύτισε και δεν ταυτίζει την προώθηση των στρατηγικών της επιλογών μ’ένα εθνικιστικό σχέδιο, αλλά με την ''προαγωγή του εθνικού συμφέροντος, την υπεράσπιση της πατρίδας''. Αξιώνει την εθνική συναίνεση στην κανιβαλική εκστρατεία που έχει  εξαπολύσει εναντίον των εργαζομένων.

Ένα από τα ακανθώδη ζητήματα που <<ταλαιπώρησε>> το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα σ’όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και <<επανεμφανίζεται>>   με πρωτότυπο τρόπο στο έδαφος της σύγχρονης ιστορικής κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπήρξε εκείνο της διαλεκτικής εθνικού-ταξικού. Μια μορφή εμφάνισης της διαλεκτικής αυτής είναι η αντίθεση ανάμεσα στο εθνικισμό της αστικής τάξης που δεν εγγράφεται μόνο στο<< σκληρό>> πυρήνα της ιδεολογίας της, αλλά συνιστά αντεικειμενικό, συστατικό στοιχείο του ίδιου του τρόπου συγκρότησης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και το διεθνισμό που ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές δυνατότητες και τάσεις της εργατικής τάξης.

 Έχοντας επίγνωση της πολυπλοκότητας του εν λόγω ζητήματος και του κινδύνου της μονομερούς προσέγγισης θα θέλαμε να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις που αφορούν σε μερικές από τις όψεις του. Το εργατικό κίνημα κατά τον εικοστό αιώνα και σε όλες του τις εκδοχές, η αριστερά στο σύνολο της, ουδέποτε αρνήθηκαν την απερίφραστη καταγγελία του εθνικισμού.

Συγχρόνως, όμως, σε κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης, όταν εκρήγνυντο οι αντιθέσεις και η έφοδος στους ουρανούς αχνοχάραζε, αν δεν ετίθετο στην ημερήσια διάταξη, τότε το κίνημα αυτό και η Αριστερά στρατευόταν εγείροντας τη σημαία του πατριωτισμού, δηλαδή του εθνικού συμφέροντος, διακρινοντάς την ριζικά, βεβαίως, από εκείνη του εθνικισμού.

Όμως η <<επιλογή>> αυτή δεν υπήρξε καθολικού χαρακτήρα. Ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ  και τα  ανίστοιχα ρεύματα του εργατικού κινήματος -όχι πάντα  με ταυτόσημο τρόπο- στην αναμέτρηση τους με την απαιτητική και κρίσιμη αυτή διαλεκτική υιοθέτησαν μια προσέγγιση διαφορετική, ενταγμένη σ’ ένα επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα.                   

Το υλικό αντικειμενικό υπόβαθρο

Γνωρίζουμε ότι η κυρίαρχη ιδεολογία, ως ανεστραμμένη <<αναπαράσταση>> της πραγματικότητας δεν ηγεμονεύει στις υποτελείς τάξεις της κοινωνίας με άμεσο τρόπο, αλλά με τη μεσολάβηση μετασχηματισμένων  μορφών αυτής.

Θεωρούμε ότι, υπό ιστορικά συγκεκριμένες συνθήκες, ο <<πατριωτισμός>> αποτελεί μια διαμεσολαβημένη μορφή υπαγωγής του εργατικού κινήματος στην κυρίαρχη, δηλαδή την εθνικιστική ιδεολογία.  Ο εθνικισμός συνιστά μια ιδιάζουσα στον καπιταλισμό μορφή εμφάνισης ενός φαινομένου που συναντάται σ’όλες τις ταξικές, ανταγωνιστικές κοινωνίες.

Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία μετασχηματισμού του συμφέροντος της κυρίαρχης τάξης σε φαντασιακό, καθολικό συμφέρον της κοινωνίας, όπως έλεγαν οι Μαρξ-Ένγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τα στρατηγικά συμφέροντα της <<προβάλλονται>> ως ανάγκες-συμφέροντα της μισθωτής εργασίας και όλων των λαϊκών τάξεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Η μεταμφίεση αυτή  του ιδιοτελούς, κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος σε <<καθολικό>>, <<εθνικό>> συμφέρον συνιστά το βαθύτερο πυρήνα του εθνικισμού, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις άλλες όψεις του.

Υπό αυτή την έννοια,  η ιδεολογία που επικαλείται το έθνος και τα <<συμφέροντα>> του, δηλαδή η εθνικιστική ιδεολογία, παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της συνοχής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού. 

Αλλά, βέβαια, ο εθνικισμός- όπως άλλωστε και το έθνος- δεν είναι μια ιδεολογία που την <<κατασκευάζει>> αυθαίρετα η αστική τάξη και το κράτος αυτής με σκοπό τη συγκάλυψη της πραγματικότητας που διαφορετικά θα εμφανιζόταν <<γυμνή>> στην ταξική της καθαρότητα στη συνείδηση των υποτελών τάξεων της κοινωνίας. Εδράζεται στα συστατικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη γένεση και αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Πιο συγκεκριμένα εκείνο που, πρωτίστως, διακρίνει-σύμφωνα με το Μαρξ- τον καπιταλισμό από τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και απόσπασης του υπερπροϊόντος, είναι ότι τώρα ο άμεσος παραγωγός ενώνεται με τα μέσα παραγωγής –με τα οποία είναι ήδη αποξενωμένος μέσα από μια μακρά ιστορική διαδικασία- συνάπτοντας ένα συμβόλαιο, ως <<ισότιμο>> και <<ελεύθερο>> υποκείμενο δικαίου με τον αγοραστή της εργασιακής του δύναμης.

Η ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος δεν απαιτεί την προσφυγή στην πρακτική του εξω-οικονομικού καταναγκασμού, όπως συνέβαινε την προκαπιταλιστική περίοδο. <<Ισότιμοι>> κάτοχοι εμπορευμάτων, <<αυτόνομα>> υποκείμενα δικαίου ανταλλάσσουν τα εμπορεύματα τους. Στο πλαίσιο αυτό  της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, η αγορά λειτουργεί ως ο πλέον προνομιακός  <<τόπος>> συγκρότησης μιας <<γενικής>> <<εθνικής>> θέλησης, που ενσαρκώνει ένα <<γενικό>> <<εθνικό>> συμφέρον. Είναι το <<ενιαίο>> συμφέρον των αυτόνομων και ίσων υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή των πολιτών του έθνους να ανταλλάσσουν τα εμπορεύματα τους σύμφωνα με τους κανόνες της ισοδύναμης ανταλλαγής.                   

<< Η σφαίρα της κυκλοφορίας η της ανταλλαγής εμπορευμάτων-θα πει ο Μαρξ- που μέσα στο πλαίσιο της κινείται η αγορά και η πώληση της εργασιακής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία και ο Μπένθαμ. Ελευθερία! Επειδή ο αγοραστής και ο πωλητής  ενός εμπορεύματος, λ.χ της εργασιακής δύναμης συμβάλλονται σαν ελεύθερα, νομικώς ισότιμα πρόσωπα. Ισότητα! Επειδή σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σαν κάτοχοι εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο. Ιδιοκτησία! Επειδή ο καθένας εξουσιάζει μόνο αυτό που είναι δικό του…. Η μόνη δύναμη που τους συνδέει και τους σχετίζει είναι η δύναμη της ιδιοτέλειας τους. Και ακριβώς, επειδή έτσι ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κανένας για τον άλλο, επιτελούν όλοι εξαιτίας μιας προκαθορισμένης αρμονίας των πραγμάτων… μόνο το έργο  του αμοιβαίου τους οφέλους,… του γενικού συμφέροντος>>. (Κ. Μαρξ,Το Κεφάλαιο, τ.1 σελ.188-189, εκδ.Σ.Ε.)

Οι κεφαλαιοκρατικές, επομένως, σχέσεις παραγωγής –οι αστικές κοινωνικές σχέσεις στο σύνολο τους- αναπαράγονται από την ίδια τους τη φύση και βιώνονται από τις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις  ως εθνικά ομοιογενείς σχέσεις μεταξύ ατόμων και ισότιμων υποκειμένων του δικαίου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έθνος συγκροτείται ως μια <<προνομιακή>> << μήτρα>> οργάνωσης και αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.  Όχι ως εξωτερικό δοχείο, υποδοχέας αυτού του τρόπου παραγωγής, αλλά ως συστατικό στοιχείο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στο σύνολο τους.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του αστικού κράτους συνίσταται στη δραστική συμβολή στη διευρυμένη αναπαραγωγή αυτής της εθνικά ομοιογενούς πραγματικότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζονται οι δύο αυτές έννοιες του έθνους και του κράτους.           

Δεν είναι επομένως, ο εθνικισμός ένα <<εργαλείο>> που το χρησιμοποιεί με βουλησιαρχική αυθαιρεσία η αστική τάξη όποτε κρίνει σκόπιμο για να συσκοτίζει την πραγματικότητα. Αυτή  η ανεστραμμένη αντικειμενική πραγματικότητα βρίσκει τη διαμεσολαβημένη αποτύπωση της στην ανεστραμμένη ιδεολογική παράσταση του εθνικού συμφέροντος, την εθνικιστική ιδεολογία.

Βέβαια, το έθνος κατά τη γένεση του, ενσωματώνει και αξιοποιεί ιστορικά προϋπάρχοντα οικονομικο-κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά και πολιτιστικά στοιχεία, όπως άλλωστε και το κεφάλαιο. Αλλά όπως η ύπαρξη των <<προκατακλυσμιαίων>> μορφών του κεφαλαίου δεν αποδεικνύει -όπως έλεγε ο Μαρξ- την υπεριστορικότητα-διαχρονικότητα του τελευταίου, το ίδιο, νομίζουμε ισχύει και για το έθνος.          

 Όσον αφορά τον επιθετικό-επεκτατικό χαρακτήρα του εθνικισμού αυτός πριν απ’όλα δε στρέφεται εναντίον του <<εξωτερικού>> εχθρού, όπως φαντασιώνεται η καθημερινή συνείδηση υπό την ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά εναντίον του εσωτερικού.

Εκφράζει την απεριόριστη επιθετική-επεκτατική τάση του κεφαλαίου εναντίον της μισθωτής εργασίας -σήμερα όσο ποτέ άλλοτε- και όλων των καταπιεζόμενων τάξεων, από τους οποίους αξιώνει την εθνική συναίνεση στην κανιβαλική εκστρατεία που έχει εναντίον τους εξαπολύσει.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η αστική τάξη και το πολιτικό-ιδεολογικό της προσωπικό κατά κανόνα-με εξαίρεση το φασισμό-δεν ταύτισε και δεν ταυτίζει την προώθηση των στρατηγικών της επιλογών μ’ένα εθνικιστικό σχέδιο, αλλά με την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος, την υπεράσπιση της πατρίδας.

Η ρητορική της  αποστροφής έναντι του εθνικισμού είναι η άλλη όψη της υπεράσπισης του στο όνομα του πατριωτισμού.   Μήπως,  την περίοδο που η αστική τάξη της χώρας μας στοιχιζόταν πίσω από το πολιτικό σχέδιο του ‘’εκσυγχρονισμού’’, το κεντρικό πολιτικό της σύνθημα δεν ήταν η οικοδόμηση της ισχυρής Ελλάδας, η προτεραιότητα, δηλαδή του εθνικού συμφέροντος; Και μήπως, σήμερα, στο έδαφος της ιστορικής κρίσης των συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου, η πολεμική εκστρατεία που έχει εξαπολύσει ο αστικός συνασπισμός εξουσίας με σκοπό τη λεηλασία των αναγκών και των δικαιωμάτων των λαϊκών τάξεων μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, δε διεξάγεται στο όνομα της διάσωσης και της ανάκαμψης της πατρίδας, της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος;           

Η επικαιρότητα ενός ζητήματος και μιας διαμάχης

Θα θέλαμε στο σημείο αυτό να θέσουμε μια ερώτηση:  Η παραπάνω προσέγγιση ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι στο έδαφος του σύγχρονου καπιταλισμού μπροστά στη θεμελιώδη αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας εξαφανίζονται όλες οι άλλες αντιθέσεις; Εξαλείφεται, δηλαδή η πολύπλοκη διαλεκτική του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού; Ή, στην καλύτερη περίπτωση, ανάγονται με μονοσήμαντο τρόπο στη βασική αντίθεση;

 Η απάντηση είναι αρνητική με κατηγορηματικό τρόπο. Πεποίθηση μας είναι ότι η δογματική παραγνώριση και παρανόηση της διαλεκτικής εθνικού-ταξικού είναι φιλοσοφικά αβάσιμη και πολιτικά επιβλαβής. Όπως, επίσης ,οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα, για τον κόσμο της εργασίας, μια προσέγγιση της διαλεκτικής αυτής,  που δεν αντιλαμβάνεται τον καθοριστικό ρόλο του ταξικού, ακόμη και υπό ιστορικές συνθήκες εντός των οποίων το εθνικό παίζει  κρίσιμο ρόλο, όπως στην Ελλάδα το 1941-1944.            

Βέβαια υπάρχει και το ακόλουθο ερώτημα: Υπό τις παρούσες ιστορικές συνθήκες, στα όρια της άνισα συναρθρωμένης αλυσίδας των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, στην οποία παρεμβάλλεται και η Ελλάδα, τίθενται και πως ζητήματα εθνικής κυριαρχίας από τη σκοπιά των στρατηγικών συμφερόντων του εργατικού κινήματος; Νομιμοποιείται η ενσωμάτωση από το εργατικό κίνημα διεκδικήσεων που περιβάλλονται το εθνικό ένδυμα; Θα επιχειρήσουμε –πολύ σύντομα- να προσεγγίσουμε τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις μιας απάντησης καταφεύγοντας σε μια ιστορική εμπειρία.         

Το Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1913 δημοσιεύεται μια πολύ ενδιαφέρουσα- και κατά τη γνώμη μας ιδιαίτερα επίκαιρη-μελέτη του Λένιν με τίτλο ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Είναι μια πολιτικο-θεωρητική παρέμβαση που εντάσσεται στην αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει στους κόλπους του ρωσικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος, στις παραμονές του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, με αντικείμενο ακριβώς το εθνικό ζήτημα. Αντιμετωπίζοντας, ο Λένιν  <<παρόμοια>> ζητήματα, υπό τις συγκεκριμένες, βέβαια, ιστορικές συνθήκες, θα υπερασπίσει τις παρακάτω θέσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι θέσεις αυτές διατυπώθηκαν σε μια διαδικασία κριτικής ανασκευής των αντίστοιχων απόψεων τόσο του Όττο Μπάουερ ως εκπροσώπου του Αυστρο-μαρξιστικού ρεύματος όσο και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Στην ίδια εργασία ανασκευάζει εμμέσως, πλην, όμως, σαφώς- όπως θα μας υποδείξει ο Μαξίμ Ροντενσόν στο άρθρο του, Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ, (Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Τ.116,117)- και τις απόψεις που θα διατυπώσει ο Στάλιν στις αρχές του ίδιου χρόνου από τη Βιέννη, για το εθνικό ζήτημα.        

 <<Ιστορικά-θα πει ο Λένιν- η αρχή της εθνικότητας είναι αναπόφευκτη στην αστική κοινωνία και ο μαρξιστής, παίρνοντας υπόψη την κοινωνία αυτή αναγνωρίζει πέρα για πέρα την ιστορική δικαιολόγηση των εθνικών κινημάτων. Για να μη μεταβληθεί, όμως αυτή η αναγνώριση σε απολογητική του εθνικισμού, πρέπει να περιορίζεται αυστηρότατα μόνο σε ότι προοδευτικό υπάρχει σ’αυτά τα κινήματα, έτσι που η αναγνώριση αυτή να μην οδηγήσει σε συσκότιση της προλεταριακής συνείδησης από την αστική ιδεολογία… Είναι προοδευτική η αφύπνιση των μαζών..η πάλη τους ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση, η πάλη για τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του έθνους. Από δω απορρέει η αναντίρρητη υποχρέωση κάθε μαρξιστή να υποστηρίζει τον πιο αποφασιστικό και συνεπή δημοκρατισμό σ’όλα τα σημεία του εθνικού ζητήματος. Το καθήκον αυτό βασικά έχει αρνητικό χαρακτήρα. Το προλεταριάτο, όμως δεν μπορεί να προχωρήσει στην υποστήριξη του εθνικισμού πέρα από αυτό το σημείο, γιατί παραπέρα αρχίζει η <<θετική>> δράση της αστικής τάξης που αποβλέπει στη στερέωση του εθνικισμού>>.

Άλλωστε, όπως θα υποστηρίξει ο Λένιν σε άλλο σημείο στο ίδιο άρθρο , << Το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού είναι μια απάτη. Το δικό μας σύνθημα είναι διεθνικός πολιτισμός του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος>> (Λένιν, άπαντα, τ24 σελ,119, 130-131).               

Μερικούς μήνες αργότερα, ξεσπά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και ταυτόχρονα ξεσπά η μεγαλύτερη -μέχρι τότε- κρίση του διεθνούς εργατικού κινήματος, που θα οδηγήσει και στη ριζική του διάσπαση. Η επαναστατική πτέρυγα του κινήματος κατήγγειλε τότε την πολιτική  της υπεράσπισης της πατρίδας που υιοθέτησε η ηγεσία της Β Διεθνούς, ως πράξη συνενοχής στο σφαγιασμό των προλετάριων για την προάσπιση των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων.

Ο Λένιν μελετώντας βαθύτερα τη διαλεκτική της εποχής-μελέτη που αποτυπώνεται, πλην των άλλων στα προκλητικά ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ – θα επεξεργαστεί και θα υπερασπιστεί την άποψη ότι το εργατικό κίνημα της κάθε χώρας οφείλει να προτάξει την ήττα της δικής του κυβέρνησης, της δικής του πατρίδας στον πόλεμο αυτό. Πολιτική που θα επαληθευτεί με τη νίκη της οκτωβριανής επανάστασης –παρά την τραγική της απόληξη- και την επαναστατική άνοδο της περιόδου 1917-1923. Ταυτόχρονα θα διαφωνήσει ευθέως με τη Ρωσίδα επαναστάτρια και μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος, Ινέσα Αρμάν για το ίδιο θέμα δυόμισι χρόνια περίπου μετά την έναρξη του πολέμου το Νοέμβριο του 1916.    

Η Ρωσίδα επαναστάτρια, επικαλούμενη τη γνωστή φράση των Μαρξ-Ένγκελς στο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, ισχυριζόταν ότι η πολιτική γραμμή της υπεράσπισης της πατρίδας ,υπό τις οποιεσδήποτε ιστορικές συνθήκες, συνιστά αδιανόητη ιεροσυλία για το μαρξισμό και τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Απέδιδε, έτσι στο Λένιν την κατηγορία της ασυνεπούς και αντιφατικής στάσης, αφού κατά τη γνώμη της οι απόψεις του τελευταίου τη συγκεκριμένη περίοδο βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση με τις θέσεις του στην αρχή του πολέμου για το ζήτημα αυτό.

Ο Λένιν θα εκλάβει την κριτική αυτή ως προϊόν μιας αντιδιαλεκτικής ανιστορικής θεώρησης, που δε στηρίζεται στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Συγκεκριμένα θα υποστηρίξει: <<Και, μιλώντας γενικά, μου φαίνεται ότι κρίνετε τα πράγματα λίγο μονόπλευρα και φορμαλιστικά. Πήρατε ένα απόσπασμα από το Κομμουνιστικό  Μανιφέστο (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και σαν να θέλετε να το χρησιμοποιήσετε χωρίς επιφυλάξεις, φτάνοντας ως την άρνηση των εθνικών πολέμων. Όλο το πνεύμα του μαρξισμού, όλο το σύστημα του απαιτεί να εξετάζουμε την κάθε θέση μόνο α) ιστορικά β) μόνο σε σύνδεση με άλλες θέσεις γ) μόνο σε σύνδεση με τη συγκεκριμένη πείρα της ιστορίας…. Ο εργάτης δεν έχει πατρίδα, αυτό σημαίνει ότι α)η οικονομική του θέση δεν είναι εθνική αλλά διεθνής β) ότι ο ταξικός του εχθρός είναι διεθνής γ)οι όροι της απελευθέρωσης του επίσης δ) η διεθνιστική ενότητα των εργατών είναι σπουδαιότερη από την εθνική. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να παλεύουμε για ανατροπή του ξένου ζυγού; Ναι η Όχι; Ο πόλεμος των αποικιών για την απελευθέρωση; της Ιρλανδίας ενάντια στην Αγγλία;>>.( Λένιν, άπαντα τ49 σελ,324-334).                   

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη ανάπτυξη θα λέγαμε ότι εκείνο που ο Λένιν απέρριπτε ήταν η ανιδιαλεκτική αντιϊστορική αναγωγή του συνόλου των αντιθέσεων μιας ιστορικής περιόδου στη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Ο καθοριστικός ρόλος της δεν αναιρεί την ύπαρξη και σχετική αυτονομία των άλλων και στο πλαίσιο αυτό τη διαλεκτική ενότητα και αντίθεση εθνικού-ταξικού. Μόνο που για το Λένιν ο υπέρτατος πολιτικός σκοπός στον οποίο θα πρέπει να υπαγάγονται όλοι οι άλλοι, χωρίς να εκμηδενίζονται, προκύπτει από τη στρατηγική της επαναστατικής ρήξης με τον καπιταλισμό, της εργατικής εξουσίας και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.    

Ιστορικά: Η ελληνική εκστρατεία κατά των Σοβιέτ


Η πρώτη ελληνική συμμετοχή σε ιμπεριαλιστική επέμβαση πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1919 ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Σημαντικές δυνάμεις ναυτικού, στρατού ακόμα και αεροπορίας στάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, στο πλαίσιο της Αντάντ, για να τσακιστούν τα Σοβιέτ. Μαζικές συλλήψεις, ξυλοδαρμοί και εκτελέσεις χαρακτήρισαν τη δράση του ελληνικού σώματος, από το οποίο λιποτάκτησαν εκατοντάδες στρατιώτες.

ΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΕΣ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΥΣ

«Για τη σωτηρία της Ρωσίας και της (αστικής) τάξης».

Ο Ν. Πλαστήρας γράφει αναλογιζόμενος την Οκτωβριανή Επανάσταση: «Τες ημέρες αυτές εξετυλίχθη μπροστά εις τα μάτια μας το τραγικότερο δράμα του αιώνος μας, η ρωσική συμφορά με την ανατροπήν του υπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος, με τον αποδεκατισμόν της ρωσσικής αριστοκρατίας».

Ακραίες διαπιστώσεις; Σε μια εποχή, όπου σύμφωνα με τον Έρικ Χομπσμπάουμ «φαινόταν προφανές ότι ο παλαιός κόσμος ήταν καταδικασμένος. Χρειάζονταν κάποιο σήμα για να ξεσηκωθούν οι λαοί, να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό με το σοσιαλισμό και κατά συνέπεια να μεταβάλλουν τα άνευ νοήματος δεινά του (Πρώτου) Παγκόσμιου Πολέμου σε κάτι πιο θετικό: οι αιματηρές ωδίνες του τοκετού και οι συσπάσεις ενός νέου κόσμου». Η επανάσταση των Μπολσεβίκων ήταν το σήμα.

Τα συνθήματα «ειρήνη – γη – αυξήσεις στους μισθούς – ψωμί» συγκινούσαν το σύνολο των ευρωπαϊκών λαών. Η κατακόρυφη ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος με πρωταγωνιστή το εργατικό κίνημα, συχνά στην καρδιά της πολεμικής βιομηχανίας, οι αντιδράσεις των στρατιωτών, τον Οκτώβρη του 1917, αποκτούν επίκεντρο και επαναστατικό φορέα. Οι δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία κ.λπ.) που βρίσκονται στα στρατιωτικά και οικονομικά τους όρια, αρχικά θα στηρίξουν τον Κερένσκι, που τους εξασφαλίζει την διατήρηση της πολεμικής ρωσικής εμπλοκής και τον αστικό έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων. Όταν οι Μπολσεβίκοι προχωρήσουν στην υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ – Λιτόφσκ (3/3/1918), αφού προηγουμένως όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αρνηθούν την πρότασή τους για «γενικευμένη ανακωχή», η Αντάντ στρέφεται ενάντιά τους. Δεν αναγνώρισαν την επαναστατική κυβέρνηση και ενίσχυσαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις.

Την αποτυχία των Λευκών να καταπνίξουν την επανάσταση, ακολουθεί η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου. Ενώ ο γερμανοαυστριακός στρατός εισβάλλει πρώτος τον Μάρτιο του 1918 φτάνοντας μέχρι τον Καύκασο, η Αντάντ ακολουθεί επικαλούμενη την σωτηρία της Ρωσίας και την διασφάλιση της τάξης. Κανείς δεν αναφέρεται στα τεράστια οικονομικά συμφέροντα που απειλούνται. Οι χθεσινοί εθνικοί εχθροί στρέφονται από κοινού ενάντια στον ταξικό εχθρό.

Eνώ ο Λένιν θέλει να μετατρέψει την «πολεμική κούραση» σε διεθνιστικό πυροκροτητή της παγκόσμιας ή τουλάχιστον της ευρωπαϊκής επανάστασης, ο Ουίλσον αντιπροτείνει τα δεκατέσσερα Σημεία και την Αρχή της Αυτοδιάθεσης, ώστε να παρασύρει τους λαούς με το εθνικιστικό δέλεαρ. Επέμβαση και προβολή του εθνικού ζητήματος είναι η μια όψη του νομίσματος των καπιταλιστών. Στην άλλη βρίσκονται η βίαιη καταστολή του αντιπολεμικού και εργατικού κινήματος. Ακολουθεί η ιμπεριαλιστική μοιρασιά. Στις 23/12/1917 η Ρωσία μοιράζεται σε ζώνες επιρροής. Ιμπεριαλιστές και αντεπαναστάτες συνεννοούνται και περίπου 20 χώρες αποφασίζουν εισβολή τον Μάρτιο του 1918.

Μια αποσιωπημένη πτυχή της ιμπεριαλιστικής επέμβασης είναι η συμμετοχή σε αυτήν των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Όπως τονίζει ο Σ. Χαρατσής, πρόκειται για την πρώτη επέμβαση του ελληνικού στρατού ενάντια στους «στρατιώτες που τους είχαν διδάξει να εκλέγουν οι ίδιοι ποιον ήθελαν για διοικητή και να βάζουν σε ψηφοφορία το αν θα υπάκουαν στη διαταγή να επιτεθούν», «στους χωριάτες που θέλαν να αρπάξουν κομμάτια γης και στους εργάτες που επέμεναν ότι αυτοί πλέον θα έλεγχαν και θα διεύθυναν τα εργοστάσια που δούλευαν». Το σχολικό βιβλίο της Γ’ Λυκείου αφιερώνει δέκα σειρές, η πολύτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών) μία σελίδα, ο Γ. Μαργαρίτης στην Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα απασχολείται με το ζήτημα σε 26 γραμμές. Βεβαίως στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη μνημονεύονται οι μάχες του ελληνικού στρατού σε Χερσών – Σέρμπκα – Οδησσός – Σεβαστούπολις!

Γιατί η Ελλάδα συμμετείχε; Για το αστικό σύστημα προέχει η έκφραση ταξικής αλληλεγγύης. «Εξεγερθήκαμε ενάντια στην τυραννία των Μπολσεβίκων» δήλωσε ο Βενιζέλος στην Βουλή. Η υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας, του αστικού φιλελευθερισμού και κυριαρχίας είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της βενιζελικής πολιτικής. Με την εξαγγελία της αγροτικής μεταρρύθμισης, τις όποιες παραχωρήσεις στο εργατικό κίνημα και τους δημοτικιστές θέλει να σταθεροποιήσει την εξουσία του, να θωρακίσει το πολιτικό σύστημα, να στραφεί μαζί με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενάντια στην επανάσταση.

Η πολιτική «δούναι και λαβείν» για την υλοποίηση της επεκτατικής Μεγάλης Ιδέας έπεται: «ο δρόμος για Θράκη – Μικρά Ασία περνά από Ρωσία». Σε συνομιλία του Πλαστήρα και του επιτελάρχη, συνταγματάρχη Όθωνα διατυπώνονται τα εξής: «Ωραματιζόμεθα και οι δύο μια μεγάλην και ευτυχή Πατρίδα, η οποία θα αντικαταστήση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Εστηρίζαμε όλα αυτά αφ΄ ενός μεν εις την πλήρην αποσύνθεσιν και διάλυσιν του τουρκικού κράτους, αφ΄ ετέρου δε εις την υποστήριξιν των συμμάχων, προς τους οποίους η συμμετοχή μας εις την εκστρατείαν της Ουκρανίας θα δημιουργήσει υποχρεώσεις δια την Θράκην και την Μικράν Ασίαν»!

Ο χαρακτήρας της ιμπεριαλιστικής επέμβασης είναι σαφής και ομολογείται ωμά από τον Πλαστήρα: «όπως σε κάθε εταιρεία μοιράζονται οι συνέταιροι τα κέρδη ανάλογα με τα κεφάλαια που διαθέτει ο καθένας, έτσι και κάθε χώρα που έλαβε μέρος στον πόλεμο αυτό θα πάρη μερίδιο ανάλογο με τη δύναμι που διέθεσε και τα θυσίας που υπέστη»! Αν επιτρέψουν οι συνθήκες, δεν αποκλείεται η διατύπωση ζητημάτων σε Πόντο – Κριμαία. Σε εκείνη τη φάση, σύμφωνα με τον Αυγητίδη, «το 1919-1920 στέλνεται ο λογοτέχνης Ν. Καζαντζάκης μαζί με το συνταγματάρχη Η. Πολεμαρχάκη και άλλους κρητικούς του στενού βενιζελικού περιβάλλοντος, με εντολή να αποτραβήξουν τους Έλληνες της Γεωργίας από τον σοσιαλισμό».

Η Ελλάδα συμμετέχει στις επιχειρήσεις με 13 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, το Α’ Σώμα Στρατού ενισχυμένο από βοηθητικούς σχηματισμούς και την 534 Αεροπορική Μοίρα. Ο Βενιζέλος, που με αρωγό τον ακραίο αυταρχισμό συγκρότησε στρατό για να συμμετέχει στο Μεγάλο Πόλεμο, είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Στο Εκστρατευτικό Σώμα τα στελέχη καλούνται εθελοντικά. Οι μονάδες συμπληρώνονται από στρατιώτες των κλάσεων 1915 – ’18, που προθυμοποιούνται να μετάσχουν στην αντισοβιετική σταυροφορία. Πολιτικοί παράγοντες, ιερείς και Τύπος δίνουν χαρακτήρα «ιερού πολέμου» και διαφώτιζαν ιδεολογικά.

Οι πρώτες μονάδες του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος, που βρίσκονταν υπό γαλλική διοίκηση, μεταφέρονται την 1/1/1919 και αποχωρούν τον Απρίλιο του 1919. Η δράση του Πολεμικού Ναυτικού είχε αρχίσει από τον Νοέμβρη του 1918 και συνεχίστηκε έως τις 15/5/1920 (αποστολή «Ιέραξ» στο Σοχούμ). Ο ιμπεριαλιστικός στόλος προβαίνει σε βομβαρδισμούς, οικονομικό αποκλεισμό της επαναστατημένης Ρωσίας, αποβιβάζει εχθρικές ομάδες για σαμποτάζ και προσφέρει κάθε είδους βοήθεια στους αντεπαναστάτες. Ερωτηματικά προκαλεί η επισήμανση του Σ. Χαρατσή «για τη δράση του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού την περίοδο Απρίλιο – Μάιο 1920, συνδέοντάς την με τη σκοτεινή υπόθεση της συμμετοχής της Τουρκίας στην καθυπόταξη των τριών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας».

Η κατεστημένη ιστοριογραφία εξυμνεί το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα, αλλά η δράση του χαρακτηρίστηκε από βίαιη κατοχική αντίληψη και πρακτική. Μαζικές συλλήψεις, ξυλοδαρμοί, εκτελέσεις με πρόσχημα την κατασκοπεία ή λόγω πολιτικών φρονημάτων, μαζικές σφαγές και βιασμοί, εφαρμογή του δόγματος της συλλογικής ευθύνης (χωριό Καλαντζάκ 27/2/1919). Δίστομο και Καλάβρυτα θυμίζει ο βομβαρδισμός αποθήκης, με εκατοντάδες ομήρους – αμάχους στην Χερσώνα, με εμπρηστικά βλήματα.

Θύμα της βάρβαρης εκστρατείας και η ελληνική κοινότητα. Ο εθνικός ανταγωνισμός της με τους Τατάρους (σφετερισμός γης, βαναυσότητες και αντεκδικήσεις) αλληλοδιαπλέκεται με το σκληρό ταξικό αγώνα που διεξάγεται. Μοιραία, η επιλογή των αστών παραγόντων να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα παίζοντας αντεπαναστατικό ρόλο, υποδεχόμενοι τους κατακτητές και ζητώντας την οργάνωση εθελοντικών αντιμπολσεβίκικων λόχων, την εξέθεσαν ανεπανόρθωτα. Όπως μας αποκαλύπτει ο Γιαννικώστας, οι Έλληνες είχαν καταληφθεί από πανικό, συνωστίζονταν στις προβλήτες αναζητώντας θέση σε κάποιο πλοίο, όμως «εν περιπτώσει εκκενώσεως 2.500 ευπορούντες δέον ν’ απομακρυνθώσι» (4/1/1920).

Σύντομα, εκδηλώνονται αντιδράσεις ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση από τους ίδιους τους στρατιώτες. Το Α’ Γαλλικό Σύνταγμα αρνείται να πολεμήσει και η κορύφωση έρχεται από το γαλλικό στόλο στην Σεβαστούπολη που εξεγείρεται τον Απρίλιο του 1919. Ο ελληνικός στρατός συμμετέχει στην καταστολή της εξέγερσης, δολοφονώντας ναύτες. Απείθεια και άρνηση γίνονται καθημερινά φαινόμενα, ενώ δεν λείπουν οι αυτομολήσεις στον Κόκκινο Στρατό (εκατοντάδες θεωρούνται οι έλληνες στρατιώτες που διάλεξαν αυτό το δρόμο).

Όμως στην ιστορία αυτής της εκστρατείας υπάρχουν και άλλες σελίδες, που αποκαλύπτουν μια διαφορετική στάση των Ελλήνων φαντάρων, που έχουν ως τίτλο λέξεις υπέροχες: αλληλεγγύη, συναδέλφωση, εξέγερση! Στο βορειοδυτικό μέτωπο της Οδησσού, της Μπερεζόφκα-Σέρμπκα, το 2ο Τάγμα του 34ου ελληνικού Συντάγματος αρνείται να χτυπήσει τους Γάλλους συναδέλφους τους που έχουν ξεσηκωθεί και εγκαταλείψει το μέτωπο. Δύο μέρες αργότερα, τη ίδια ελληνική μονάδα περικυκλώνει την σκηνή του διοικητή της, ζητώντας να μεταφερθεί στην Οδησσό και από εκεί πίσω στην Ελλάδα. Το 1ο Τάγμα του 3ου Συντάγματος παραβιάζει τις διαταγές και στέλνεται στην Πόλη. Ολόκληρα τμήματα αρνούνται να επιτεθούν στους μπολσεβίκους, οι στρατιώτες αφοπλίζονται και φυλακίζονται. Η φυλακή της Οδησσού γεμίζει από φαντάρους που αρνούνται να πολεμήσουν τον Κόκκινο Στρατό.

Μάλιστα, σημειώνονται και αυτομολήσεις: ο υπαξιωματικός Παπαδόπουλος μαζί με 70 στρατιώτες πέρασαν στον Κόκκινο Στρατό. Ενδεικτικός εξάλλου είναι ο αριθμός των εξαφανισμένων: από τις συνολικές απώλειες του ελληνικού στρατού (1055), το 40% είναι εξαφανισθέντες. Ο Κ.Αυγητίδης αναφέρει ότι «όταν γινόταν η εκκένωση της Οδησσού, οι στρατιώτες της 7ης Ουγγρικής Μεραρχία, τους περισσότερους αξιωματικούς τους πέταξαν από το τρένο, με αποτέλεσμα 20 αξιωματικοί να σκοτωθούν»! Είναι γεγονότα που επιβεβαιώνουν την επιλογή για Δράση και μέσα στο αστικό στρατό, αμφισβητώντας την πολεμοκαπηλεία και τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Γεγονότα που αναμφίβολα τροφοδότησαν την σημαντικότατη παρέμβαση της Αριστεράς αργότερα στο Μικρασιατικό Μέτωπο.

Το άδικο της επίθεσης, το αδιέξοδο της επέμβασης, η άρνηση του φαντάρου να πολεμήσει, η ηρωική αντίσταση του σοβιετικού λαού προκαλούν την αλληλεγγύη εκατομμυρίων εργατών. Πάνε εθελοντές στον Κόκκινο Στρατό, επιβάλλουν την ατιμωρησία των φαντάρων που καταδικάζονταν σε θάνατο. Όταν εξεγέρθηκαν οι Γάλλοι ναύτες στη Μαύρη Θάλασσα, σε όλη τη Γαλλία ξέσπασε ένα πελώριο κύμα αλληλεγγύης. Μάλιστα, συγκροτήθηκε επιτροπή υπεράσπισης των ναυτών, που απαιτούσε τη γενική τους αμνήστευση. Με απεργίες μπλοκάρουν την πολεμική βιομηχανία και τις μεταφορές. Οι Ιταλοί εργάτες έφεραν στο στήθος τους μενταγιόν που έγραφαν: «από την Ανατολή βγαίνει το φώς». Στη Γερμανία σπουδαιότατη ήταν η δράση του Συνδέσμου Σπάρτακος ανάμεσα στον λαό, αλλά κυρίως στον στρατό αυξάνοντας τις αρνήσεις των Γερμανών στρατιωτών. Ο σκληρός αγώνας ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία είναι και δικός τους. Η απειλή ανατροπής των κυβερνήσεων (θύμα της ο Βενιζέλος), ο κίνδυνος του Μονάχου, Βερολίνου, Ουγγαρίας κ.λπ. τους υποχρεώνει να αποχωρήσουν.

Η ιστορία καταγράφει ως νικητές τον επαναστατημένο λαό, τους κατασυκοφαντημένους Μπολσεβίκους, όλο τον κόσμο της εργασίας.

ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Ταινίες και ντοκυμαντέρ του κινήματος

Με αυτή τη ανάρτηση ξεκινάμε ένα αφιέρωμα μέσω προβολών, παραθέτοντας πρόσφατα και παλαιότερα ντοκιμαντέρ και ταινίες για τη ιστορία και τους αγώνες του ελληνικού και παγκόσμιου εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Για αρχή έχουμε τρία ντοκιμαντέρ για το ελληνικό κίνημα. Ένα που έγινε πριν λίγες μέρες για την
ηρωική απεργία των εργαζόμενων στην ελληνική χαλυβουργία που βρίσκεται στην 77η μέρα και δύο ιστορικά για την εξέγερση του πολυτεχνείου και τους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες μετά την πτώση της χούντας.

1) To ντοκιμαντέρ για την απεργία των Χαλυβουργών δημιουργήθηκε από την ομάδα "Διακόπτες" στο πλαίσιο της "Συνέλευσης Σωματείων Βάσης, εργατικών ομάδων και συνελεύσεων, άνεργων, εργαζόμενων"




2) Το ντοκιμαντέρ «Ο Αγώνας, κοινωνικοί και εργατικοί αγώνες 1974-1980» αποτελεί ένα πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο των αγώνων της εργατικής τάξης εκείνης της περιόδου.

Η ταινία υπογράφεται απλά «μια ταινία των έξι». Το ντοκιμαντέρ αυτό (εξαιρετικά επίκαιρο στην εποχή μας) αναφέρεται στους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες λίγο μετά την πτώση της χούντας. 

Η δικτατορία είχε απαγορεύσει όλες τις απεργίες και εργατικές κινητοποιήσεις, όπως φυσικά και την ύπαρξη κομμάτων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μετά την πτώση της να ξεσπάσουν αυθόρμητοι εργατικοί αγώνες που δεν ελέγχονταν από τα κομματικά επιτελεία. Αυτοί οι αυθόρμητοι και αυτοοργανωμένοι αγώνες που πολλές φορές έπαιρναν και τα χαρακτηριστικά άγριων απεργιών–καταλήψεων, έφτασαν λίγο πολύ να διεξάγονται μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του΄70.

Από κει και πέρα άρχισε ο κομματικός εναγκαλισμός των σωματείων από όλα τα κόμματα με στόχο τη διαχείριση της εργατικής τάξης μέσα στα όρια του συστήματος. Τις συνέπειες αυτής της διαχείρισης τις ζούμε μέχρι σήμερα. Παράλληλα το ντοκιμαντέρ αυτό είναι επίκαιρο, γιατί δείχνει με εμφανή τρόπο τους πρώτους αγώνες που έκαναν μαζί Έλληνες και ξένοι εργάτες.


3) Οι «Μαρτυρίες» του Νίκου Καβουκίδη, αποτελούν ένα πολυσήμαντο κινηματογραφικό χρονικό της περιόδου που αρχίζει με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973 και φτάνει ως και τον Αύγουστο του 1975.

Ο κινηματογραφιστής καταγράφει, με συγκινησιακή φόρτιση κι εκφραστική δύναμη, σημαίνουσες στιγμές και γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνη την εποχή, όπως η κηδεία του Κώστα Βάρναλη, η απεργία πείνας του Βαγενά, η επιστροφή των αγωνιστών από τις εξορίες και τις φυλακές, οι πρώτες μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις και η σταδιακή συγκρότηση του μεταπολιτευτικού αστικοδημοκρατικού πολιτικού σκηνικού.

Ανατρέχει στο παρελθόν για να διαφωτίσει ιστορικά τη σύγχρονη ιστορική συγκυρία. Επίσης το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει την πρώτη δημόσια εμφάνιση των θωρακισμένων της Χωροφυλακής (τις λεγόμενες "αύρες του Καραμανλή" ) στις 7 Φεβρουαρίου του 1975 κι εκτεταμένα πλάνα από τις συγκρούσεις ΜΑΤ-οικοδόμων στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους.

Η επανάσταση στη Γερμανία και η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ

Στις 15 Γενάρη του 1919 δολοφονήθηκαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.


Με την πράξη αυτή σφραγίστηκε η προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης από τους σοσιαλδημοκράτες, σε μια εποχή όπου δεν έκρυβαν πια ότι έχουν περάσει για τα καλά με το μέρος της αστικής τάξης. Η δύναμη που είχε ως αποστολή τη χειραγώγηση και την υποταγή του εργατικού κινήματος στο κεφάλαιο, με κάθε μέσο. Γι' αυτό και έγινε η πολιτική δύναμη του κεφαλαίου, διεθνώς, που ιστορικά μπορεί να καυχιέται ότι ως κυβέρνηση πέρασε τα πιο άγρια αντεργατικά μέτρα σε όφελος των μονοπωλίων. Η δύναμη που συνέβαλε τα μέγιστα στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Και συνεχίζει το ίδιο ως τις μέρες μας.

Η δολοφονία των Λίμπκνεχτ - Λούξεμπουργκ δεν ήρθε στα ξαφνικά. Είχε προηγηθεί η εργατική επανάσταση του 1918 στη Γερμανία, η ίδρυση του ΚΚ Γερμανίας σαν γέννημα ακριβώς των ίδιων των αναγκών της επανάστασης που τελικά καταπνίγηκε στο αίμα από την αστική τάξη. Σήμερα που διάφοροι δήθεν απορούν για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς αυτή πλέον ανοιχτά ταυτίζεται πολιτικά με τη βία που ασκείται σε βάρος της εργατικής τάξης υπό το καθεστώς της δικτατορίας των μονοπωλίων, τα γεγονότα εκείνης της περιόδου προσφέρονται για την εξαγωγή πλήθους συμπερασμάτων χρήσιμων για την επαναστατική πάλη και σήμερα.

Ας δούμε την ιστορία από την αρχή. Στις 3 του Νοέμβρη του 1918 άρχισε η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο. Ηταν η αρχή της επανάστασης στη Γερμανία. Μια σειρά από αντικειμενικές συνθήκες εκείνη την περίοδο δημιουργούσαν κατάσταση επαναστατικής κρίσης. Δηλαδή, οι λαϊκές μάζες να μη θέλουν άλλο τη διακυβέρνηση του παλιού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν μαζική επαναστατική πάλη από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων και τμημάτων του στρατού και του ναυτικού. Υπήρχαν δηλαδή σημάδια επαναστατικής κρίσης, επαναστατικής κατάστασης.
                    Διαδήλωση επαναστατών ναυτών στο Κίελο, το Νοέμβρη του 1918

Ήταν προς το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου που αν και συνεχιζόταν ακόμη, η ιμπεριαλιστική Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη, μ' όλες τις φρικτές συνέπειες για το λαό της. Η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία ήταν τότε το κοσμοϊστορικό γεγονός που σφράγιζε τις παγκόσμιες εξελίξεις από την πλευρά της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών ιδιαίτερα των κρατών που βρίσκονταν σε πόλεμο. Ολ' αυτά μαζί συνέβαλλαν στο να ωθήσουν τους εργάτες και τους στρατιώτες της Γερμανίας σε επαναστατική δράση.
                    
                           Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και το ξέσπασμα

Το τέλος του πολέμου βρίσκει τη Γερμανία σε κατάσταση όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Η βιομηχανία ήταν κατεστραμμένη, υπήρχε πτώση της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων. Ταυτόχρονα, οι αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα. Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών, ανέδειχνε την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.

Έτσι, στα 1918 ξέσπασαν μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις. Συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστη μια τόσο μεγάλη έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918:

«Η γερμανική αστική τάξη και η γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».

Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δόθηκε στις 28 του Οκτώβρη 1918 όταν η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να επιτεθεί στους Αγγλους, τη στιγμή που ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία, με κίνδυνο να καταστραφεί ο στόλος και κυρίως να χαθούν 80.000 ναύτες, παιδιά του λαού χωρίς λόγο.

Έτσι τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενώ μια αντιπροσωπεία τους πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η διοίκηση απάντησε με διώξεις των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29 ναύτες.

Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών. Όμως, πέρασαν με το μέρος των εξεγερμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.
                                 Επαναστάτες στο Βερολίνο με τα όπλα στους ώμους


Η επαναστατική φλόγα που άναψε στο Κίελο διαδόθηκε σ' όλη τη Γερμανία. Σε πολλές πόλεις γίνονται λαϊκές κινητοποιήσεις και δημιουργούνται σοβιέτ, όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι τοπικοί άρχοντες του στέμματος. Η Γερμανία εκείνη την εποχή είχε αυτοκράτορα.

Στις 9 του Νοέμβρη 1918, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, διεκδικώντας τερματισμό του πολέμου, να φύγει η μοναρχία, ψωμί, ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες, τα παιδιά τους. 

Η διαδήλωση, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος» (κομμουνιστική φράξια στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας που προήλθε από διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.

Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου. Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών, στη θέση του πρωθυπουργού. 

Στις 12 το μεσημέρι, ο Εμπερτ ήταν ήδη ο αρχηγός της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του, λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα, στα απομνημονεύματά του, ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό του Εμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».

Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων λαϊκών δυνάμεων ο άλλος ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας. Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. 

Την ίδια μέρα από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου». 
Μπροστά στην κυβέρνηση έμπαινε το ζήτημα της καταστολής της επανάστασης.
 Ο Καρλ Λίμπκνεχτ

                                      
                                                 Η οργάνωση της αντεπανάστασης

Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομήχανους και ιδιοκτήτες μονοπωλίων υπέγραψε με τους ηγέτες (αποτελούνταν από συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες) της Γερμανικής Γενικής Ενωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων μια συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ήταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Με τη συγκεκριμένη συμφωνία αναγνωρίζονταν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις μόνον τα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι εργάτες στην πορεία της επανάστασης - τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι, της οκτάωρης εργάσιμης μέρας και των συλλογικών συμβάσεων. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμη πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Έτσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν ουσιαστικά την ταξική πάλη.

Με τη σειρά της, η κυβέρνηση Εμπερτ στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα,ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Μια τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή που είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού. Στόχος η συγκάλυψη της αντεπαναστατικής συμφωνία της σοσιαλδημοκρατίας με τους κεφαλαιοκράτες, τους γιούνκερ και την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.

Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί, σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα «εθελοντών». Ετσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Ερχαρντ, η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή και ο πόλεμος τους είχε γίνει ένα συνηθισμένο επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η αντεπανάσταση να συντρίψει την επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.

Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ενωση του Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας». Το συγκεκριμένο κόμμα, μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας με την αντεπανάσταση, την οργάνωναν. Οργανωμένο αυτοτελές Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας δεν είχε ακόμη ιδρυθεί. Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά.
                                                            Η Ρόζα Λούξεμπουργκ


Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Οι εργάτες, απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», όρμησαν στο κέντρο της πόλης, απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και σκόρπισαν τους αντεπαναστάτες. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας!». Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.

Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι σοσιαλδημοκράτες, μην τολμώντας να εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά, αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για σκοπούς πέρα για πέρα αντίθετους από την ουσία των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών.
                                                Εξεγερμένοι της ομάδας «Σπάρτακος»

                                                 
                                                        Το συνέδριο των Σοβιέτ

Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288 σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχαν εντολή να πάρουν μέρος στο συνέδριο. Στο συνέδριο έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά το συνέδριο δεν την έκανε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την επανάσταση. Αλλωστε, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με τους σοσιαλδημοκράτες, πολύ περισσότερο δε και κάτω από το γεγονός της μη ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο τρόπος δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν' αλλάξει την κατάσταση.

Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.

Αλλά η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Τους σοσιαλδημοκράτες τούς ενίσχυαν και οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που, έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης με μοναδικό αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί και να δυσφημιστεί η ιδέα των Σοβιέτ.

Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις αόριστες κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των σοσιαλδημοκρατών για να συγκληθεί Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση.

                                                    Η εξουσία στο κεφάλαιο

Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν στην επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Και πρώτα πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις ένοπλες δυνάμεις του που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία, που αριθμούσε περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για τη λύση της διαφοράς αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 του Δεκέμβρη στο φρουραρχείο του Βερολίνου. Την ώρα που διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο Βελς μια περίπολος του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της ομάδας των ναυτών που συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες σκοτώθηκαν και τρεις τραυματίστηκαν βαριά. Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον Βελς και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής.

Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η κυβέρνηση, αφού συγκέντρωσε μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό άρχισε ο κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε σ' αυτή της την ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.

Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους στρατιωτικούς είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών να ξεκόψουν από το συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο οποίο ανήκαν σαν φράξια.

Οι ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος, αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από το Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού. Τις θέσεις των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση τις πήραν οι σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και Βίσελ.

                                                         Ιδρύεται το ΚΚΓ

Το ξετύλιγμα των επαναστατικών γεγονότων έβαζε ολοένα και με πιο μεγάλη οξύτητα μπροστά στους ηγέτες της «Ενωσης του Σπάρτακου» το πρόβλημα δημιουργίας ενός Επαναστατικού Κόμματος. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι δεν μπορούσαν να καθοδηγήσουν τα επαναστατικά γεγονότα και την τροπή που πήραν σαν φράξια στους ανεξάρτητους. Μάλλον άργησαν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αναγκαιότητα.

Στις 14 του Δεκέμβρη η εφημερίδα των Σπαρτακιστών «Ρότε Φάνε», δημοσίευσε την προγραμματική προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου». Η προκήρυξη αυτή έβαζε καθήκον τον αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με σκοπό να νικήσουν η εργατική τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και να σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη και τα εξής άμεσα αιτήματα: Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να οργανωθεί πολιτοφυλακή από εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα ανθρακωρυχεία και η βαριά βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να καταργηθούν τα χωριστά γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι αξιωματικοί και όλες οι ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων.

Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της «Ενωσης Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα. Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη, άρχισε τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Σ' αυτό πήραν μέρος 83 αντιπρόσωποι από 46 τοπικές Οργανώσεις, 3 αντιπρόσωποι της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», 1 αντιπρόσωπος της νεολαίας και 16 προσκαλεσμένοι. Το συνέδριο άκουσε την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ «Η κρίση στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ανάγκη να ιδρυθεί Κομμουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία» και ενέκρινε μια απόφαση που έλεγε πως η «Ενωση Σπάρτακου», σπάζοντας τους οργανωτικούς δεσμούς της με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, συγκροτείται σε ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα με τον τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» («Ενωση Σπάρτακου»).

Η κύρια προσοχή του συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η εισήγηση έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη διεθνιστική αλληλεγγύη προς τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για την αντισοβιετική πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Το συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο προς τους «Ρώσους συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των καταπιεζόμενων όλων των χωρών». Το χαιρετιστήριο αυτό ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής: «Η συναίσθηση πως οι καρδιές σας χτυπούν για μας δίνει δύναμη και ενεργητικότητα στον αγώνα μας. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!».

Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος το συνέδριο ενέκρινε την προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου».
Στο συνέδριο δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα σωστά. Ετσι τα μέλη του συνεδρίου υποτίμησαν το ρόλο της αγροτιάς ως σύμμαχου του προλεταριάτου και γι' αυτό το συνέδριο δεν κατάρτισε αγροτικό πρόγραμμα. Το συνέδριο εξουσιοδότησε την Κεντρική Επιτροπή της «Ενωσης Σπάρτακου» να εκτελεί καθήκοντα Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος έως το επόμενο συνέδριο του κόμματος.

Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας είχε τεράστια διεθνή σημασία. Το γερμανικό εργατικό κίνημα αποκτούσε κόμμα με επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα που αναγνώριζε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οπως είχε δηλώσει στο συνέδριο η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «τώρα είμαστε πάλι με τον Μαρξ». 

Οι επαναστατικές δυνάμεις σε πολλές χώρες επηρεάστηκαν ουσιαστικά και από το ότι παγκόσμια γνωστοί παράγοντες του εργατικού κινήματος, όπως ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Β. Πικ και ο Φ. Μέρινγκ, ξέκοψαν οριστικά από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη είχε επέλθει η διάσπαση στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία με επίκεντρο την εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου (ιμπεριαλιστικός) και την ταχτική της σοσιαλδημοκρατίας στον πόλεμο, όπου οι σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσά τους και οι Γερμανοί με τον Κάουτσκι, πέρασαν με την αστική τους τάξη και την ταχτική της «άμυνας της πατρίδας», ενώ απ' όλες τις πλευρές ο πόλεμος γινόταν για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. 

Οι μαρξιστές με επικεφαλής τον Λένιν χάραξαν την ταχτική της μετατροπής του πολέμου από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της σε κάθε χώρα σε εμφύλιο, ενάντια δηλαδή στην αστική εξουσία για την ανατροπή της, ταχτική που δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Και διεξαγόταν οξύτατη διαπάλη στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, ανάμεσα σ' αυτούς που πέρασαν με την αστική τάξη και στους συνεπείς μαρξιστές.

Ετσι η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας έπαιξε μεγάλο ρόλο στο προτσές της ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Οταν η "Ενωση Σπάρτακου" ονόμασε τον εαυτό της "Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας", τότε η ίδρυση μιας πραγματικά προλεταριακής, μιας πραγματικά διεθνιστικής, μιας πραγματικά επαναστατικής Γ' Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κατέστη γεγονός. Τυπικά η βάση αυτή δεν είχε ακόμη κατοχυρωθεί, αλλά στην ουσία η Γ' Διεθνής τώρα πια υπάρχει».
                                                    Η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε ομιλία της

                                                        Αντεπαναστατική επίθεση

Μετά και από τις αρνητικές για την εργατική τάξη και την επανάσταση εξελίξεις στο συνέδριο των Σοβιέτ, η αστική τάξη επιτάχυνε τις προετοιμασίες για μια αποφασιστική εκστρατεία εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Τα ένοπλα τμήματα των λεγόμενων εθελοντών, που είχε οργανώσει, άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο. Στις 4 του Γενάρη του 1919 ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, ο αγαπητός στους εργάτες ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης Αϊχγκορν, απολύθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλδημοκράτη Ερνστ. Η πρόκληση αποσκοπούσε να σπρώξει τους εργάτες του Βερολίνου σε μια πρόωρη εξέγερση.

Στις 4 του Γενάρη το βράδυ, σύσκεψη των οργανώσεων των ανεξάρτητων και επαναστατών εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου, όπου πήραν μέρος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος (Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχελμ Πικ), αποφάσισε να μην επιτρέψει την αντικατάσταση του Αϊχγκορν και κάλεσε τους εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε περίπτωση ανάγκης να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε μια επαναστατική επιτροπή δράσης όπου πήραν μέρος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ. Το ίδιο βράδυ η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να υποστηρίξει τους επαναστάτες εκπροσώπους και να πάρει μέρος στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης, γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι' αυτό.

Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η επαναστατική επιτροπή, που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη διάλυση των σωμάτων των λευκοφρουρών, για τον οπλισμό του προλεταριάτου και για την επαναφορά του Αϊχγκορν στη θέση του. Αλλά ταυτόχρονα ρίχτηκε και ένα σύνθημα που γι' αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Η επαναστατική επιτροπή κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της.
Την άλλη μέρα, στις 6 του Γενάρη, ξέσπασε στο Βερολίνο γενική απεργία. Αυτή τη μέρα και τις επόμενες βγήκαν στους δρόμους 500 περίπου χιλιάδες εργάτες. 

Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων που λίγο πριν είχαν ζητήσει την ανατροπή της κυβέρνησης, άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της, δίνοντας έτσι στην αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να συγκεντρώσει ένοπλες δυνάμεις. Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. 

Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Νόσκε ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες»... Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής επανάστασης.

Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» - η λευκή φρουρά του Νόσκε - εισβάλανε στις εργατικές συνοικίες.

                         Οι σοσιαλδημοκράτες εδραιώνουν την αστική εξουσία

Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της απεργίας.
Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. 

Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ., στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.

Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».

Οι πράκτορες των στρατιωτικών της αντεπανάστασης κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα που κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας Ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.

Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.

Η γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν τα 45,5% των εδρών. Τα υπόλοιπα 54,5% των εδρών τα πήραν τα άλλα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.
Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Ετσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Εμπερτ πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. Αυτό έκανε από τότε, αυτό συνεχίζει και σήμερα


Η δολοφονία της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λίμπκνεχτ ήταν ένα τεράστιο πλήγμα, όχι μόνο για το γερμανικό, αλλά και για το παγκόσμιο προλεταριάτο. Την πολιτική σημασία του γεγονότος την έδωσε με ακρίβεια ο Λένιν στις 19 του Γενάρη του 1919, όταν, μιλώντας σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, είπε μεταξύ άλλων («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 434): «Σήμερα στο Βερολίνο η αστική τάξη και οι σοσιαλπροδότες πανηγυρίζουν. Κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Κ. Λίμπκνεχτ και την Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο Εμπερτ και ο Σάιντεμαν, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια έσπρωχναν τους εργάτες στο σφαγείο για ληστρικά συμφέροντα, ανέλαβαν τώρα το ρόλο δημίων των προλεταριακών ηγετών. Το παράδειγμα της επανάστασης στη Γερμανία μάς πείθει ότι η “δημοκρατία” δεν είναι παρά ένα προκάλυμμα της αστικής καταλήστευσης και της πιο άγριας βίας».


Πηγή Ριζοσπάστης

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ: ΚΥΡΙΑΚΗ 29 / 1 / 2012 - 15:00 KΥΠΡΙΟΙ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΕΝΩΜΕΝΟΙ

ΑΦΕΤΗΡΙΑ:  ΣΤΟ ΜΟΛΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ) 

Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού δε θα μπορούσε παρά να αγγίξει και την Κύπρο. Τα αποτελέσματα της επίθεσης που οι καπιταλιστές εντείνουν ενάντια στους εργαζόμενους δεν έχει άλλο σκοπό, από το να ξεπεραστεί η κρίση εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αλλά η αλήθεια είναι αυτή: Εμείς, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, η νεολαία, δε δημιουργήσαμε την κρίση τους. Όπως πάντα τα κέρδη ήταν δικά τους, δικές τους  να ‘ναι και οι ζημιές.

Φορτώνουν σε εμάς τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης, τα χρέη και τα ελλείμματα που το κεφάλαιο δημιούργησε. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση χαρίζει δις στις τράπεζες που συνεχίζουν να αυξάνουν τα κέρδη τους. Η ανεργία αποτελεί πλέον εφιαλτική πραγματικότητα ιδιαίτερα για τη νεολαία, έχοντας φτάσει στο μεγαλύτερο ποσοστό, ενώ οι εργασιακές συνθήκες γίνονται ακόμα πιο σκληρές.

Κι ενώ η κυβέρνηση με τη στήριξη της αντιπολίτευσης επιβάλλει πολιτική λιτότητας με περικοπές και απολύσεις, οι δυνάμεις του κεφαλαίου προσπαθούν να υποτάξουν τις όποιες κοινωνικές αντιστάσεις, με τα εκβιαστικά διλλήματα για το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης μας στο ΔΝΤ. Ταυτόχρονα προσπαθούν να σπάσουν το ηθικό και τη ενότητα της εργατικής τάξης, στοχοποιώντας τμήματα της. Από τη μια έχουμε την επίθεση στους εργαζόμενους του δημοσίου που τους παρουσιάζουν ως δήθεν προνομιούχους και από την άλλη στοχοποιούν τους πιο σκληρά εκμεταλλευόμενους εργάτες, τους μετανάστες.

Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ξεγελιούνται από αυτή τη προπαγάνδα. Ήδη είναι ξεκάθαρο ότι οι περικοπές στο δημόσιο ήταν απλά η αρχή και τώρα η επίθεση επεκτείνεται και στον ιδιωτικό τομέα απειλώντας, ακόμα και στοιχειώδη δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων. Οι μετανάστες από τη άλλη, ζουν σε ένα μεσαιωνικό καθεστώς υπερεκμετάλλευσης που τους έχουν επιβάλει οι κυρίαρχοι. Έτσι οι εργοδότες και το κράτος θέλουν  να αποδυναμώσουν κι άλλο την αξία της εργατικής δύναμης ώστε να μεγαλώσουν τα κέρδη τους.

Ξέρουμε πως εμείς, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, δε θα βρούμε το δίκιο μας αν οι μισθοί των δημοσίων μειωθούν. Ξέρουμε ότι δε θα μπουν στη δικιά μας τσέπη όσα τους κόψουν και ξέρουμε ακόμα καλύτερα, ότι αν η επίθεση ενάντια σε αυτούς περάσει, εμείς θα χάσουμε ακόμα περισσότερα. Ξέρουμε, εμείς οι πιο παλιοί εργαζόμενοι, ότι αν οι νέοι πάρουν χαμηλότερους μισθούς από μας, τότε θα ‘ρθει αργά ή γρήγορα και η δικιά μας η σειρά. Ξέρουμε, εμείς οι νέοι εργαζόμενοι, ότι αν μας πάρουν στη δουλειά με χαμηλότερο μισθό από τον παλιότερο εργαζόμενο που απέλυσαν, με την ίδια ευκολία θα διώξουν κάποτε και μας. Ξέρουμε, εμείς οι Κύπριοι εργαζόμενοι, ότι η εκμετάλλευση των μεταναστών και το φθηνό εργατικό δυναμικό μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να φέρει σε εμάς. Όχι γιατί δε μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε που μας «τρώνε» τις δουλειές, ούτε γιατί θέλουμε να τους υπερασπιστούμε από φιλανθρωπία ή συμπόνοια. Είναι γιατί ξέρουμε ότι όταν ένα κομμάτι των εργαζομένων τυγχάνει μεγάλης εκμετάλλευσης, τότε θα ‘ρθει και η σειρά για το άλλο. Γιατί όταν ένα κομμάτι βρίσκεται σε δύσκολη θέση (πχ. παράνομη διαμονή, ανασφάλιστη και μαύρη εργασία) θα δεχθεί να εργαστεί με πολύ χειρότερους όρους, κάτι που θα αναγκάσει το υπόλοιπο κομμάτι σε υποχωρήσεις. Ξέρουμε επίσης ότι οι συντάξεις μας δε θα κινδύνευαν, αν οι ξένοι εργάτες είχαν κοινωνικές ασφαλίσεις. Αλλά η παράνονη διαμονή, η μαύρη και ανασφάλιστη εργασία δεν υφίστανται γιατί δε μπορούν να παταχθούν, αλλά γιατί ακριβώς συμφέρουν το κεφάλαιο και την εργοδοσία. Για να αποδυναμώνουν συνολικά όλους τους εργαζόμενους. Άραγε λοιπόν, ποιος είναι ο εχθρός;;;

Οι εργαζόμενοι όπου κι αν δουλεύουν, έχουν να κερδίσουν μόνο αν ενωθούν ενάντια σε αυτούς που θέλουν να τους ισοπεδώσουν.  Κύπριοι και ξένοι εργάτες πρέπει να παλέψουν μαζί για ίσα δικαιώματα και κατακτήσεις, η ενότητα είναι ο μόνος τρόπος να έχουν αντίκρυσμα οι αγώνες τους. Αυτή η κατάσταση μπορεί να ανατραπεί μόνο αν υπάρξει άμεση και αποφασιστική αντίσταση στη βάση της ταξικής και συνδικαλιστικής ενότητας και αλληλεγγύης.

Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα ούτε από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς ο ολοκληρωτικός έλεγχος τους από τις κομματικές γραφειοκρατίες, τις έχουν μετατρέψει σε κομματικά όργανα όπου οι βολεμένες ηγεσίες προωθούν τον πελατειακό και ξεπουλημένο διαχειριστικό συνδικαλισμό, που συνήθως συμβιβάζεται ή ακόμα και ταυτίζεται με τα εργοδοτικά συμφέροντα. Όλοι μαζί οι εργαζόμενοι πρέπει να γυρίσουν τη πλάτη σε όλους αυτούς που τους εκμεταλλεύονται και να πάρουν τη κατάσταση στα χέρια τους, να αυτοοργανωθούν παλεύοντας για τις ανάγκες τους. Για να γίνει αυτό πρέπει να δημιουργηθούν σωματεία βάσης όπου θα λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά με γενικές συνελεύσεις και θα έχουν ταξική σύνθεση, δεν θα έχουν θέση εκεί κομματικά στελέχη ή αφεντικά.

Διαδηλώνουμε και φωνάζουμε ότι βρισκόμαστε στο πλάι των ξένων εργατών, απορρίπτοντας και πολεμώντας κάθε φωνή που προσπαθεί να τους ενοχοποιήσει για την κατάσταση που η κρίση δημιουργεί.  Παλεύουμε για τα δικαιώματά τους στην εργασία, την ασφάλιση, τα αξιοπρεπή μεροκάματα και την αξιοπρεπή ζωή ξέροντας ότι παλεύουμε ταυτόχρονα και για μας, τους ντόπιους εργαζόμενους. Καλούμε τους όλους τους εργαζόμενους, γυναίκες και άντρες, νέους και παλιότερους, δημόσιους και ιδιωτικούς υπάλληλους, Κύπριους και ξένους να τολμήσουν να κοιτάξουν στα μάτια τον πραγματικό τους εχθρό και μαζί να πορευτούμε στον αγώνα της διεκδίκησης των κοινών δικαιωμάτων μας.

ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ
ΚΥΠΡΙΟΙ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΕΝΩΜΕΝΟΙ

ΑΝΤ.ΑΡ.Τ.Ε.Σ

Αδέσποτοι Σύντροφοι
Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Λεμεσού
Devicta Limassol
Συντρόφισσες και Σύντροφοι
Αλληλέγγυες και Αλληλέγγυοι



Cyprus could not help but also be affected by the global economic crisis of capitalism.  The result of the attack of the capitalists’ against the working masses has no other purpose than to overcome the crisis at the expense of the social majority.  But the truth is: We, the working masses, the unemployed, and the youths; we were not the cause of their crisis.  As always, the profit was theirs and so should the crisis be; theirs.  They burden us with the capitalistic crisis, the debts and the deficits that the capital has created.  At the same time, the government spends billions on the banks so that they can continue to increase their profits.  Unemployment has become a nightmarish reality; especially for the youth, having reached its highest percentage of unemployment, while the working conditions keep getting harder and worse. Even while the government, with the support of opposition political imposes, austerity, cutbacks and layoffs, the forces of capital trying to subdue any social resistance, with extortionate dilemmas for possible inclusion in our IMF; the government tries to eliminate the morale and unity of the working classes by targeting some of its segments. But on the other hand, we have the elevation of the public employees, showing them as supposedly superior and privileged; and the attack against the foreign workers and the migrants that are targeted, even though they work under the hardest conditions and are the most exploited workers.
            Employees should not be fooled by this propaganda.  It is already clear that cuts in public were just the beginning, and now the attack has gone further into a private level by threatening even the basic rights and achievements of the workers.  Immigrants, on the other hand, living under an almost medieval overexploitation condition imposed by the ‘sovereigns’.  Therefore, the employers and the government aim to weaken the value of labour power even more in order to elevate their profits.
            We know that, we, as private employees, will not be able to claim our rights if the salaries of the public workers are decreased.  We know that the money they lose will not go into our pockets; and that if the attack against them passes, we will lose even more.  The more experienced workers know that if the new employees get a lower salary, there is certainly going be a time when their turn comes.  We, Cypriot employees, know that the exploitation of the foreign employees and the cheap working labour can only do us harm and have negative result.  Not because we cannot compete with those who ‘steal’ our jobs or because we want to support them by mere charitableness or compassion, but because we know that when one part of them is under explicit exploitation, the other part is next.  When one part is in a tough situation (e.g.: illegal stay, uninsured and illegal job), they will agree to work under the worst circumstances, something that will cause the other part to compromise and back down.  We also know that if the foreign employees were socially insured, our pensions would not have been threatened.  However, illegal stay and illegal work remain because the employees cannot confront the employers and that is something that privileges the capital and the employers themselves; their aim being to weaken all the employees on their entirety.  And I wonder; who is the real enemy?  Foreign and Cypriot employees cannot win and their struggling cannot be rewarded unless they all unite and resist those holding the strings for equal rights. This situation can only be altered if there is instant and determined resistance on the basis of class and syndicalism union and solidarity. 
            Employees cannot expect anything from the syndicalism union as the whole control by the party bureaucracies has turned them into party mechanisms where the well-endowed leaders promote customer and managerial ‘deceptive’ syndicalism which usually compromises, or even, identifies to the employers’ interests.  Employees united, should turn their backs on all those who exploit them and take matters into their own hands, and while self-organized, fight for their needs.  For this to be achieved, there have to be basis-organizations which will work with direct-democratic general assemblies and will have class composition where party officials or bosses will not have a place.
            Today, we march and shout that we are on the side of the foreign employees, rejecting and fighting every voice that tries to incriminate the situation that creates the crisis. We are fighting for their rights at work, security, decent wages and decent life, knowing that we fight together for our local workers.  We call on all workers, women and men, young and older, public and private officials, locals and foreigners to dare and look in the eyes of their real enemy and thus, together, move forward in the struggle to claim our common rights. 

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Νίκος Τεμπονέρας: το χρονικό των αγώνων και της θυσίας

21 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη δολοφονία του 38χρονου αριστερού καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα από μέλη της ΟΝΝΕΔ (νεολαία της νέας δημοκρατίας) κατά τη διάρκεια μαθητικών κινητοποιήσεων.
Το φθινόπωρο του 1990, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανακοινώνει πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία που προβλέπει μεταξύ άλλων λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, κατάργηση της δωρεάν παροχής συγγραμμάτων, επιβολή χρονικού ορίου στις σπουδές, πιθανό περιορισμό του πανεπιστημιακού ασύλου, επιβολή ομοιόμορφης ενδυμασίας, έπαρση της σημαίας κ.ά.

Οι πρώτες καταλήψεις ξεκινούν στα τέλη Οκτωβρίου του 1990 ενώ, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, τα υπό κατάληψη γυμνάσια και λύκεια φτάνουν το 70% του συνόλου. Ταυτόχρονα γίνονται πολλές πορείες διαμαρτυρίας με συμμετοχή μεταξύ 10.000 και 30.000 ατόμων, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής.

Η κυβέρνηση ελπίζει ότι το κλίμα θα εκτονωθεί με τις διακοπές των Χριστουγέννων, ενώ ο υπουργός Παιδείας δηλώνει ότι τα προεδρικά διατάγματα δεν θα εφαρμοστούν για ένα τρίμηνο, έως ότου γίνουν «πλήρως κατανοητά» από μαθητές και καθηγητές. Σύντομα, οι τρεις μήνες γίνονται δώδεκα και το νομοσχέδιο τροποποιείται μερικώς, χωρίς αλλαγές όμως στα σημαντικότερα σημεία (πειθαρχικές διατάξεις, περικοπές κ.ά.).

Με το νέο χρόνο, όμως, οι μαθητές και φοιτητές αποφασίζουν τη συνέχιση των καταλήψεων στα ΑΕΙ, τα ΤΕΙ και σε 1.800 από τα 3.014 γυμνάσια και λύκεια της χώρας. Ως απάντηση, ο υπουργός Παιδείας, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, δηλώνει ότι όσοι συμπληρώσουν 50 αδικαιολόγητες απουσίες λόγω των καταλήψεων θα χάσουν τη χρονιά.

Στις 07.01.1991, ημέρα επανέναρξης των μαθημάτων μετά τις γιορτές, οι καταλήψεις συνεχίζονται ενώ η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κηρύσσει στάση εργασίας και καλεί τους καθηγητές να βρίσκονται έξω από τα σχολεία «για να συμβάλουν στην αποτροπή προκλήσεων που ίσως επιχειρηθεί να δημιουργηθούν» καθώς έχει γίνει αντιληπτό ότι ο κομματικός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας έχει κινητοποιήσει ομάδες «αγανακτισμένων γονέων» για να «σπάσουν» τις καταλήψεις.

Από το πρωί της μέρας σημειώνονται μικροεπεισόδια μεταξύ γονέων και καταληψιών, καθηγητών και δημοτικών συμβούλων. Οι καθηγητές αρνούνται να βάλουν απουσίες στους μαθητές και ο υπουργός αποφασίζει την πειθαρχική δίωξή τους, ενώ την επόμενη μέρα, ομάδες ροπαλοφόρων εισβάλουν σε σχολεία και τραυματίζουν μαθητές, υπό τα απαθή βλέμματα των αστυνομικών οργάνων.

Στις 08.01.1991, στις 19.30 το απόγευμα, στην Πάτρα τριάντα στελέχη της ΟΝΝΕΔ Πάτρας, με επικεφαλής τον τοπικό πρόεδρο της οργάνωσης Ιωάννη Καλαμπόκα, επιτίθενται οπλισμένοι κατά των μαθητών στην κατάληψη του Πολυκλαδικού Λυκείου, χωρίς όμως να επιτύχουν να διώξουν τους νέους.

Μία ώρα αργότερα, η ίδια ομάδα επιτίθεται κατά του 3ου Λυκείου και καταφέρνουν να απωθήσουν τους ελάχιστους μαθητές που βρισκόταν στο χώρο. Σε λίγο, συγκεντρώνονται έξω από το λύκειο δεκάδες μαθητές, καθηγητές, γονείς, δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης καθώς και ο δήμαρχος Πάτρας, Α. Καράβολας. 
Τα στελέχη της ΟΝΝΕΔ αρνούνται να υποχωρήσουν από την «αντικατάληψη» και δηλώνουν ότι θα παρατείνουν την κατάληψη του Λυκείου μέχρι αυτό να λειτουργήσει ξανά κανονικά. Σύντομα, τα πνεύματα οξύνονται και αρχίζουν οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών με εκσφενδονίσεις αντικειμένων, ενώ σημειώνονται οι πρώτοι τραυματισμοί.

Γύρω στις 23.30 το βράδυ, ομάδα καθηγητών και γονέων επιχειρεί να μπει στο κτίριο. Με το άνοιγμα της πόρτας τα μέλη της ΟΝΝΕΔ επιτίθενται στον κόσμο με σιδερολοστούς, καδρόνια και τσιμεντόλιθους. Ο καθηγητής μαθηματικών και μέλος του Εργατικού Αντι-ιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ), Νίκος Τεμπονέρας, πέφτει θανάσιμα τραυματισμένος, με ανοιγμένο το κρανίο από το σιδερολοστό του Ι.Καλαμπόκα.

Μεταφέρεται στο νοσοκομείο κλινικά νεκρός και το πρωί της 09.01.1991 παύουν όλες οι ζωτικές λειτουργίες του. Στο νοσοκομείο μεταφέρονται επίσης άλλα τέσσερα άτομα σε σοβαρή κατάσταση και δεκάδες με ελαφρότερα τραύματα. Η ομάδα του Καλαμπόκα εξαφανίζεται ανενόχλητη αφού η αστυνομία κάνει την εμφάνισή της, όταν τα επεισόδια έχουν τελειώσει. Οι αυτόπτες μάρτυρες καταγγέλλουν ως φυσικούς αυτουργούς τον πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου Ι. Καλαμπόκα, το στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Α. Μαραγκό και τον συντροφό τους Σ. Σπίνο.

Τις επόμενες μέρες, η νεανική εξέγερση κλιμακώνεται και δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών συγκρούονται με τα ΜΑΤ στην Πάτρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο υπουργός Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλος παραιτείται. Στις 10.01.1991 κατά τη μεγαλειώδη διαδήλωση 50.000 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας, τα ΜΑΤ επιτίθενται στον κύριο όγκο των διαδηλωτών. Οι συγκρούσεις διαρκούν όλη τη μέρα και, όταν οι δυνάμεις καταστολής επιχειρούν να απωθήσουν τον κόσμο προς το Πολυτεχνείο, οι διαδηλωτές αντιστέκονται και οι συγκρούσεις κορυφώνονται.

Βομβίδες ασφυξιογόνων αερίων των ΜΑΤ προκαλούν πυρκαγιά στο κτίριο που στεγαζόταν το κατάστημα ενδυμάτων «Κ. Μαρούσης», στην συμβολή Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου. Οι πυροσβεστικές δυνάμεις που σπεύδουν στο σημείο για να σβήσουν τη φωτιά δέχονται επίθεση με χημικά αέρια από τα ΜΑΤ και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες, υποφέροντας από σπασμούς λόγω των χημικών. Όταν η πυρκαγιά σβήσει μετά τα μεσάνυχτα, ανασύρονται οι σωροί τεσσάρων πολιτών, μέσα από το κτίριο του καταστήματος.

Η ένταση συνεχίζεται για τα επόμενα εικοσιτετράωρα, με νέες πορείες, καταλήψεις και συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, ενόσω ο Γ. Σουφλιάς, αντικαταστάτης του παραιτηθέντος Β. Κοντογιαννόπουλου στο υπουργείο Παιδείας, αποσύρει τα επίμαχα νομοθετήματα και ανακοινώνει την έναρξη διαλόγου για την Παιδεία «από μηδενική βάση», μέχρις ότου ο Πόλεμος του Κόλπου μετατοπίσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.

Ο συγκατηγορούμενος για τη δολοφονία Α. Μαραγκός, απαλλάχτηκε με βούλευμα, ενώ ο Ι. Καλαμπόκας καταδικάστηκε πρωτόδικα από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου σε ισόβεια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης - ποινή που σύντομα μειώθηκε και στις 2 Φεβρουαρίου 1998 αφέθηκε ελεύθερος λόγω "καλής συμπεριφοράς". Σήμερα ζει και εργάζεται στο Βόλο ως υπεύθυνος παραρτήματος της Εθνικής Τράπεζας.