Τρίτη 31 Μαΐου 2011

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ - ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


Η σημαντικότερη συμβολή του Ερνέστο Γκεβάρα στη μαρξιστική θεωρία είναι ίσως το γεγονός ότι επαναθεμελίωσε την περίφημη ρήση του Λένιν πως "χωρίς επαναστατική θεωρία δε μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα". Έθεσε τις νέες βάσεις πάνω στις οποίες το επαναστατικό κίνημα θα μπορούσε να στηριχθεί και να ανανεωθεί - άλλωστε, γιά τον ίδιο η επανάσταση δεν ήταν ούτε αυτοσκοπός, ούτε αποκλειστικά αντίδραση ενάντια στην καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Η επαναστατική δράση πρέπει να εμπνέεται από τη θεωρία αλλά ταυτόχρονα και να την εξελίσσει, να την προάγει και να την ανανεώνει. "Μιά επανάσταση που δεν προάγεται συνεχώς είναι μιά επανάσταση η οποία παλινδρομεί" γράφει ο ίδιος ο Τσε στο βιβλίο του "Ανταρτοπόλεμος" (Guerilla warfare, 1961). Είναι το σημείο όπου ο ουτοπικός ιδεαλιστής συναντά τον πραγματιστή, αυτόν που αντιλαμβάνεται ότι το πλέον δύσκολο δεν είναι η πραγματοποίηση μιάς επανάστασης αλλά η διατήρηση και εξέλιξη της μέσα στο χρόνο.
Μαρξιστική διαλεκτική και επαναστατική πράξις
Όπως σημειώνει ο Μάικλ Λόουι (1997), η έννοια της ελευθερίας γιά τον Τσε σχετίζονταν λιγότερο με την "ιδιωτικοποίηση της κοινωνίας" που προωθούσε η μπουρζουαζία και περισσότερο με την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την απομόνωση που είχε επιβληθεί λόγω της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας. Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η δομή της επαναστατικής θεωρίας του Γκεβάρα είναι ταυτόσημη με τη διαλεκτική του Μαρξ, η οποία απορρίπτει και τον μεταφυσικό υλισμό αλλά και τον λεγόμενο ουτοπικό εθελοντισμό. Όπως ο Μαρξ, έτσι και ο Τσε στην ουσία απέρριψε το δίλλημα μεταξύ μοιρολατρείας (fatalism)και υποκειμενισμού (subjectivism) θέτοντας ένα ουσιώδες ζήτημα στην αντίληψη περί ιστορίας: την ίδια στιγμή που οι καταστάσεις (κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές) "πλάθουν" τον ανθρώπινο χαρακτήρα, το ίδιο το άτομο δημιουργεί νέες καταστάσεις μέσω της επαναστατικής πράξης και πάλης.
Η "επαναστατική πράξη" για τον Τσε Γκεβάρα δεν περιορίζονταν αποκλειστικά στα όρια της ανατροπής του καπιταλισμού - δεν ήταν μια "οικονομική πάλη" με μοναδικό στόχο την κατάκτηση των μέσω παραγωγής από το προλεταριάτο και τις λαϊκές μάζες. Απώτερος στόχος, όπως αναφέρθηκε στο πρώτο μέρος του άρθρου, ήταν η "αυτο-εκπαίδευση" του ατόμου μέσω της συμμετοχής του σε μια αταξική, σοσιαλιστική κοινωνία. Ο Τσε αντιλήφθηκε τον εξοβελισμό των υπολειμμάτων του καπιταλισμού όχι ως το αυτόματο αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά κάτι που θα προέκυπτε μέσα από έναν ευρύ, μη-συγκεντρωτικό, κοινωνικό σχεδιασμό. Αυτή του η τοποθέτηση άλλωστε τον διαφοροποίησε σημαντικά από τη σοβιετική - και πιο συγκεκριμένα την σταλινική - λογική του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού. Ο αργεντινός επαναστάτης, σε αντίθεση με σοβιετικούς και Ευρωπαίους μαρξιστές του 20ου αιώνα, έδινε ιδιαίτερο βάρος στη σημασία της ύπαρξης πολιτικών και ηθικών κινήτρων τα οποία ήταν αναγκαία για την αλλαγή της συλλογικής αντίληψης των μαζών. Αυτός ήταν ο δρόμος που, σύμφωνα με τον Τσε, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην ιδεολογική ηγεμονία των κομμουνιστικών αξιών.


Η σοσιαλιστική συλλογική αντίληψη και το σοβιετικό μοντέλο
Η - καλώς εννοούμενη - εμμονή του Τσε στην ανάπτυξη και διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεωδών στην κοινωνία είχε ως απότοκο το μεγαλύτερο, εκπαιδευτικού χαρακτήρα, επίτευγμα που έλαβε χώρα στην ιστορία της λατινικής Αμερικής. Ήταν η περίφημη κουβανική εκπαιδευτική καμπάνια (Campana Nacional de Alfabetizacion en Cuba)που εγκαινιάστηκε από την επαναστατική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο. Ο Γκεβάρα υπήρξε από τους θερμότερους υποστηρικτές αυτής της πολιτικής που άλλαξε ριζικά το status-quo του αναλφαβητισμού που κυριαρχούσε πριν το 1959 (περί το ένα εκατομμύριο κουβανοί δεν είχαν πρόσβαση στη βασική εκπαίδευση εξαιτίας ρατσιστικών, ταξικών η και γεωγραφικών διακρίσεων και κοινωνικών αποκλεισμών).
Και σε αυτό το σημείο η θεωρία του Τσε συγκρούεται με τον γραφειοκρατικό "υπαρκτό" σοσιαλισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1966, αναφερόμενος στην περίοδο της ηγεσίας του Ιωσήφ Στάλιν ο Γκεβάρα έγραφε: "Το μεγαλύτερο ιστορικό έγκλημα του Στάλιν ήταν ότι υποτίμησε την κομμουνιστική εκπαίδευση και καθιέρωσε το άκρατο δόγμα της Εξουσίας" (Juan Antonio Blanco, 1996). Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η δόμηση του σοσιαλισμού για τον Τσε δε μπορούσε να είναι ξεκομμένη από συγκεκριμένες και δεδομένες ηθικές αξίες, σε αντίθεση με τις "οικονομίστικες" αντιλήψεις των κυβερνήσεων του Στάλιν, του Χρουτσώφ και των διαδόχων τους . Το καλοκαίρι του 1963 μιλώντας στη γαλλική εφημερίδα L'Express ο Γκεβάρα ξεδίπλωνε την διαφωνία του με τον "υπαρκτό σοσιαλισμό" της ΕΣΣΔ: "Η σοσιαλιστική οικονομία χωρίς κομμουνιστική ηθική δε με ενδιαφέρει. Πολεμάμε τη φτώχεια αλλά ταυτόχρονα και την απομόνωση... Εάν ο κομμουνισμός είναι αποκομμένος από την αντίληψη (σ.σ. την σοσιαλιστική συλλογική αντίληψη), μπορεί να αποτελεί μέθοδο διανομής (αγαθών) αλλά δεν αποτελεί πλέον επαναστατική ηθική". Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι για τον Τσε Γκεβάρα η κοινωνική εκπαίδευση και η δημιουργία μιας σοσιαλιστικής συλλογικής σκέψης συνδέονταν με την ίδια την πολιτική οικονομία.

Εφόσον ο σοσιαλισμός αποσκοπούσε στο να πλήξει τον καπιταλισμό χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα - και τις ίδιες αξίες - του αντιπάλου του, τότε ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Ως εκ τούτου,για το Γκεβάρα, έπρεπε να αναζητηθεί ένας άλλος δρόμος που θα ξεπερνούσε τις πρακτικές δυσκολίες εφαρμογής μιας αληθινά σοσιαλιστικής οικονομικής πολιτικής. Ειδάλλως το κομμουνιστικό οικοδόμημα κινδύνευε να απομακρυνθεί από την πρωτογενή μαρξιστική θεωρία και να καταστεί κακέκτυπο του καπιταλισμού και της, ανθίζουσας τις τελευταίες δεκαετίες, λεγόμενης "μεικτής οικονομίας".

Σπάνιες σημειώσεις του Ερνέστο Γκεβάρα από την περίοδο 1965-1966, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Κονγκό και την Τσεχοσλοβακία και είδαν το φως της δημοσιότητας μόλις το 2006, προσθέτουν ενδιαφέροντα στοιχεία. Από αυτά μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Τσε ερχόταν ολοένα και πιο κοντά στην ιδέα μιάς σοσιαλιστικής δημοκρατίας, δηλαδή ενός δημοκρατικού σχεδιασμού μέσα από τον οποίο οι "μάζες" (όπως ήταν η προσφιλής έκφραση του Γκεβάρα) θα ήταν σε θέση να λαμβάνουν τις κύριες οικονομικές αποφάσεις: "Σε αντίθεση με την ιδέα ενός σχεδιασμού οικονομικών αποφάσεων από τις μάζες,με συναίσθηση των λαϊκών συμφερόντων, μας προσφέρεται ένα υποκατάστατο (placebo), στο οποίο μόνο οι οικονομικοί παράγοντες καθορίζουν τη συλλογική μοίρα. Αυτή είναι μία μηχανιστική, μη-μαρξιστική τεχνική. Οι μάζες πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζουν τη μοίρα τους, να αποφασίζουν ποιος διαμοιρασμός της παραγωγής θα διατίθεται αντίστοιχα με την συσσώρευση (αγαθών) και κατανάλωση. Η οικονομική τεχνική πρέπει να λειτουργεί μέσα στα όρια αυτών των πληροφοριών και η αντίληψη των μαζών να εγγυώνται την εφαρμογή της".

Η εντύπωση ότι ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε αποκλειστικά και μόνο, ένας "ρομαντικός επαναστάτης" είναι μιά λανθασμένη υπεραπλούστευση. Και αυτό διότι ήταν κάτι παραπάνω από ένας ουτοπικός ονειροπόλος ενός νέου, καλύτερου κόσμου. Ήταν ίσως ο μοναδικός μαρξιστής-λενινιστής της εποχής του που κατάφερε να συνδυάσει τον ουτοπικό και επαναστατικό ιδεαλισμό του με τον σοσιαλιστικό πραγματισμό, γεφυρώνοντας ουσιαστικά τη μαρξιστική θεωρία με την πρακτική της επανάστασης.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

 Του Νικόλαου Μόττα.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, γνωστός ως «Che», αποτελεί εδώ και 44 χρόνια το σύμβολο της νεανικής επαναστατικότητας. Της ατίθασης ανυπακοής σε καθεστωτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Πέρα όμως από το καθαρά συμβολικό στοιχείο της προσωπικότητας του Τσε, υπάρχει ένα ιδεολογικό πολιτικό στίγμα το οποίο ο αργεντίνος επαναστάτης άφησε ανεξίτηλο στη μαρξιστική θεωρία. Με λίγα λόγια, πέραν της καθιέρωσης της μορφής του Γκεβάρα ως «συμβόλου επανάστασης», πέραν των t-shirts και των posters, είναι αλήθεια ότι ο Τσε υπήρξε πολιτικός στοχαστής του οποίου οι αντιλήψεις γιά τον μαρξισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την επαναστατική του δράση τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60.
Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του ο Τσε μοιάζει επίκαιρος όσο ποτέ. Ο κόσμος συνεχίζει να χωρίζεται σε εκμεταλευτές και εκμεταλευόμενους, οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές στην παγκόσμια οικονομία γίνονται όλο και πιό επώδυνες γιά τους μη προνομιούχους, ολόκληρα έθνη βυθίζονται στην ύφεση και τα τοκογλυφικά χρέη ενώ οι ιμπεριαλιστικές πρακτικές στο διεθνές πολιτικό στερέωμα καμουφλάρουνται πίσω από «ανθρωπιστικές επεμβάσεις». Ο λόγος της Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο Junius Pamphlet (1915), υπενθυμίζει την επικαιρότητα της σοσιαλιστικής προοπτικής ενάντια σε ένα ολοένα και πιο επιθετικό καπιταλιστικό σύστημα: «Σήμερα αντιμετωπίζουμε την επιλογή ακριβώς όπως προέβλεψε ο Έγκελς πριν από μια γενιά: είτε ως τον θρίαμβο του ιμπεριαλισμού και την κατάρρευση όλων των πολιτισμών, όπως στην Αρχαία Ρώμη, με αποδεκατισμό πληθυσμών, αφανισμό και εκφυλισμό – ένα μεγάλο νεκροταφείο. Είτε ως νίκη του σοσιαλισμού, η οποία σημαίνει την συνειδητή ενεργή πάλη ενός διεθνούς προλεταριάτου κατά του ιμπεριαλισμού και των μεθόδων του τού πολέμου». 

Ελάχιστοι επαναστάτες στην ιστορία έθεσαν στην πράξη την επιλογή που περιέγραφε η Λούξεμπουργκ. Ο Τσε ήταν ένας από αυτούς. Πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα της τότε παραδοσιακής αριστερής σκέψης, ο Γκεβάρα αναζήτησε νέους, πιό ανθρώπινους δρόμους γιά την επίτευξη των στόχων του. Δρόμους που ο ίδιος είχε πειστεί ότι ήταν πιό κοντά στις ηθικές αξίες της κομμουνιστικής ιδεολογίας και πράξης. Ο Τσε απέρριψε τα ανατολικοευρωπαϊκά σοσιαλιστικά πρότυπα τα οποία κυριάρχησαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Στο πολιτικό κείμενο «Ο Σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα» (Socialism and the Man in Cuba), το Μάρτιο του 1965, ο Γκεβάρα έγραφε: «ακολουθώντας τη χίμαιρα να πραγματοποιήσουμε το σοσιαλισμό με τη βοήθεια σάπιων όπλων, κληρονομημένων από τον καπιταλισμό, κινδυνεύουμε να καταλήξουμε σε αδιέξοδο». Για να οικοδομηθεί ο αληθινός κομμουνισμός, πίστευε ο Τσε, είναι αναγκαίο ταυτόχρονα με τις νέες ιδεολογικές και πρακτικές βάσεις του σοσιαλισμού να οικοδομηθεί ο περίφημος «νέος άνθρωπος».
Λαμβάνοντας υπ' όψη τις ανάγκες των χωρών της Λατινικής Αμερικής, ο Τσε αμφισβήτησε τις μεθόδους της τεχνοκρατίας και γραφειοκρατίας που το σοβιετικό σοσιαλιστικό μοντέλο προωθούσε τη δεκαετία του '60. Έτσι απέρριπτε ουσιαστικά την καθαρά "οικονομικίστικη" θεώρηση του σοσιαλισμού, χάρην μιάς περισσότερο πολιτικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία η παραγωγή και η αξία χτίζονται στη βάση κοινωνικών, ηθικών και πολιτικών κυρίως κριτηρίων. Σε αντίθεση με μαρξιστές της εποχής του, ο Γκεβάρα έδειξε απειθαρχία απέναντι στις "ιδεολογικές σταθερές" του Μαρξισμού-Λενινισμού αμφισβητώντας τη θεωρία ότι η οικονομική πραγματικότητα είναι ένα αυτόνομο σύστημα που κυβερνιέται αποκλειστικά από τους δικούς του νόμους και την αξία της αγοράς. Αυτή του η "απειθαρχία" τον εντάσσει στην κατηγορία των μη-δογματικών μαρξιστών. Γιά τον Τσε άλλωστε οι Μαρξ και Ένγκελς - παρά το αδιαμφησβήτητο διανοητικό μέγεθος της φιλοσοφίας τους - δεν κατείχαν το "παπικό αλάνθαστο" που ορισμένοι στο διάβα της ιστορίας τους προσδίδουν. Αντιθέτως, ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν από αυτούς που ανέδειξαν τις αδυναμίες του μαρξισμού και προσπάθησαν να "χτίσουν" πάνω στη βάση της επαναστατικής θεωρίας.

Ο επαναστατικός μονόδρομος και ο νέος άνθρωπος
Ο Τσε Γκεβάρα έβλεπε τον μαρξισμό ως θεωρία-βάση γιά την επανάσταση, με λίγα λόγια ως "πυξίδα" γιά τη δράση. Ο αντιδογματισμός του στηρίζονταν εν πολλοίς στη θεώρηση του γιά τον παιδαγωγικό χαρακτήρα (παιδαγωγικό απέναντι στον ίδιο τον άνθρωπο και τη φύση του) του σοσιαλισμού που οραματίζονταν. Εκεί οφείλεται άλλωστε και η απόρριψη, εκ μέρους του, της σταλινικής διακυβέρνησης και των μεθόδων που επικράτησαν στη μετα-Λενινιστική Σοβιετική Ένωση.  Σύμφωνα με το Γκεβάρα δεν ήταν δυνατό η διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου να έρθει από την εξουσία, απο τα πάνω προς τα κάτω. Χαρακτηριστικά τα όσα έγραψε σε έναν λόγο του το 1960: "Η πρώτη συνταγή γιά την εκπαίδευση των ανθρώπων είναι να εντρυφήσουν στην επανάσταση. Ποτέ μην συμπεραίνετε ότι εκπαιδεύοντας το λαό θα μάθει - μοναχά με την εκπαύδευση και με μιά δεσποτική κυβέρνηση στις πλάτες του - πως να κατακτά τα δικαιώματα του". Η διαλεκτική προσέγγιση της εκπαίδευσης από τον Τσε είχε ως αποτέλεσμα να θεωρεί την διαρκή προσπάθεια γιά γνώση ως πράξη αλληλένδετη με την οικονομική ανάπτυξη.
Άλλωστε, ο ίδιος αντιλαμβάνονταν την ιστορική συγκυρία ως το αρχικό στάδιο μετάβασης προς τον κομμουνισμό. Έγραφε ο ίδιος ο Τσε:
«πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίοδο καθαρά μεταβατική όπως εκείνη που περιγράφει ο Μαρξ στο «Κριτική του προγράμματος του Γκότα και της Ερφούρτης», αλλά μπροστά σε μια καινούρια φάση, που εκείνος δεν πρόβλεψε: την πρώτη περίοδο μετάβασης προς τον κομμουνισμό, ή την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτή κυλά μέσα σε άγριους αγώνες των τάξεων και των στοιχείων του καπιταλισμού που συνεχίζουν να σκιάζουν την πραγματικότητά της». (Ο Σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα, 1965).
Έχοντας λοιπόν ως βάση εκκίνησης τον αγώνα του προλεταριάτου ενάντια στην άρχουσα τάξη και το κεφάλαιο, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού περνούσε μέσα από τη "διαμόρφωση του καινούργιου ανθρώπου και την ανάπτυξη της τεχνικής". Η Λατινική Αμερική, γεωγραφική περιοχή στην οποία "άνθισαν" ουκ ολίγα αμερικανοκίνητα δικτατορικά καθεστώτα, κατέστη σημείο αναφοράς γιά τον αργεντίνο Γκεβάρα.
Ο Τσε ασκούσε δριμεία κριτική στην παράδοση του λεγόμενου "λατινοαμερικάνικου εθνικού ρεφορμισμού", στη δημιουργία δηλαδή δημοκρατικών επαναστάσεων (στην ουσία μεταρρυθμίσεων της εκλογικής διαδικασίας)  οι οποίες έδιναν όμως πρωτεύοντα ρόλο στη μπουρζουαζία της εποχής. Η εμπειρία του κατά τη διάρκεια της κουβανικής επανάστασης τον έπεισε ότι οι εθνικοί κεφαλαιοκράτες δε θα συνενούσαν ποτέ σε αγροτικές μεταρρυθμίσεις και μαζικές κρατικοποιήσεις ιμπεριαλιστικών μονοπολίων. Σε ραδιοφωνική του ομιλία το Μάρτιο του '60 δήλωνε με ξεκάθαρη αποφασιστικότητα: «Για να κατακτήσουμε ένα πράγμα πρέπει να το πάρουμε από κάποιον. Αυτό που πρέπει να κατακτήσουμε, την κυριαρχία της χώρας, πρέπει να το αφαιρέσουμε απ' αυτόν τον κάποιον που ονομάζεται μονοπώλιο. Αν και τα μονοπώλια δεν έχουν πατρίδα γενικώς, έχουν όμως ένα κοινό γνώρισμα: όλα τα μονοπώλια που βρέθηκαν στη Κούβα και που εκμεταλλεύτηκαν την κουβανέζικη γη είναι στενότατα συνδεδεμένα με τις Ηνωμένες Πολιτείες» (Πολιτική και Οικονομική Ανεξαρτησία, 20 Μαρτίου 1960). Γιά τον κομαντάντε λοιπόν, πολιτική κυριαρχία και οικονομική ανεξαρτησία ήταν έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Η μπουρζουαζία όχι μόνο δεν είχε καμία θέση στην επανάσταση, αλλά αποτελούσε σαφή και ευδιάκριτο εχθρό της. Γιά τον Ερνέστο Γκεβάρα η μόνη διέξοδος ήταν μιά σοσιαλιστική επανάσταση βασισμένη σε μιά συμμαχία εργατών και χωρικών που θα απελευθέρωνε τη Λατινική Αμερική από τα δεσμά του ιμπεριαλισμού. Το στρατιωτικό και γραφειοκρατικό σύστημα του κράτους της μπουρζουαζίας έπρεπε να καταστραφεί, διότι αναπόφευκτα θα πρόδιδε το λαό γιά χάρη της καπιταλιστικής ολιγαρχίας.
Σύμφωνα με τον γαλλο-βραζιλιάνο κοινωνιολόγο Μάικλ Λόουι (1997) «γιά τον Τσε η αρχή του αναπόφευκτου του ένοπλου αγώνα πήγαζε ακριβώς από την κοινωνιολογία της επανάστασης: επειδή η επανάσταση είναι σοσιαλιστική μπορεί να είναι νικηφόρα μόνο μέσω ενός επαναστατικού αγώνα». Επομένως η βία ήταν επιβεβλημένη απέναντι σε όσους καταδυνάστευαν (με πολιτικά η οικονομικά μέσα) το λαό, καθώς η δημοκρατία που είχαν επιβάλλει στις λαϊκές μάζες αποτελούσε το προκάλυμμα γιά την ανελέητη λεηλάτηση των οικονομικών του πόρων. Η νέα κοινωνία που θα προέκυπτε μέσα από την επαναστατική λάβα είχε χρέος να ασκήσει βία όχι μόνο γιά την κατάκτηση των μέσων παραγωγής αλλά και "βία" απέναντι στο παρελθόν.
Γιά το Γκεβάρα, η ανεπτυγμένη ατομική συνείδηση που ο καπιταλισμός είχε προωθήσει ήταν αποτέλεσμα μιάς "αγωγής συστηματικά προσανατολισμένης" προς την απομόνωση του ατόμου και την υπερίσχυση των εμπορικών σχέσεων (σε βάρος των ανθρώπινων). Η επαναστατική βία λοιπόν γιά τον κομαντάντε είχε δύο όψεις: την πρακτική, αυτή που ήταν αναγκαία γιά την αλλαγή του καπιταλιστικού status-quo και την ανατροπή του ιμπεριαλισμού και η θεωρητική, αυτή που θα "ξερίζωνε" από τους ανθρώπους την - καπιταλιστικής προέλευσης  - ανάγκη γιά εγωιστική ικανοποίηση των φιλοδοξιών τους σε βάρος της κοινωνίας και του συνόλου. Στη δεύτερη η έννοια της "βίας" είναι βεβαίως συμβολική καθώς στην ουσία αντανακλά την σοσιαλιστική αυτο-διαπαιδαγώγηση του ατόμου, μέσω της οποίας ο Τσε πίστευε ότι θα προκύψει ο νέος άνθρωπος.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Σαν Σήμερα...(από βαθύ κόκκινο)

Η σημερινή ημέρα έχει μεγάλη "ιστορικότητα", καθώς σαν σήμερα το 1911 ο Εμιλιάνο Ζαπάτα ξεκινά την επανάσταση στο Μεξικό. Την εποχή εκείνη το 85% της γης ανήκε στο 2% του πληθυσμού (δεν ξέρω αν αυτός ο βαθμός ανισότητας σας θυμίζει κάτι).


Τι έκανε λέει; Μια χούφτα ολιγάρχες έχουν μαζέψει όλον τον πλούτο, και ο λαός πεινάει; Αν είναι έτσι, τότε ο μοναδικός μονόδρομος που όντως υπάρχει είναι...το να πάρουμε πίσω αυτά που μας ανήκουν, πολεμώντας όσους αντιστέκονται, υπερασπιζόμενοι τους ολιγάρχες και το σύστημα τους

Το Νοέμβριο του 1910, η εξαθλίωση των αγροτών οδήγησε σε μία εξέγερση υπό τον Μαδέρο. Ο Ζαπάτα τάχθηκε στο πλευρό του, πήρε τα όπλα και με σύνθημα «γη κι ελευθερία» ηγήθηκε των επαναστατημένων αγροτών, καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερα εδάφη.

Όταν αντιλήφθηκε ότι το αίτημα για μεταρρυθμίσεις είχε εγκαταλειφθεί από τον Μαδέρο, κατάρτισε το δικό του αγροτικό πρόγραμμα, γνωστό ως Σχέδιο Αγιάλα. Με αυτό απαιτούσε την κατάσχεση της γης απ' όλους τους ξένους και του 1/3 των εδαφών των φεουδαρχών, καθώς και την επιστροφή των εδαφών που είχαν κατασχεθεί από τους ντόπιους. Σύμφωνα με το Σχέδιο Αγιάλα, όλες οι κατασχεθείσες εκτάσεις θα αποτελούσαν κοινοκτημοσύνη των ινδιάνικων κοινοτήτων.


Σταμάτα να κλαις και να υποφέρεις για χατήρι των ντόπιων και των ξένων εκμεταλλευτών σου, και πολέμα τους

Σαν σήμερα όμως, στις 25 Μαίου του 1942, έχουμε και κάτι ακόμα: Ο Άρης Βελουχιώτης συγκροτεί την πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΑΜ, μιας και σε τέτοιου είδους περιστάσεις, οι "ειρηνόφιλοι αγανακτισμένοι" δεν αρκούν. Βέβαια, οι λαοί είναι ανιστόρητοι, και γι' αυτό πρώτα θα δοκιμάσουν κάθε λογής "ειρηνοφιλικά" κινήματα, αλλά εμείς ως κομμουνιστές πρέπει ναι μεν να στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις του λαού απέναντι στην τυραννία της άρχουσας τάξης, αλλά παράλληλα και να τις κριτικάρουμε όταν τους λείπει το πολιτικό σχέδιο, η οργάνωση, και κυρίως η απαραίτητη αποφασιστικότητα ώστε να συγκρουστούν μέχρι τέλους με την άρχουσα τάξη και να την νικήσουν.

Αν δεν αποκτηθούν αυτά τα πράγματα με τη δική μας περέμβαση, τότε "asta la vista baby":


"Είμαι ο...Καπιταλοθρευτής και δεν καταλαβαίνω και πολλά - μόνη αποστολή μου είναι να κινεζοποιήσω τους εργάτες, να αρπάξω τα τρισεκατομμύρια που χρειάζονται οι τράπεζες προκειμένου να μη χρεωκοπήσουν, και δε θα σταματήσω ποτέ αν δεν πετύχω τους στόχους μου, τσακίζοντας όποιον σταθεί στο δρόμο μου. Ειδικά αν είναι και ειρηνόφιλοι, τότε θα προβάλλουν και λιγότερη αντίσταση, άρα θα είναι πιο εύκολη η εξόντωση τους"

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Παρατηρήσεις για την ανάπτυξη του ναζισμού στα σχολεία(άρθρο από ελλάδα)


Γράφει ο Χ-καθηγητής 
 Το φαινόμενο της ανόδου του ναζισμού σίγουρα δεν θα αντιμετωπιστεί με υστερίες. Δεν θέλω να προσθέσω ένα ακόμη τέτοιο κείμενο στη λίστα των όψιμα ανησυχούντων. Για καιρό μέσα στην Αριστερά κυριαρχούσαν λανθασμένες και επιπόλαιες απόψεις για το ζήτημα. Δεν έχει νόημα να τις αναφέρουμε εδώ, εκείνο όμως που μπορούμε να πούμε είναι ότι κάθε μια με τον τρόπο της συνέτεινε στην υποβάθμιση του κινδύνου και στην αναβολή της συστηματικής αντιφασιστικής πάλης.
      Σήμερα που φαίνεται ότι τα πράγματα αλλάζουν -λέω φαίνεται καθώς η ανικανότητα της Αριστεράς δεν σταματά να με εκπλήσσει- καταθέτω αυτό το κείμενο στο διάλογο που ανοίγει.
      Σημειώνω από την αρχή ότι τα όσα θα αναφέρω παρακάτω αποτελούν παραμέτρους μόνο του όλου ζητήματος. Δεν διεκδικώ ούτε το μονοπώλιο στην άποψη ούτε την άποψη επί παντός επιστητού.
      Το επάγγελμά μου, δίνει σε όσους έχουν ανοιχτά μάτια και αυτιά το σπάνιο προνόμιο να είναι σε συνεχή επαφή με τον παλμό της νεολαίας, με τις ανησυχίες της και τις δυναμικές της. Αυτή η νεολαία σήμερα αποτελεί γονιμότατο έδαφος στο οποίο ήδη καλλιεργείται ο ναζισμός.
      Για μεγάλο διάστημα, η εικόνα του μαθητή που προσέγγιζει τις ναζιστικές συμμορίες ήταν μονότονα στερεότυπη. Περιθωριοποιημένα στοιχεία χωρίς επαφή ή διάθεση επαφής με τα υπόλοιπα παιδιά, χαμηλών προσδοκιών και με τάση προς το χουλιγκανισμό. Όσο δυσάρεστη και να ήταν η εικόνα αυτή, ήταν μια κατάσταση από τη φύση της αδύνατο να εξαπλωθεί, να γίνει σημείο αναφοράς.
      Εδώ και λίγα χρόνια αυτό έχει αλλάξει. Τα παιδιά που προσεγγίζουν το ναζισμό είναι τελείως διαφορετικά. Παιδιά με ανησυχίες, με συγκροτημένη απέχθεια για το υπάρχον σύστημα, πραγματικοί ριζοσπάστες. Είναι αυτό ανησυχητικό; Γιατί να μην θεωρηθεί απλά ένα εφηβικό καπρίτσιο;
      Παρακάτω παρουσιάζω έντεκα χαρακτηριστικά του προβλήματος, που δείχνουν ελπίζω τις ποιοτικές αλλαγές σ’αυτό που αντιμετωπίζουμε.
    1. Τα παιδιά αυτά οργανώνονται σε παρέες. Μαθητές που κατά τα άλλα δεν έχουν καμιά σχέση, βρίσκονται στην ίδια παρέα και το παιδί που θα εκφραστεί ανοιχτά  ρατσιστικά/εθνικιστικά κερδίζει αυτόματα την αποδοχή της παρέας ολόκληρης.
    2. Η παρέα αυτή συγκροτείται ιδεολογικά. Πίσω από κάθε φράση των παιδιών αυτών βρίσκονται τα όσα διαβάζουν στις ακροδεξιές ιστοσελίδες. Με μια έννοια, οι σελίδες αυτές αποτελούν το «όργανό» τους.
    3. Υπάρχει αλληλεγγύη και ζήλος στη διάδοση των ιδεών αυτών. Οι «διαβαστεροί» μαθητές αναλαμβάνουν την εκλαΐκευση σε όσους δεν έχουν συνηθίσει να διαβάζουν, αν και οι τελευταίοι δείχνουν μια αυξημένη προθυμία να διαβάσουν εάν πρόκειται για ναζιστικά πονήματα.
    4. Η ναζιστική αφήγηση είναι στα μάτια τους πολύτιμο όπλο. Ένα όπλο που το σύστημα τους το κρύβει. Οι πιο έξυπνοι απ’αυτούς αναλαμβάνουν να αποκαλύψουν στους υπόλοιπους το ότι η κοινωνία και το σχολείο τους λέει ψέματα (δίκιο έχουν!) και να τους μυήσουν στην «αλήθεια». Σε συγκεκριμένα μαθήματα οργανώνουν επιθέσεις-παγίδες. Σύμφωνα με τον γνωστό τρόπο που η ακροδεξιά αντιμετωπίζει την Ιστορία βομβαρδίζουν με ερωτήσεις και δήθεν στοιχεία και στο διάλειμμα εξηγούν τα αποτελέσματα της επίθεσης: «Είδες που δεν ήξερε τι να απαντήσει?, «μας λένε ψέματα σου λέω!», «αυτή η Ιστορία είναι του συστήματος που θέλει να μας αφελληνίσει!»
    5. Υπάρχει επίμονη στοχοποίηση των αριστερών καθηγητών σαν τα κατ’εξοχήν όργανα του κατεστημένου. Σπάνια η παρέα επιτίθεται στο συντηρητικό διευθυντή, αλλά πολύ συχνά στοχοποιεί τον αριστερό καθηγητή, αντιγράφοντας την ιδέα του «Μαρξιστικού Κράτους», της αντίληψης ότι «οι αριστεροί κάνουν ό,τι θέλουν στη χώρα μας». Εδώ που τα λέμε βέβαια, οι αριστεροί συνάδελφοι δεν είναι στην πλειοψηφία τους κανένας δύσκολος στόχος. Όταν η αριστεροσύνη τους εξαντλείται στην αγιοποίηση του Ρίτσου ενώ ξεσκίζονται στα ιδιαίτερα, φέρονται αυταρχικά και συνεργάζονται με τους προϊσταμένους για τη λήξη της κατάληψης, φυσικά δεν είναι δύσκολο να τους καταλογίσεις τουλάχιστον υποκρισία.
    6. Η δράση της παρέας συχνά δεν περιορίζεται στην ιδεολογική κατήχηση. Η παρέα φροντίζει για την κοινωνική απομόνωση πολιτικών αντιπάλων και αλλοδαπών μαθητών, πράγμα που είναι αβάσταχτο ειδικά στις ηλικίες αυτές και στη σχολική καθημερινότητα. Η φυσική βία των θερμόαιμων απέναντι σε αλλοδαπούς επικροτείται πονηρά -για να μην συγκρουστεί με τη διάθεση των πιο μετριοπαθών- σαν άμυνα απέναντι στην προκλητικότητα των «ξένων». «δεν φτάνει που ήρθε ακάλεστος στη χώρα και θα μας πάρει αύριο τη δουλειά, το παίζει και μάγκας».
    7. Με την ίδια συνέπεια που επιδίδονται στην -τυπικά ακροδεξιά- δράση που ανέφερα παραπάνω, συμμετέχουν σχεδόν σε κάθε κινηματική διαδικασία. Από τις εκδηλώσεις της 6ηςΔεκέμβρη τα τελευταία δύο χρόνια μέχρι τα μεγάλα συλλαλητήρια και σε αρκετές περιπτώσεις πρωτοστατούν στις καταλήψεις σχολείων. Για τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά είναι κάτι που προκύπτει αυθόρμητα από το ριζοσπαστισμό τους, όμως για τους πιο μυημένους είναι μια συνειδητή προσπάθεια να οικειοποιηθούν αγώνες ανοργάνωτους και να τους διαστρεβλώσουν.
    8. Αναγνωρίζουν σαν πολιτικό κέντρο αναφοράς τη ΧΑ. Δεν είναι (ακόμη) στρατολογημένοι, όμως τη βλέπουν σαν φυσική ηγεσία τους, σαν πρωτοπορία. Αυτό φαίνεται και στην αυθόρμητη στήριξη στις προεκλογικές καμπάνιες της ΧΑ. Ακόμη και οι μετριοπαθείς της παρέας γράφουν συνθήματα ή κολλούν τα αυτοκόλλητα που τους προμηθεύουν οι πιο μπασμένοι.
    9. Το πάθος με το οποίο οι παρέες αυτές λειτουργούν δεν συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με τη ρουτινιάρικη διεκπεραίωση της κομματικής προπαγάνδας, που διακρίνει τους αριστερούς νεολαίους. Από την κατηγορία αυτή δεν εξαιρείται καμία φυλή της Αριστεράς. Καμία εκδοχή της Αριστεράς δεν γοητεύει και δεν κινητοποιεί τα παιδιά αυτά με τον τρόπο που το κάνει ο ναζισμός.
    10. Στο τελευταίο προστίθεται η ανατριχιαστική αμεσότητα των δράσεών τους. Ο ξυλοδαρμός ενός αλλοδαπού σαν απάντηση στη φήμη εγκληματικής συμπεριφοράς ενός συμπατριώτη του είναι μια άμεση επίθεση σ’αυτόν που αναγνωρίζουν σαν εχθρό, ενώ η συμμετοχή σε μια πανεργατική απεργία τους φαντάζει σαν κάλεσμα σε κηδεία.
    11. Η δράση τους έχει ένα χαρακτηριστικό που στη σημερινή νεολαία είναι πλεονέκτημα. Δεν απαιτούν ανοιχτά την κομματική ένταξη. Σε αντίθεση με τους αριστερούς συμμαθητές τους που είναι όλο «έλα στο μπλοκ μας», «πάρε εφημερίδα» και «μπες στην οργάνωση», οι παρέες αυτές εμφανίζονται πιο ανεκτικές: «Αν κάνεις και λες ό,τι κι εμείς είσαι δικός μας χωρίς άλλους όρους και ανεξάρτητα από τι κόμμα λες ότι υποστηρίζεις».
      Στα παραπάνω θα μπορούσε να προστεθεί η συστηματική δουλειά των φασιστών στους συνδέσμους οπαδών και στους γυμναστικούς συλλόγους (ειδικά των αθλημάτων πάλης/δύναμης) καθώς και η επίδραση στη συνείδηση των παιδιών της ελπίδας επαγγελματικής αποκατάστασης μέσω Στρατού/Αστυνομίας (πολλοί έφηβοι υιοθετούν την ακροδεξιά ιδεολογία σαν εκλογίκευση της μελλοντικής τους επιλογής). Όλα αυτά, στον καμβά μιας καταθλιπτικής κοινωνικής πραγματικότητας (στα μισά πλέον σπίτια υπάρχει και ένας άνεργος), που αδυνατίζει οποιαδήποτε ελπίδα ατομικής ή συλλογικής διεξόδου.
      Τα όσα καταθέτω εδώ, όσο και να το ήθελα, δεν αποτελούν την αυθαίρετη γενίκευση μια μεμονωμένης εμπειρίας. Στα τελευταία τρία χρόνια έχω υπηρετήσει σε δέκα σχολεία με ποικίλα ταξικά χαρακτηριστικά και νομίζω ότι το δείγμα είναι ικανό. Προφανώς, μπορεί κανείς να ξεπετάξει εύκολα τις παρατηρήσεις μου, κατηγορώντας με ότι τις χρωματίζω έτσι ώστε να υπηρετούν υποκειμενικούς πολιτικούς στόχους. Μακάρι να είναι έτσι!
      Τίποτα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόμη, το στοίχημα είναι ακόμη ανοιχτό. Για λίγο ακόμη. Είναι ζήτημα χρόνου και εύθραυστων ισορροπιών το να πάρει όλη αυτή η ζύμωση τα χαρακτηριστικά κοινωνικού ρεύματος. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η Αριστερά που έχουμε δεν μπορεί να ανακόψει το ρεύμα αυτό γιατί απλά δεν εμπνέει. Ούτε η διακήρυξη της απόλυτης αλήθειας, το κάλεσμα προς τη νεολαία να ζήσει μια παράλληλη εμπειρία στις γραμμές του ΚΚΕ, ούτε η ηθική κατάντια και οι ίντριγκες που χαρακτηρίζουν το Σύριζα και δικαιώνουν κάθε φοβία των νεολαίων απέναντι στην πολιτική, ούτε η εμμονές των άπειρων ακροαριστερών σεκτών που στα μάτια των εφήβων μοιάζουν υπερβολικά με τις αντίστοιχες θρησκευτικές σέκτες. Χρειαζόμαστε μια νέα Αριστερά που, για αρχή, θα πιστεύει η ίδια στη δυνατότητα μετασχηματισμού της κοινωνίας. Μια Αριστερά που η Αλληλεγγύη και το πάθος της Απελευθέρωσης θα την ηλεκτρίζει και θα αντανακλάται αυτό στα πρόσωπα και τη στάση των ανθρώπων της.
      Οι επιθανάτιοι σπασμοί του συστήματος τους, η σαπίλα και η παρακμή τους είναι αναπόφευκτο να απαντηθούν από ένα μαζικό κίνημα. Ποιο θα είναι το χρώμα του; Μαύρο ή Κόκκινο;

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

εκλογές και επαναστατική αριστερά


Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες(Καρλ Μαρξ)

Η απάτη του κοινοβουλευτισμού


Κάθε εκλογική διαδικασία αποτελεί μια ευκαιρία για την αστική τάξη και τους πολιτικούς της υπηρέτες να υποστηρίξουν ότι κυβερνούν τη χώρα "δημοκρατικά" και ότι εν πάση περιπτώσει αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία αυτής της κοινωνίας. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το ολοφάνερο αυτό γεγονός; Όσοι τώρα διαφωνούν και αγανακτούν από την πολιτική που ακολουθεί η εκάστοτε κυβέρνηση θα πρέπει να κάνουν υπομονή περιμένοντας την ιερή στιγμή των επόμενων εκλογών για να εκφράσουν τη διαφωνία τους και τελικά, αν επιθυμούν, να αλλάξουν την κυβέρνησή τους.Στη βάση αυτή όποιος προσπαθεί να ανατρέψει την κυβερνητική πολιτική με μέσα που δεν έχουν σχέση με το ψηφοδέλτιο είναι μειοψηφικό αντιδημοκρατικό στοιχείο και ενδεχομένως οπαδός ολοκληρωτικών δικτατορικών λογικών.

Οι απολογητές της αστικής εξουσίας, κάθε φορά που οι εργάτες και γενικότερα η κοινωνική πλειοψηφία των καταπιεσμένων αντιδρά, εκφράζοντας τις διαθέσεις της με άλλα μέσα απ’ αυτά της ψήφου, -εξίσου κατοχυρωμένα για να μην ξεχνιόμαστε από το αστικό Σύνταγμα, όπως η απεργία ή η διαδήλωση-, υπενθυμίζουν την ύπαρξη μιας “κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας” που τους δίνει το “νόμιμο” δικαίωμα στο να εφαρμόζουν τις επιταγές της αστικής τάξης.


Γιατί όμως ο συντελεστής βαρύτητας μιας ψήφου είναι μεγαλύτερος από τη συμμετοχή σε μια διαδήλωση, σε μια απεργία, σε μια κατάληψη, σε ένα κλείσιμο δρόμου ή σε τελευταία ανάλυση σε μια επανάσταση; Σε όλες τις επιστήμες, σε όλους τους κλάδους, στην ίδια τη φύση και την κοινωνία δεν υπάρχουν σαν καθοριστικοί παράγοντες μόνο οι ποσότητες, υπάρχουν και οι ποιότητες, τέλος πάντων ένας κάποιος συνδυασμός τους που διαμορφώνει μια δεδομένη και πάντοτε προσωρινή ισορροπία δυνάμεων. Για παράδειγμα οι ίδιοι οι αστοί διαφορετική βαρύτητα θα δώσουν στον τάδε έγκριτο αναλυτή απόφοιτο του Χάρβαρντ, και διαφορετική σε έναν άνεργο από το Πέραμα. Η ψήφος είναι η πλέον παθητική έκφραση γνώμης. Δεν αμφισβητούμε ότι σε σχέση με την απολυταρχική φεουδαρχική κοινωνία ήταν ένα προχώρημα, η κατοχύρωση των τυπικών πολιτικών δικαιωμάτων. Όμως στην πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση γνώμης.


Οι οπαδοί του κοινοβουλευτισμού αποκρύπτουν την ουσία της δημοκρατίας τους. Και η ουσία είναι ότι "αυτό που υπάρχει σε όλες τις πολιτισμένες καπιταλιστικές χώρες δεν είναι καθόλου η "δημοκρατία γενικά" αλλά η "αστική δημοκρατία". Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια τυπική δημοκρατία που εξαντλείται στο δόγμα ότι όλοι είναι ίσοι μπροστά στο νόμο ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, την ιδιοκτησία και τα αξιώματα που κατέχουν. Ακριβώς εδώ βρίσκεται η απάτη. Εδώ αποκρύπτεται το ταξικό περιεχόμενο της "δημοκρατίας". Όλοι έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους μόνο που η άποψη του κεφαλαιοκράτη φτάνει παντού ενώ του εργάτη φτάνει μόνο στον διπλανό του.


Αυτός που προσδιορίζει τελικά το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της δημοκρατίας είναι η κυρίαρχη τάξη. Η τάξη δηλαδή που δια μέσου της κατοχής της στα μέσα παραγωγής ιδιοποιείται τον πλούτο της κοινωνίας και κατά συνέπεια έχει την υλική δυνατότητα να ελέγχει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς μηχανισμούς του κράτους ή να δημιουργεί και κατευθείαν δικούς της. Το κράτος λοιπόν δουλεύει εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και σε καμία περίπτωση σαν διαιτητής ανάμεσα στους καταπιεστές και τους καταπιεζόμενους.(οπως νομιζουν πολλοι πως κανει τωρα το ακελ που ειναι στην εξουσια)

Γι’ αυτό ακριβώς εκτός από το να είναι ο βασικός ιδεολογικός μηχανισμός που εξασφαλίζει την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, είναι επίσης και ο μηχανισμός που εξασφαλίζει την κοινωνική συναίνεση, εξαγοράζοντας, μέσα από μια δήθεν αναδιανεμητική πολιτική (τα ψίχουλα του κράτους πρόνοιας), όχι μόνο τα μικροαστικά στρώματα αλλά και ένα κομμάτι της πιο καλοπληρωμένης εργατικής τάξης, καλλιεργώντας την πεποίθηση ότι στοιχισμένη πίσω από τα αφεντικά της θα έχει καλύτερη τύχη από τα υπόλοιπα ταξικά της αδέλφια.



Όσο οι καπιταλιστές ελέγχουν τα εργοστάσια, τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και την οικονομική ζωή κρατούν υπό την κυριαρχία τους και όλα τα μέσα προπαγάνδας και αναπαραγωγής της δικής τους (αστικής) ιδεολογίας: Τα σχολεία, τον τύπο, το Ράδιο, την τηλεόραση, τα πανεπιστήμια. Είναι καθαρό ότι όποιος ελέγχει όλα αυτά μπορεί και να διαμορφώνει τη συνείδηση και τη γνώμη εκατομμυρίων ανθρώπων ακόμα και αυτών που ανήκουν στο αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ακόμα και πάμφτωχοι εργάτες, αγρότες ή μικρομαγαζάτορες ψηφίζουν αστικά κόμματα και είναι πιστοί στο αστικό αντιδραστικό τρίπτυχο "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια".


Επιπλέον η οικονομική δύναμη που έχει η αστική τάξη της δίνει μια εκπληκτική δυνατότητα για την εξαγορά συνειδήσεων μέσω ρουσφετιών, επιλεγμένων μικροπαροχών και ψευτοϋποσχεσεων. Στο τέλος τα αφεντικά χρηματοδοτούν με δισεκατομμύρια τις εκλογικές καμπάνιες των αστικών (ακόμα και ρεφορμιστικών) κομμάτων "πείθοντας" και τους τελευταίους αναποφάσιστους ότι δεν υπάρχει άλλη λύση και ότι θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στις γνωστές εναλλακτικές "το μικρότερο κακό" γι' αυτούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι σχεδόν απίθανο η αστική τάξη να βγει χαμένη. Πολύ απλά το παιχνίδι είναι στημένο. Όσο για τις σπάνιες περιπτώσεις που οι κάλπες δεν βγάλουν ότι επιθυμούν τα αφεντικά υπάρχει λύση: Ο στρατός ή έστω η απειλή ενός πραξικοπήματος έτσι ώστε να το ξανασκεφτούν όσοι θέλουν ν' αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση. Κάπως έτσι ξεδιπλώνεται η απάτη του αστικού κοινοβουλευτισμού



Για τους ρεφορμιστές, είναι πολύ φυσικό οι εκλογές να αποτελούν την κυρίαρχη δραστηριότητά τους: Στο γήπεδο των εκλογών θα φανεί πόσοι είναι πεισμένοι για τις αριστερές ιδέες. Θα φανεί πόσο καλή δουλειά έχει γίνει από το “κόμμα”. Εξάλλου η κατάκτηση της πλειοψηφίας είναι απαραίτητος όρος για οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή. Ένας ρεφορμιστής δεν αρνείται στα λόγια την επανάσταση. Μάλιστα γι’ αυτόν η επανάσταση δεν είναι τόσο η διαδικασία, αλλά το αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα με την έννοια της αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων.



Για όποιον όμως έχει την παραμικρή ιδέα από τη σύγχρονη ανθρώπινη Ιστορία καταλαβαίνει ότι μια τέτοια άποψη είναι εντελώς γελοία. Είναι σαν έναν γιατρό που ενδιαφέρεται για την ίαση μιας ασθένειας, χωρίς όμως να μας μιλάει για το αναγκαίο κόστος μιας τέτοιας υπόθεσης που μπορεί να απαιτεί μια δύσκολη εγχείρηση και μια εξίσου επώδυνη θεραπεία. Όπως και να ‘χει πάντως, αυτή η πλειοψηφία που περιμένει, ανώδυνα πάντα, ο ρεφορμιστής δεν έρχεται ποτέ. Ο κόσμος δεν πείθεται, για τους λόγους που περιγράψαμε παραπάνω. Ο ρεφορμιστής τότε ισχυρίζεται, ότι αν μας δούνε οι εργάτες στην εξουσία, έστω σε μερικά υπουργεία, σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, τότε θα δουν τι καλοί που είμαστε και στις επόμενες εκλογές θα μας δώσουν και την απόλυτη πλειοψηφία. Αυτή τη στρατηγική τη δοκίμασε η σοσιαλδημοκρατία από την εποχή του 1900 και την επανέλαβε άπειρες φορές ο ρεφορμισμος σε οποιαδήποτε εκδοχή του, από την πιο δεξιά του την ευρωκομμουνιστική μέχρι την πλέον ορθόδοξη, σαν του ΚΚΕ στη ελλαδα που μέχρι και τώρα υπερασπίζεται τη συμμετοχή του κόμματός του στην κυβέρνηση Τζανετάκη με τη ΝΔ. Αυτή η στρατηγική είχε πάντα δύο προοπτικές. Είτε ένα αστικό αντιδραστικό πραξικόπημα που θα πέταγε τους ρεφορμιστές από την κυβέρνηση, είτε τον εκφυλισμό τους και την ενσωμάτωσή τους στο αστικό πολιτικό παιχνίδι.


Ο περισσότερος κόσμος είναι απομακρυσμένος από την πολιτική, γεγονός που οφείλεται στην αλλοτρίωση από τα μέσα παραγωγής και σε μια γενικότερη αίσθηση που του δημιουργεί η ίδια η αστική προπαγάνδα ότι ο καθένας είναι μόνος του, αδύναμος, σχεδόν ένα ανίκανο σκουλήκι, που το μόνο που έχει να κάνει είναι να τα βάλει με όλους για να επιβιώσει. Η εξατομίκευση αυτή, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αποδοχή του καπιταλισμού, ούτε “αγάπη προς το αφεντικό και καταπιεστή σου”.

Είναι όμως το καλύτερο μέσο για να μην καλλιεργεί κανείς την ταξική του συνείδηση. Έτσι, ενώ στους μικροαστούς τους αναλογεί και μια μικροαστική πολιτική συμπεριφορά, βλέπουμε και μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων να συμπεριφέρεται εξίσου μικροαστικά. Συνήθως μάλιστα αν αφαιρέσει κανείς τους συνειδητούς αντικαπιταλιστές, η υπόλοιπη εργατική τάξη συμπεριφέρεται ταξικά μόνο όταν κινητοποιείται, π.χ. όταν απεργεί. Σε όλες τις άλλες στιγμές μάλλον έχει μια αταξική πολιτική συμπεριφορά γεγονός που αποτυπώνεται στα εκλογικά αποτελέσματα.


Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι υποστηρικτές του συστήματος. Το πράγμα είναι απλούστερο. Οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν τις εκλογές με έναν ευκαιριακό τρόπο, δίνοντας σ’ αυτές, τις περισσότερες φορές μια μειωμένη σημασία, ανάλογη που δίνουν στην πολιτική γενικά, γεγονός που επαναλαμβάνουμε οφείλεται στην εσφαλμένη αντίληψή τους ότι δεν μπορούν να καθορίσουν τις εξελίξεις. Μήπως άραγε δεν είναι κυρίαρχη η αντίληψη ακόμα και σε αυτούς που ψηφίζουν τα κυρίαρχα κόμματα ότι… “άλλοι” αποφασίζουν. Τώρα στο ποιοι είναι αυτοί οι “άλλοι”, οι απόψεις διίστανται. Για κάποιους μπορεί να είναι οι εβραίοι, για άλλους οι αμερικάνοι, για άλλους οι μασόνοι, για άλλους… οι εξωγήινοι, για άλλους μπορεί να είναι και… “θέλημα Θεού”. Για άλλους δεν έχει καμία σημασία ποιος κυβερνάει γιατί σημασία έχει να περνάμε… “καλά”.



Είναι γεγονός ότι αν πάρει κανείς στα σοβαρά τα παραπάνω και είναι και μαρξιστής πιθανόν να απογοητευτεί με το ευρύτερο επίπεδο. Δυστυχώς όμως έτσι σκέφτεται η πλειοψηφία. Εξίσου με ανάλογο τρόπο σκέφτεται όταν κατευθύνεται προς την κάλπη. Και την ευθύνη για όλα αυτά φυσικά και δεν την έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι φτωχομικροαστοί. Την κύρια ευθύνη έχουν οι ίδιες οι υλικές συνθήκες ύπαρξης των καταπιεσμένων που δεν τους αφήνουν κανένα περιθώριο χρόνου να ασχοληθούν με το παρόν και το μέλλον αυτής της κοινωνίας. Θα έλεγε κανείς ότι μια τέτοια ενασχόληση είναι σχεδόν είδος πολυτελείας, και απαιτεί προσωπικές θυσίες για όποιον στρατεύεται εθελοντικά, και όχι επαγγελματικά, σ’ αυτή την υπόθεση. Ας είναι…



Παρόλο όμως το ιδεολογικό χάος που κυριαρχεί στη σκέψη της πλειοψηφίας, το μεγαλύτερό της τμήμα έστω και από ένστικτο ξέρει ότι μέσα από τις εκλογές δεν αλλάζει τίποτα. Ανεξάρτητα από τις απίθανες ερμηνείες που ακούγονται για το ποιος βρίσκεται πίσω από την εξουσία, η ίδια η εξουσία αντιμετωπίζεται ενστικτωδώς σαν εχθρός. Είναι πολύ φυσικό λοιπόν οι εκλογικές διαδικασίες να αντιμετωπίζονται με την ανάλογη σοβαρότητα, δηλαδή σχεδόν με αδιαφορία. Δεν είναι τυχαίο ότι η τάση για αποχή μεγαλώνει, χωρίς αυτό να σημαίνει για μας ότι είναι επαναστατική πράξη. Είναι μόνο μια αυθόρμητη αποστροφή, που σίγουρα όμως απονομιμοποιεί το αστικό κοινοβουλευτισμό. Επιπλέον ο κόσμος αυτός που ενδεχομένως θα ψηφίσει το ένα ή το άλλο κόμμα, όπως θα ψήφιζε και για το ποιος είναι ο καλύτερος τραγουδιστής δεν έχει καμία μα καμία διάθεση να υπερασπιστεί έμπρακτα αυτούς τους λωποδύτες που προηγουμένως ψήφισε.


Επίσης πολλοί θα ψηφίσουν με κριτήριο ποιος θα τους βολέψει ή πιθανόν να τους βολέψει σε μια δουλίτσα. Άλλοι πάλι μπορεί να ψηφίζουν κάποιον για λόγους κοινωνικότητας, ανάλογα δηλαδή με το τι επιβάλει το life style για να ανοιχτεί ή και να κρατηθεί κανείς στους κύκλους, που έχει επιλέξει. Άλλοι πάλι, δεν ψηφίζουν με κριτήριο ποιο κόμμα έχει το καλύτερο πρόγραμμα για την κοινωνία, αλλά ποιο κόμμα ενδεχομένως θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα ατομικά τους συμφέροντα. Βεβαίως για έναν μαρξιστή δεν υπάρχουν ατομικά συμφέροντα ξεκομμένα από τα ταξικά, και επομένως η προηγούμενη οπτική φαντάζει εντελώς γελοία. Το ίδιο όμως γελοία φαίνεται και σε κάποιον μικροαστό η οπτική που ιεραρχεί υψηλότερα τις κοινωνικές από τις ατομικές ανάγκες.



Όλα αυτά δεν τα λέμε με καμία ελιτίστικη διάθεση να υποτιμήσουμε τον κόσμο. Εξάλλου οι άνθρωποι δεν ασχολούνται περισσότερο με την πολιτική απ’ ότι με την οικογένειά τους, την ποδοσφαιρική τους ομάδα, την σαββατιάτική διασκέδαση, τους έρωτές τους, τις μικροχαρές τους και τις μικρολύπες τους, τις εμμονές τους, τις αδυναμίες τους και γενικότερα την καθημερινότητά τους. Ο κάθε άνθρωπος, ακόμα και ένας Αϊνστάιν, έχει έναν ορισμένο –δηλ. όχι απεριόριστο- χρόνο που τον κατανείμει σε διάφορες δραστηριότητες. Όταν ασχολείται κανείς αρκετές ώρες με τα κοινά, τότε τα ταξικά του συμφέροντα μάλλον θα ταυτίζονται με τις πολιτικές του απόψεις. Όταν όμως ασχολείται κανείς άπειρες ώρες με το ποδόσφαιρο και τις υπόλοιπες με το “στοίχημα” τότε το πιθανότερο όταν η κουβέντα πάει στα κοινωνικοπολιτικά κοινά να επαναλαμβάνει τις απόψεις των δελτίων των 8. Η ενασχόληση με την πολιτική είναι επιλογή και όχι κάποιο ηθικό καθήκον που επιβάλλεται ιδιαίτερα στα μέλη της εργατικής τάξης με τον ίδιο τρόπο που επιβάλλεται κάθε Κυριακή να πηγαίνουμε εκκλησία. Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιος αυτοματισμός που να μετατρέπει την αντικειμενική ταξική θέση κάποιου σε μια ανάλογη πολιτική συνείδηση



Η “κυρίαρχη αστική ιδεολογία” που κομματιάζει την ταξική συνείδηση και πολύ περισσότερο τους συνειδητούς της αντιπάλους δηλαδή τους κομμουνιστές ή έστω και τους αναρχικούς, δεν κυριαρχεί κατευθείαν με την αποδοχή κάποιας αστικής ιδεολογίας, αλλά με έναν έμμεσο τρόπο, μέσω μιας σειράς σκοταδιστικών ιδεολογημάτων ή μικρό-κοσμοθεωριών που διαδίδονται με τον πιο ύπουλο και οργανωμένο τρόπο και που διαμορφώνουν αυτό το απόλυτα αναξιόπιστο σχήμα που λέγεται “κοινή γνώμη”. Η οποία με τη σειρά της νομιμοποιεί την κυριαρχία των εμπνευστών της.



Τα όρια της απάτης


Είναι καθαρή αυταπάτη για για να μην πούμε συνειδητή απάτη να πιστεύει κανείς ότι μπορεί η καπιταλιστική εκμεταλλευτική κοινωνία να ανατραπεί χρησιμοποιώντας τα κοινοβουλευτικά “εργαλεία”, που απλώς την νομιμοποιούν. Δικαίως όμως θα αναρωτηθεί κανείς: Αφού η αστική τάξη μπορεί και δηλητηριάζει τη συνείδηση της εργατικής τάξης σε τέτοιο βαθμό που να ακυρώνει κάθε επαναστατική της δυναμική, και από τη στιγμή που δεν υπάρχουν αντίστοιχοι εργατικοί μηχανισμοί που να ανταγωνισθούν τους αστικούς, τότε η εργατική τάξη δεν πρόκειται ποτέ να συνειδητοποιήσει τα ιστορικά της συμφέροντα και διασπασμένη θα στοιχίζετε πίσω είτε από τα αστικά κόμματα, είτε από κάποια άλλα που στα λόγια μιλάνε για αυτήν, αλλά στην πράξη έχουν εξαγοραστεί στηρίζοντας κι αυτά με τη σειρά τους τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Πράγματι αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα απογοήτευσης χιλιάδων αριστερών αγωνιστών, οι οποίοι χάνουν την πίστη τους στην απελευθερωτική κομμουνιστική προοπτική και πάνω απ’ όλα όχι στο δίκαιο αλλά στην δυνατότητα της κοινωνικής αλλαγής.


Ωστόσο δεν συμβαίνει πάντα έτσι. Υπάρχουν στιγμές που η κοινωνική ισορροπία που έχει στήσει η αστική εξουσία διαλύεται, κάτω από ένα συνδυασμό γεγονότων ή και από ένα ισχυρό κοινωνικό σοκ. Μια μεγάλη οικονομική κατάρρευση, ένας πόλεμος, και ιδιαίτερα μια στρατιωτική ήττα, μια πολιτική κρίση, μια σειρά από σκάνδαλα, ένα μεγάλο κύμα απεργιών που προκλήθηκε από μια σειρά σκληρών αντεργατικών μέτρων, μια φοιτητική εξέγερση που πυροδότησε τις κουκουλωμένες ταξικές αντιθέσεις, μπορεί να είναι η αφορμή και η αιτία να καταρρεύσει το αστικό οικοδόμημα.


Έτσι οι μικροαστοί να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στα κόμματα και τους θεσμούς του συστήματος. Οι εργάτες να μετακινηθούν αριστερά σπάζοντας από τις ξεπουλημένες ηγεσίες τους και τα κόμματά τους, που ναι μεν μιλάνε στο όνομά τους αλλά στην πράξη έχουν ενσωματωθεί στα πλαίσια του αστικού συστήματος, με αντάλλαγμα τη ακίνδυνη συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης. Μια τέτοια κατάσταση φέρνει στην άμεση επικαιρότητα την επανάσταση. Τότε και μόνο τότε μπορούν να ανατραπούν οι κοινωνικοί συσχετισμοί, να αλλάξει η συνείδηση και φυσικά να τσακιστεί η αστική εξουσία. Και λέμε να τσακιστεί, γιατί αυτή η εξουσία θα δώσει μια λυσσαλέα μάχη να μείνει στη θέση της, κάνοντας βεβαίως χρήση κάθε βίαιου μέσου που θα έχει στη διάθεσή της. Είναι λοιπόν μάταιο για μια επαναστατική οργάνωση να παλεύει για την κατάκτηση της πλειοψηφίας. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης θα μπει στον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας μόνο τη στιγμή της επανάστασης.


Μέχρι τότε οι επαναστάτες θα είναι μια μειοψηφία, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σπάνε τα μούτρα τους για να πείσουν τον κάθε πικραμένο να γίνει κομμουνιστής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει δουλειά να κάνουμε. Μπορούμε να προετοιμαστούμε, να ανεβάσουμε το επίπεδο της ιδεολογικοπολιτικής μας συγκρότησης και της πολιτικής μας δράσης, να δέσουμε και να μαζικοποιήσουμε τις οργανώσεις μας, να εκπαιδευτούμε στους μικρούς και μεγάλους αγώνες, χωρίς να χάνουμε ίχνος της επαναστατικής μας παράδοσης, μέχρι να έλθει η ώρα, όχι των εκλογών αλλά, της επανάστασης.