Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Τιμή και Δόξα στους ήρωες του ΔΣΕ

Σαν σήμερα τέλειωσε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, ένα θλιβερό βέβαια γεγονός με καταστροφικές συνέπειες για τον ελληνικό λαό και την Αριστερά. Φυσικά ήταν το τρομοκρατικό δολοφονικό όργιο που επικράτησε, μετά και τη συμφωνία της βάρκιζας, που οδήγησε τη Ελλάδα στον εμφύλιο. Οι προειδοποιήσεις των κομμουνιστών για το σταμάτημα των διωγμών, δολοφονιών των αγωνιστών και του τρομοκρατικού καθεστώτος, δεν εύρισκαν καμιά απήχηση στην τότε κυβέρνηση. Έτσι αναπόφευκτα φτάσαμε στον εμφύλιο πόλεμο.

Εμείς δεν ξεχνάμε τον ηρωικό αγώνα που έδωσαν οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ για μια Ελλάδα ελεύθερη ανεξάρτητη και λαικοδημοκρατική.

Είναι πηγή αγωνιστικής έμπνευσης και ανεξάλειπτος τίτλος τιμής για τους κομμουνιστές και τον αδούλωτο δημοκρατικό ελληνικό λαό. Αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.

Παραθέτουμε απόσπασμα από ένα κεφάλαιο του βιβλίου  Αλωνα Φλώρινας-Θυσίες και αγώνες» που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο βαθύ κόκκινο. Ο συγγραφέας του, κομμουνιστής δάσκαλος, Παύλος Κούφης έχει παλέψει μέσα απ’ τις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας –κάτι που του έχει στοιχίσει φυλακές, εξορίες, προσφυγιά-  με μια πένα, γλαφυρή, απολύτως περιγραφική, που μιλάει με εικόνες, μας περιγράφει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο.

                                                     «Τιμή και Δόξα στους ήρωες»:

Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού χαρακτηρίστηκε εμφύλιος πόλεμος. Κατά τη γνώμη μας, είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός. Εμφύλιος πόλεμος σημαίνει ότι αντιπαρατάσσονται δύο γηγενείς δυνάμεις ισότιμα. Εδώ, όμως, δεν υπήρξε τέτοια περίπτωση. Η ξενοκρατία και μάλιστα με επικεφαλής επώνυμα στελέχη πρώτης γραμμής - όπως ο Τσώρτσιλ και ο Βαν Φλητ που συνδέονται περισσότερο με τον εμφύλιο πόλεμο - σε συνεργασία με ένα μέρος της αστικής τάξης, χτύπησε κατά τον πιο απροσχημάτιστο τρόπο και με όλα τα μέσα την άλλη παράταξη την οποία - υποχρεωτικά - την έθεσε σε θέση άμυνας.

Τρία και πάνω χρόνια βάσταξε ο σκληρός, επικός αγώνας του ΔΣΕ. Στα χρόνια αυτά, έδωσε μάχες και μάχες. Στην Ρούμελη,τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και Θράκη, την Πελοπόννησο, στην Κρήτη, τη Σάμο και άλλα νησιά, σε κάμπους και βουνά, σε πόλεις και χωριά. Πάλαιψε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, που οφείλονταν, πριν απ' όλα, στον ίδιο το χαρακτήρα του πολέμου και την ωμή επέμβαση των ιμπεριαλιστών.

Είναι πολύ πιθανό ο ΔΣΕ να είχε νικήσει και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αν το ξεκίνημα γινότανε αποφασιστικά, αν εξασφαλιζόταν η μαζική ενίσχυση του από τις πόλεις και όχι όπως βασικά έγινε μόνο από την ύπαιθρο και αν καταφέρονταν από την αρχή συντριπτικά χτυπήματα στον αδύνατο αριθμητικά, περιορισμένο και ανοργάνωτο ακόμα τότε κυβερνητικό στρατό. Πρόκειται για βασική αρχή στην οργάνωση της ένοπλης επαναστατικής πάλης, που δεν τηρήθηκε.

Όταν, το Μάρτη του 1947, ο πανίσχυρος αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αντικατέστησε τον εξασθενημένο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αγγλικό ιμπεριαλισμό και προχώρησε στην οργάνωση, ενίσχυση και ολόπλευρο εφοδιασμό του κυβερνητικού στρατού με άφθονα και σύγχρονα όπλα, η έκβαση του αγώνα είχε ουσιαστικά κριθεί.

Παρόλα αυτά, οι μαχητές και τα στελέχη του ΔΣΕ αγωνίστηκαν με απαράμιλλο ηρωισμό και παραδειγματική αυτοθυσία, με ακλόνητη πίστη στα υψηλά ιδανικά τους. Ένας προς δέκα πολεμούσαν στο Γράμμο και το Βίτσι. Έγραψαν, όμως, με το αίμα και τη θυσία τους νέες σελίδες δόξας στην πλούσια αγωνιστική ιστορία του λαού. 

Με πρωτομάχους στον αγώνα τους κομμουνιστές, πρόσθεσαν νέους άθλους. Ανάδειξαν τους δικούς τους ήρωες και μάρτυρες. Τον Διαμαντή, τον Νίκο Τριαντάφυλλου, τον Στέφανο Γκιουζέλη, τον Μήτσο Βάμβακα, τη Βαγγελίτσα Κουσάντζα, τη Μίρκα Γκίνη, την Κατίνα Ανδρεοπούλου (Τσβέτα), την Ισμήνη Σιδηροπούλου και τόσους, τόσους άλλους γνωστούς και αγνώστους.

Ισάξια με τους άνδρες πολέμησαν στο ΔΣΕ οι γυναίκες - μαχήτριες, που για πρώτη φορά πήραν μέρος σε ένα τέτοιο μεγάλο ποσοστό (20 με 25% της δύναμης) σε ένοπλο αγώνα.

Οι μαχήτριες επιβλήθηκαν με τη μαχητικότητα τους, τον ηρωισμό τους, την προσαρμοστικότητα τους στις συνθήκες του πολέμου. Αρκετές με την επιτελική τους σκέψη ακόμα που τους έδοσε τη δυνατότητα να προωθηθούν σε διοικητικές θέσεις. Αναδείχτηκαν μέσα στη σκληρή μάχη διοικητές διμοιριών και λόχων, πολιτικοί επίτροποι λόχων και ταγμάτων. 

Όπως η ηρωίδα Ελευθερία Ιωαννίδου, πολιτικός επίτροπος τάγματος, η λεβέντισσα Θεανώ Πάτσιου διοικητής λόχου, η ηρωίδα και δυο φορές παρασημοφορεμένη με μετάλλια ανδρείας Κατίνα Ανδρεοπούλου «Τσβέτα». Εκατοντάδες μαχήτριες υπαξιωματικοί και αξιωματικοί παρασημοφορήθηκαν με μετάλλια ανδρείας και μετάλλια ΗΛΕΚΤΡΑΣ.

Αναγνωρίστηκαν από όλους, ακόμα και από τον εχθρό, σαν μαχήτριες. Να τι έγραψε χρονογράφος του «Βήματος»; «Όπως διηγούνταν όσοι τις γνώρισαν στη μάχη, πρόκειται για φανατισμένες ύαινες». Ο δε «Ταχυδρόμος» του Βόλου έγραψε για τις μαχήτριες στη μάχη της Καρδίτσας, ότι: «έδειξαν μαχητικότητα και ορμή εν πολλοίς ανωτέραν των ανδρών».

Ποιες όμως ήσαν αυτές οι «ύαινες;» Ήταν οι αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης, οι ΕΠΟΝίτισσες, τα κορίτσια των αγωνιστών και αγωνιστριών, που γνώρισαν την πρωτοφανέρωτη μοναρχοφασιστική τρομοκρατία, τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες. Που είδαν να δολοφονούνται και να σέρνονται στους δρόμους οι αγαπημένοι τους, τα παιδιά τους, οι άντρες τους, οι πατεράδες τους από τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες και τους χωροφύλακες. Που γνώρισαν την κτηνωδία τους, όταν τους έκοβαν σύρριζα τα μαλλιά τους. Που έφυγαν στο βουνό για να γλιτώσουν τον ομαδικό βιασμό από τα ανθρωπόμορφα αυτά τέρατα.

Μέσα σ' ένα χρόνο από τη Βάρκιζα, βιάστηκαν 165 γυναίκες. Η κτηνωδία τους έφτασε και στις μάνες των μαχητριών και μαχητών.

Αυτές ήταν οι «ύαινες» που κατέφυγαν στο βουνό κι άδραξαν τα όπλα για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, τη τιμή και την αξιοπρέπεια τους. 'Αδραξαν τα όπλα για τη λευτεριά και ανεξαρτησία της Πατρίδας από τους καινούριους καταχτητές, αυτή τη φορά τους Αγγλοαμερικανούς ιμπεριαλιστές.

Στις ίδιες βουνοκορφές, όπως στην κατοχή, αντιλάλησαν και πάλι τα τραγούδια των ανταρτών:
Για σε πατρίδα μας Ελλάδα ζώσαμε τ' άρματα ξανά τη λευτεριά μας για να δούμε πήραμε κάμπους και βουνά

Ο ΔΣΕ ήταν, χωρίς υπερβολή, στρατός των νέων. Νέοι ήταν το, 70-80% των μαχητών και μαχητριώντου. Οι ΕΠΟΝίτες δημιουργούσαν ειδικά τμήματα στις γραμμές του που ονομάζονταν τμήματα Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΔΝΕ). Πρωτοστατούσαν στη διαφωτιστική δουλειά στους φαντάρους του κυβερνητικού στρατού, διευκολύνοντας τις λιποταξίες και βοηθώντας την ένταξη τους στα τμήματα του ΔΣΕ. Ταυτόχρονα, η νεολαία έπαιζε ιδιαίτερα δραστήριο ρόλο στις απεργιακές μάχες και γενικότερα στην ανάπτυξη του μαζικού λαϊκού αγώνα στις πόλεις, που συνδυάζονταν με την ένοπλη δράση στα βουνά.

Στο ΔΣΕ, η νεολαία γνώρισε έναν άλλου είδους στρατό, το λαϊκοδημοκρατικό. Αυτόν όπου ο φαντάρος είναι αδελφός με τον εργάτη, τον αγρότη, όχι μόνο από την άποψη των συμφερόντων που υπερασπίζονται. Αυτόν όπου ο μαχητής και η μαχήτρια δεν πειθαρχούν απλώς, αλλά και σκέφτονται, φτάνοντας στα πιο ψηλά επίπεδα ηρωισμού, ακριβώς γιατί έχουν φτάσει στα πιο ψηλά επίπεδα συνειδητότητας. 

Στις συνελεύσεις των τμημάτων, που γίνονταν πριν ή μετά τη μάχη, λύνονταν τα προβλήματα που απασχολούσαν τους νέους μαχητές και μαχήτριες. Σ' αυτές, γενικεύονταν οι εμπειρίες της μάχης, έβγαιναν τ' απαραίτητα πολιτικοϊδεολογικά συμπεράσματα. Η ιδεολογικοπολιτική δουλειά δεμένη με τα καθήκοντα και τις ανάγκες του αγώνα, ήταν το πιο βασικό του στήριγμα.

Μέσα σε όλα, ξεχωρίζει ο ρόλος της κοπέλας στα πλαίσια του ΔΣΕ. Το ειδικό βάρος των κοριτσιών εδώ ήταν μεγαλύτερο από ότι στα πλαίσια του ΕΛΑΣ, κι όχι σε βοηθητικές δουλειές αλλά στις πρώτες γραμμές του ένοπλου αγώνα, στις πιο παράτολμες, πολλές από αυτές χωρίς επιστροφή, αποστολές. 

Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι η έκταση της συμμετοχής των γυναικών και ιδίως των νέων γυναικών στο ΔΣΕ ήταν πρωτοφανής για τα χρονικά των λαϊκών δημοκρατικών στρατών και των ανταρτικών επαναστατικών κινημάτων του αιώνα μας. Αλλά μεγάλη ήταν και η συμμετοχή τους στην παράνομη δουλειά στις ανυπόταχτες πόλεις. ' Ενας μονάχα δείκτης αυτής της συμμετοχής είναι οι εκατοντάδες νέες εργάτριες, φοιτήτριες, μαθήτριες κι αγρότισες που χόρεψαν γύρω από τον φοίνικα των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ, πριν στηθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Συνολικά, η νεολαία είχε μια τέτοια προσφορά, γιατί, στη μεγάλη πλειοψηφία της, κερδήθηκε στην πορεία της πάλης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με την αντιιμπεριαλιστική - λαϊκοδημοκρατική προοπτική του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα.

Ο ΔΣΕ έχει να παρουσιάσει χιλιάδες αγωνιστές που εκπροσωπούν ένα νέο τύπο ανθρώπου με τα χαρακτηριστικά της πεισματικής αντίστασης σε κάθε δυσκολία, της επαναστατικής δύναμης που δίνει η πεποίθηση του δίκιου, της αλήθειας και της τελικής νίκης, ακόμα κι όταν το κοντινό μέλλον διαγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα.

Ο αγώνας του ΔΣΕ στρεφόταν ενάντια στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές που με τις ωμές επεμβάσεις τους κατέλυσαν την εθνική μας ανεξαρτησία, επέβαλαν την κυριαρχία τους και ανέκοψαν τη δημοκρατική πορεία του τόπου. Ήταν, γι' αυτό, αγώνας αντιιμπεριαλιστικός και ταυτόχρονα, απελευθερωτικός, γιατί απέβλεπε στην απαλλαγή της Ελλάδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας. 

Στρεφόταν, οπωσδήποτε, και ενάντια στην πλουτοκρατική ολιγαρχία, που βρήκε στήριγμα στους ιμπεριαλιστές για να επανορθώσει το μεσαιωνικό θεσμό της μοναρχίας και να στεριώσει το καθεστώς της καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Ήταν, συνεπώς, αγώνας δίκαιος, αγώνας υπέρ των εργαζομένων, υπέρ του λαού. Αγώνας για να δει η Ελλάδα άσπρη μέρα, για να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου. ' Ηταν συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης. Αγώνας για την εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων ιδανικών της.

Γι' αυτό και συκοφαντήθηκε και διαστρεβλώθηκε όσο κανένας άλλος. Οι αγωνιστές και αγωνίστριες χαρακτηρίστηκαν «ληστοσυμμορίτες» και «κατσαπλιάδες», όπως ακριβώς χαρακτηρίστηκαν, στο παρελθόν όλοι οι αγωνιστές από τους τυράννους «κλέφτες κι απελάτες και προδότες».

Χαμένος κόπος! Η αλήθεια δεν κρύβεται. Αυτό ακριβώς είναι τρανή απόδειξη πως και ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αγώνας για το λαό και τον τόπο και πως οι αγωνιστές και αγωνίστριες ακολούθησαν το σωστό δρόμο. Το δρόμο της τιμής και του χρέους προς την ελευθερία.

ΟΙ ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ ΔΕΝ ΛΥΓΙΣΑΝ ΠΟΤΕ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟ ΔΣΕ

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

O Robin Hood alias Aβέρωφ Νεοφύτου ξανακτυπά

Χωρίς να συμφωνούμε απόλυτα με όσα λέει γενικότερα, αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Σωτήρη Κάττου (phD Πολιτική κοινωνιολογία) που δημοσιεύτηκε χθες στη εφημερίδα πολίτης, κυρίως γιατί  αναδεικνύει τον βρώμικο ρόλο και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί ο Αβέρωφ Νεοφύτου, αλλά και το κόμμα του κατά επέκταση θα λέγαμε...:

Πήρε πάλι σβάρνα τον ημερήσιο Τύπο ο σύγχρονος Ρομπέν της κυπριακής κοινωνίας κ. Αβέρωφ Νεοφύτου και αρθρογραφεί περί κοινωνικής αδικίας. Αυτό απαιτεί θράσος χωριάτικο, θα λέγε κανείς και φαίνεται ότι διαθέτει άφθονο! Υπογράφει ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος του κυπριακού λαού, χωρίς να χρησιμοποιεί τον επίσημο τίτλο του αναπληρωτή προέδρου του Δησυ, προφανώς γιατί δεν συμμερίζονται απόλυτα το ύφος και το περιεχόμενο του άρθρου του περί κοινωνικής αδικίας(Σημερινή,Αλήθεια 18/8/20011).

Παρουσιάζεται ως ο μοναδικός οραματιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης στο νησί. Αυθαίρετα αυτοπροβάλλεται ως ο αυθεντικός εκφραστής των φτωχών και μη προνομιούχων και του 82% των εργαζομένων στον άδικο κόσμο της ιδιωτικής απασχόλησης (γιατί δεν έκανε κάτι για να τη φτιάξει;), της πλειοψηφίας των εργαζομένων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, των 30 χιλιάδες ανέργων, των χιλιάδων αυτοεργοδοτούμενων, των χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των συνταξιούχων, του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Για να δούμε όμως τον σύγχρονο Ρομπέν της κυπριακής κεντρικής πολιτικής σκηνής, τι έπρεπε να είχε πράξει και δεν έπραξε μέχρι σήμερα για να άρει την κοινωνική αδικία;
Aντί να μετέρχεται αριθμούς και ποσοστά εργαζομένων στον ιδιωτικό και ευρύ δημόσιο τομέα, γιατί δεν μας αναφέρει την κατανομή του εθνικού εισοδήματος μισθωτών, εργοδοτών κι αυτοεργοδοτούμενων; Από το 1995 μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτο με το μερίδιο των μισθωτών που αποτελούν το 80% του απασχολούμενου πληθυσμού μεταξύ 44-45% και την ίδια χρονική περίοδο.

Αφού αναφέρεται στην κοινωνική αδικία, διερωτήθηκε καμιά φορά πόσοι από τους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα καταβάλλουν φόρο εισοδήματος; Πόσοι από τους εργοδότες πληρώνουν αυτό που τους αναλογεί; Διερωτήθηκε ποια είναι η φορολογική και η ασφαλιστική συνεισφορά του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του ιδιωτικού τομέα, των εργοδοτών και αυτοεργοδοτούμενων, αφού κόπτεται για κοινωνική δικαιοσύνη; Γιατί ο -κατά τα άλλα- λαλίστατος κύριος Α. Νεοφύτου μουγγαίνεται σε αυτά;
Kαι γιατί μουγγαίνεται για την ανεξέλεγκτη επέκταση της μαύρης οικονομίας με προερξάρχοντα τον παράνομο τζόγο και τις φατριές της νύχτας; Γιατί δεν πιέζει την κυβέρνηση να ελέγξει αυτή τη μαύρη τρύπα; Aυτή κι αν είναι κοινωνική αδικία.

Μουγγαίνεται ιδιαίτερα όμως, ο κ. Νεοφύτου σε ότι αφορά τη φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης ιδιοκτησίας (παρεμπιπτόντως μαζί με τον υιο Παπαδόπουλο). Δεν έχει πάει ποτέ στο Λατσί η στον Κόννο του Πρωταρά, για να δει τα κυπριακής ιδιοκτησίας κότερα; Oι ιδιοκτήτες τους έχουν καταβάλει το φόρο που τους αναλογεί ή μήπως τα κότερα τους είναι προιόν φοροκλοπής;

Ωρύεται όμως για την αύξηση του ΦΠΑ από 15% σε 17%. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Josepf Stinglitz σε πρόσφατη συνέντευξη του (Καθημερινή Αθηνών 31/7/2011) σημείωνε ότι ο ΦΠΑ έχει μεγαλύτερη ευχέρεια συλλογής εσόδων από τον φόρο εισοδήματος και μπορεί να είναι υψηλότερος ιδιαίτερα σε χώρες όπου υπάρχει σοβαρό πρόβλημα είσπραξης των άμεσων φόρων (βλ.Κύπρο,Ελλάδα).
Ο πρόεδρος του κεβε πρόσφατα δήλωσε ότι επιβάλλεται η ύπαρξη φορολογικού μητρώου για όλους τους ενήλικους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού μόνο γύρω στο 40% υποβάλλουν φορολογική δήλωση. Κάποιος εύλογα θα μπορούσε να συμπεράνει ότι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας συνεισφέρει τη μερίδα του λέοντος στα φορολογικά έσοδα.

Κόπτεται ο κ.Νεοφύτου για τις χαμηλές συντάξεις του ιδιωτικού τομέα, παραγνωρίζοντας την αρχή της αναλογικότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά μουγγαίνεται σε ότι αφορά τη συνεχή παραβίαση του ελάχιστου μισθού των 887 ευρώ και στις αμοιβές των 600 και 700 ευρώ. Αφού μιλάει για κοινωνική αδικία γιατί μουγγαίνεται σε ότι αφορά τις άκρως αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζει η Κύπρια γυναίκα στο νησί; Γιατί μουγγαίνεται απέναντι στο ξεχαρβάλωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης; Γιατί μουγγαίνεται απέναντι στη κοινωνική αναγκαιότητα καταβολής της ΑΤΑ σε όλους τους εργαζομένους που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις; Γιατί μουγγαίνεται απέναντι στις απολύσεις στην ξενοδοχειακή βιoμηχανία και την ανεξέλεγκτη ανασφάλιστη εργασία (που με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας ξεπερνά το 43%) στη συγκεκριμένη βιομηχανία που φέτος η κερδοσκοπία της ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, τη στιγμή μάλιστα που η πολιτεία επωμίζεται το κόστος της τουριστικής διαφήμισης;

Πως τολμά ο κ. Νεοφύτου να αναφέρεται στη νέα γενιά, όταν με την πρόταση νόμου για τα 65 ενισχύει τη γεροντοκρατία στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστατεύοντας αυτούς για τους οποίους δήθεν κόπτεται ότι αποτελούν το πρόβλημα; Mε την πρόταση αυτή περιορίζει νέους και ικανούς ανθρώπους να διεκδικήσουν το δικαίωμα της συνεισφοράς και της φρεσκάδας στην κυπριακή πολιτεία και μάλιστα με λιγότερο κόστος.

Ο Αβέρωφ Νεοφύτου δικαιούται να ομιλεί για το ποσοστό το οποίο ο ίδιος εκπροσωπεί. Ποιος του δίνει το δικαίωμα του αυτόκλητου προστάτη των μη προνομιούχων όταν μάλιστα η πολιτική του συμπεριφορά το αυτοαναιρεί; Ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος του κυπριακού λαού με το ποσοστό που ο  ίδιος εκπροσωπεί ως βουλευτής και όχι ως κόμμα-αφού έτσι υπογράφει το άρθρο του- πιθανότατα αποτελείται από ένα ετερογενές συνοθύλευμα φοροφυγάδων, εισφοροφυγάδων ελεύθερων επαγγελματιών, φεουδοκαπιταλιστών και κάθε νομής και κοπής ελεύθερων καβαλάρηδων που στο πρόσωπο του βρίσκουν πολιτική έκφραση.

Ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος του κυπριακού λαού ας προχωρήσει, πρώτον με τη δημοσιοποίηση της φορολογικής του δήλωσης και περιουσιακών του στοιχείων ως δημόσιο πρόσωπο. Δεύτερον, ας προχωρήσει με πρόταση νόμου τη θεσμοθέτηση του τεκμηρίου ως βασικής προυπόθεσης φορολογικής δήλωσης. Εάν νομίζει ότι η οργανωμένη μισθωτή εργασία υπό το βάρος της τραγωδίας στο Μαρί θα επιτρέψει στον ίδιο και στον όποιον κύριο Αβέρωφ να οδηγήσει την κυπριακή οικονομία σε κατάσταση καμένης γης  πλανάται πλάνη οικτρά. Φαίνεται δεν κατανοεί ότι η οργανωμένη μισθωτή εργασία στην Κύπρο είναι κυρίαρχος θεσμικός παράγοντας προστασίας των δικαιωμάτων όλων των εργαζομένων, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης. Και καλά κάνουν εκεί στον δησυ και ιδιαίτερα ο πρόεδρος του αυτό να το προσέξουν.
(σημείωση δική μας: Για μας φυσικά το ίδιο μερίδιο ευθύνης έχει και ο δησυ σαν κόμμα εκφραστής των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου)
   

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ για το νόημα των ταραχών στη Bρετανία



Η επανάληψη, σύμφωνα με τον Χέγκελ, παίζει ένα κρίσιμο ρόλο στην ιστορία: όταν κάτι συμβαίνει μόνο μία φορά, μπορεί να εκληφθεί ως ατύχημα, κάτι που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν η κατάσταση ήταν διαφορετική. Αλλά όταν το ίδιο γεγονός επαναλαμβάνεται είναι ένα σημάδι ότι εκτυλίσσεται μια βαθύτερη ιστορική διαδικασία. Όταν ο Ναπολέων έχασε στη Λειψία το 1813, φάνηκε σαν ατυχία. Όταν έχασε ξανά στο Βατερλό, ήταν σαφές ότι ο χρόνος του τελείωσε. Το ίδιο ισχύει και για τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Τον Σεπτέμβριο του 2008, παρουσιάστηκε από κάποιους ως μια ανωμαλία που θα μπορούσε να διορθωθεί μέσω καλύτερων κανόνων κλπ. Τώρα, που τα σημάδια των επαναλαμβανόμενων χρηματιστικών καταρρεύσεων συσσωρεύονται , είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δομικό φαινόμενο.


Μας λένε ξανά και ξανά ότι ζούμε σε μια κρίση χρέους, και ότι όλοι πρέπει να μοιραστούμε το βάρος και να σφίξουμε το ζωνάρι μας. Όλοι, δηλαδή, εκτός από τους (πολύ) πλούσιους. Η ιδέα της μεγαλύτερης φορολόγησής τους είναι ταμπού: αν το κάναμε, συνεχίζει το επιχείρημα, οι πλούσιοι δεν θα είχαν κανένα κίνητρο να επενδύσουν, λιγότερες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν και όλοι θα υποφέραμε. Ο μόνος τρόπος για να σωθούμε από τους δύσκολους καιρούς είναι οι φτωχοί να γίνουν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Τι πρέπει να κάνουν οι φτωχοί; Τι μπορούν να κάνουν;


Αν και οι ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο προκλήθηκαν από τον ύποπτο πυροβολισμό του Mark Duggan, όλοι συμφωνούν ότι εκφράζουν μια βαθύτερη αναταραχή – αλλά τι είδους; Όπως και στους πυρπολισμούς αυτοκινήτων στα παρισινά banlieues το 2005, οι ταραξίες του Ηνωμένου Βασιλείου [UK rioters] δεν είχαν κανένα μήνυμα να παραδώσουν. (Υπάρχει σαφής αντίθεση με τις μαζικές διαδηλώσεις των φοιτητών το Νοέμβριο του 2010, οι οποίες στράφηκαν επίσης στη βία. Οι φοιτητές έκαναν σαφές ότι απέρριπταν τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τους ταραξίες με μαρξιστικούς όρους, ως μια στιγμή της ανάδυσης του επαναστατικού υποκειμένου. Ταιριάζουν πολύ καλύτερα στην εγελιανή έννοια του “όχλου”, εκείνων που βρίσκονται εκτός οργανωμένου κοινωνικού χώρου, που μπορούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους μόνο μέσα από “παράλογα” ξεσπάσματα καταστροφικής βίας – αυτό που ο Χέγκελ αποκαλούσε “αφηρημένη αρνητικότητα”.


Υπάρχει μια παλιά ιστορία για έναν εργάτη ύποπτο κλοπής: κάθε βράδυ, καθώς φεύγει από το εργοστάσιο, το καροτσάκι που σπρώχνει μπροστά του ελέγχεται προσεκτικά. Οι φρουροί δεν βρίσκουν τίποτα, είναι πάντα άδειο. Τελικά, η αλήθεια αποκαλύπτεται: αυτό που κλέβει ο εργάτης είναι τα ίδια τα καρότσια. Διέφευγε από τους φρουρούς η προφανής αλήθεια, όπως ακριβώς κι από τους σχολιαστές των ταραχών. Μας έλεγαν ότι η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σήμανε το τέλος της ιδεολογίας: η περίοδος των μεγάλων ιδεολογικών σχεδίων που έφταναν στο αποκορύφωμά τους με ολοκληρωτική [totalitarian] καταστροφή είχε παρέλθει. Είχαμε εισέλθει σε μια νέα εποχή ορθολογικής, πραγματιστικής πολιτικής. Εάν ο κοινός τόπος ότι ζούμε σε μια μετά-ιδεολογική εποχή αληθεύει υπό οποιαδήποτε έννοια, μπορούμε να το δούμε σε αυτό το πρόσφατο ξέσπασμα βίας. Ήταν μια διαμαρτυρία μηδενικού βαθμού, μια βίαιη δράση που δεν απαιτούσε τίποτα. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να βρουν νόημα στις ταραχές, οι κοινωνιολόγοι και οι συντάκτες συσκότισαν το αίνιγμα που παρουσιάστηκε στις ταραχές.


Οι διαδηλωτές, αν και μη προνομιούχοι και ντε φάκτο κοινωνικά αποκλεισμένοι, δε ζούσαν στα όρια της λιμοκτονίας. Άνθρωποι με πολύ χειρότερους υλικούς περιορισμούς, μη πούμε για τις συνθήκες φυσικής και ιδεολογικής καταπίεσης, ήταν σε θέση να οργανωθούν σχηματίζοντας πολιτικές δυνάμεις με σαφές πρόγραμμα. Το γεγονός ότι οι ταραξίες δεν έχουν πρόγραμμα είναι επομένως από μόνο του κάτι που πρέπει να ερμηνευτεί: μας λέει πολλά για την ιδεολογικό-πολιτική δυσχέρειά μας και για το είδος της κοινωνίας που ζούμε, μια κοινωνία που εξυμνεί την επιλογή, αλλά στην οποία η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική επιλογή απέναντι στην επιβεβλημένη δημοκρατική συναίνεση είναι η τυφλές υστερικές πράξεις [acting out]. Η αντίθεση με το σύστημα δεν μπορεί πλέον να πάρει τη μορφή μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης, ή έστω ενός ουτοπικού σχεδίου, αλλά μονάχα να λάβει τη μορφή ενός ξεσπάσματος χωρίς νόημα. Ποιο το νόημα της εξυμνούμενης ελευθερίας μας στην επιλογή, όταν η μόνη επιλογή είναι μεταξύ της τήρησης των νόμων και της (αυτο)καταστροφικής βίας;


Ο Alain Badiou έχει υποστηρίξει ότι ζούμε σε έναν κοινωνικό χώρο που βιώνεται ολοένα και περισσότερο σαν “ά-κοσμος” [“worldless”]: σε έναν τέτοιο χώρο, η μόνη μορφή που μπορεί να πάρει η διαμαρτυρία είναι η βία άνευ νοήματος. Ίσως αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους του καπιταλισμού: αν και χάρη στο γεγονός ότι είναι παγκόσμιος περικλείει όλο το κόσμο, διατηρεί έναν “ά-κοσμο” ιδεολογικό αστερισμό στον οποίο οι άνθρωποι στερούνται τους τρόπους εντοπισμού [locating] νοήματος. Το θεμελιώδες δίδαγμα της παγκοσμιοποίησης είναι ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ταιριάξει σε όλους τους πολιτισμούς, από τους χριστιανούς μέχρι τους ινδουιστές και τους βουδιστές, από τη Δύση μέχρι την Ανατολή. Δεν υπάρχει παγκόσμια “καπιταλιστική κοσμοθεωρία”, ούτε καθαυτό “καπιταλιστικός πολιτισμός”. Η παγκόσμια διάσταση του καπιταλισμού αντιπροσωπεύει την αλήθεια δίχως νόημα.


Το πρώτο συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε από τις ταραχές, συνεπώς, είναι ότι και οι συντηρητικές και οι φιλελεύθερες αντιδράσεις στην αναταραχή είναι ανεπαρκείς. Η συντηρητική αντίδραση ήταν αναμενόμενη: δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για τέτοιο βανδαλισμό˙ οφείλει κανείς να χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για την επαναφορά της τάξης˙ για να αποτραπούν επιπλέον εκρήξεις αυτού του είδους δεν χρειαζόμαστε περισσότερη ανοχή και κοινωνική βοήθεια αλλά περισσότερη πειθαρχία, σκληρή δουλειά και αίσθηση υπευθυνότητας. Το λάθος αυτής της προσέγγισης δεν είναι μόνο ότι αγνοεί την απελπιστική κοινωνική κατάσταση που ωθεί τους νέους σε βίαια ξεσπάσματα αλλά, ίσως πιο σημαντικό, αγνοεί ότι σε αυτά τα ξεσπάσματα αντηχούν οι κρυφές προκείμενες της ίδιας της συντηρητικής ιδεολογίας. Όταν τη δεκαετία του 1990, οι Συντηρητικοί λάνσαραν την καμπάνια “επιστροφή στα βασικά” [back to basics], το αισχρό της συμπλήρωμα αποκαλύφθηκε από τον Norman Tebbitt: “Ο άνθρωπος δεν είναι απλά ένα κοινωνικό ζώο αλλά και ένα ζώο με μαρκαρισμένη περιοχή [terittorial]. Πρέπει να αποτελέσει μέρος της ατζέντας μας η ικανοποίηση εκείνων των βασικών ενστίκτων του πρωτόγονου φυλετισμού [tribalism] και του εδαφικού τοπικισμού [territoriality]. Αυτό αφορούσε πραγματικά η “επιστροφή στα βασικά”: η αποδέσμευση του βαρβάρου που καιροφυλαχτούσε κάτω από την φαινομενικά πολιτισμένη, αστική κοινωνία, μέσω της ικανοποίησης των “βασικών ενστίκτων” του βαρβάρου. Στη δεκαετία του 1960, ο Herbert Marcuse εισήγαγε την έννοια της “καταπιεστικής αποεξιδανίκευσης” [repressive desublimation**] για να εξηγήσει την “σεξουαλική απελευθέρωση”: οι ανθρώπινες ορμές θα μπορούσαν να αποεξιδανικευθούν [desublimated] , και ακόμα να υπόκεινται στον καπιταλιστικό έλεγχο – βλέπε, βιομηχανία πορνό. Στους βρετανικούς δρόμους κατά τη διάρκεια της αναταραχής αυτό που είδαμε δεν ήταν άνθρωποι υποβιβασμένοι σε “κτήνη”, αλλά την απογυμνωμένη μορφή του “κτήνους” που παράγεται από την καπιταλιστική ιδεολογία.


Εν τω μεταξύ οι αριστεροί φιλελεύθεροι, ακόμη λιγότερο αναπάντεχα, κόλλησαν στο mantra* τους για κοινωνικά προγράμματα και πρωτοβουλίες για την ένταξη, η παραμέληση των οποίων έχει στερήσει από τους μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς τις οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές τους: τα βίαια ξεσπάσματα είναι το μόνο μέσο που έχουν για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Αντί να παραδινόμαστε σε φαντασίωσης εκδίκησης, θα έπρεπε να κάνουμε μια προσπάθεια να καταλάβουμε τις βαθύτερες αιτίες των ξεσπασμάτων. Μπορούμε καν να φανταστούμε τι σημαίνει να είσαι νέος σε μια φτωχή, φυλετικά μικτή περιοχή, ύποπτος εκ των προτέρων, με την αστυνομία να σε παρενοχλεί, όχι μονάχα μη απασχολούμενος αλλά συχνά μη απασχολήσιμος, δίχως ελπίδα ή μέλλον; Συνεπάγεται ότι οι συνθήκες στις οποίες βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αναπόφευκτο το ότι θα το ρίξουν στους δρόμους. Το πρόβλημα αυτής της προσέγγισης, όμως, είναι ότι παραθέτει μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες που οδηγούν στις ταραχές. Όταν κάνει κανείς ταραχές, κάνει μια υποκειμενική δήλωση, υπόρρητα, για να δηλώσει πώς σχετίζεται με τις αντικειμενικές συνθήκες [στις οποίες βρίσκεται].


Ζούμε σε κυνικούς καιρούς, και είναι εύκολο να φανταστούμε έναν διαδηλωτή ο οποίος, όταν θα τον έπιαναν να λεηλατεί και να πυρπολεί ένα κατάστημα και πιεζόταν να δικαιολογηθεί., θα απαντούσε με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι κοινωνιολόγοι, επικαλούμενος τη μειωμένη κοινωνική κινητικότητα, την αυξανόμενη ανασφάλεια, την αποσύνθεση της πατρικής φιγούρας, την έλλειψη μητρικής αγάπης στα πρώτα παιδικά χρόνια. Ξέρει τι κάνει, λοιπόν, αλλά, παρόλ’ αυτά, το κάνει.


Δεν έχει νόημα να προβληματιζόμαστε ποιά από τις δύο αντιδράσεις, η συντηρητική ή η φιλελεύθερη, είναι η χειρότερη: όπως θα το έθετε ο Στάλιν, είναι και οι δύο χειρότερες, και αυτό περιλαμβάνει την προειδοποίηση αμφότερων πως ο πραγματικός κίνδυνος από αυτά τα ξεσπάσματα έγκειται στην αναμενόμενη ρατσιστική αντίδραση της “σιωπηλής πλειοψηφίας”. Μια από τις μορφές που πήρε αυτή η αντίδραση ήταν η ‘πρωτόγονη φυλετική’ [tribal] δραστηριότητα των τοπικών (τουρκικών, καραϊβικών, Σιχ) κοινοτήτων οι οποίες οργάνωσαν γρήγορα τις δικές τους μονάδες περιφρούρησης για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Οι καταστηματάρχες είναι μικροαστοί που υπερασπίζονται την ιδιοκτησία απέναντι σε μια γνήσια, αν και βίαιη, διαμαρτυρία κατά του συστήματος; Ή εκπροσωπούν την εργατική τάξη αντιπαλεύοντας τις δυνάμεις της κοινωνικής αποσύνθεσης; Κι εδώ επίσης κανείς θα έπρεπε να απορρίψει τις απαιτήσεις να επιλέξει πλευρά. Η αλήθεια είναι πως η διαμάχη ήταν ανάμεσα σε δύο πόλους των μη προνομιούχων: εκείνων που έχουν πετύχει να λειτουργούν εντός του συστήματος εναντίον εκείνων που είναι πάρα πολύ αγανακτισμένοι για να συνεχίσουν να προσπαθούν. 


Η βία των ταραξιών κατευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά κατά των δικών τους. Τα αμάξια που πυρπολήθηκαν και τα μαγαζιά που λεηλατήθηκαν δεν ήταν σε πλούσιες γειτονιές, αλλά σε αυτές των ταραξιών. Η διαμάχη δεν είναι μεταξύ διαφορετικών κομματιών της κοινωνίας· είναι, στην πιο ριζική της μορφή, η διαμάχη μεταξύ κοινωνίας και κοινωνίας, μεταξύ εκείνων που έχουν τα πάντα και εκείνων χωρίς τίποτα, να χάσουν· μεταξύ εκείνων που δε διακυβεύεται τίποτα στην κοινότητά τους και εκείνων που διακυβεύονται τα πάντα.


Ο Zygmunt Bauman χαρακτήρισε τις ταραχές ως πράξεις “ελαττωματικών και ακατάλληλων καταναλωτών”: πάνω απ’ όλα, ήταν εκδήλωση μιας καταναλωτικής επιθυμίας πραγματωμένης βίαια όταν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με “ορθό” τρόπο – με ψώνια. Ως εκ τούτου, περιέχουν επίσης μια στιγμή γνήσιας διαμαρτυρίας, με τη μορφή μιας ειρωνικής απάντησης στην καπιταλιστική ιδεολογία: “Μας καλείτε να καταναλώσουμε ενώ ταυτόχρονα μας στερείτε τα μέσα να το κάνουμε ορθά – έτσι εδώ το κάνουμε με τον μόνο τρόπο που μπορούμε!” Οι ταραχές είναι ένα παράδειγμα της υλικής δύναμης της ιδεολογίας – αυτά, μάλλον, όσον αφορά την “μετα-ιδεολογική κοινωνία”. 


Από μια επαναστατική οπτική γωνία, το πρόβλημα με τις ταραχές δεν είναι η βία ως τέτοια, αλλά το γεγονός ότι η βία δεν είναι αληθινά αυτο-επιβεβαιούμενη. Είναι ανίκανη οργή και απελπισία μασκαρεμένες ως επίδειξη δύναμης· είναι ζήλεια μασκαρεμένη ως θριαμβευτικό καρναβάλι.
Οι ταραχές πρέπει να τοποθετηθούν [situated] σε σχέση με ένα άλλο είδος βίας που η σημερινή φιλελεύθερη πλειοψηφία αντιλαμβάνεται ως απειλή για τον τρόπο ζωής μας: τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Και στις δύο περιστάσεις, η βία και η αντιβία μπλέκονται σε ένα φαύλο κύκλο γεννώντας η κάθε μία τις δυνάμεις που προσπαθεί να καταπολεμήσει. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με τυφλά passages à l’acte [περάσματα στην πράξη], στα οποία η βία είναι η υπόρρητη παραδοχή της ανικανότητας. Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με τις ταραχές στη Μεγάλη Βρετανία ή στο Παρίσι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις διενεργούνται στην υπηρεσία του απόλυτου Νοήματος που παρέχει η θρησκεία.


Όμως, οι Αραβικές Εξεγέρσεις δεν ήταν μια συλλογική πράξη αντίστασης που απέφυγε την ψεύτικη εναλλακτική της αυτοκαταστροφικής βίας και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού; Δυστυχώς, το αιγυπτιακό καλοκαίρι του 2011 θα μνημονεύεται πως σήμανε το τέλος της επανάστασης, η περίοδος στην οποία καταπνίχθηκε το χειραφετητικό δυναμικό της. Οι νεκροθάφτες της είναι ο στρατός και οι Ισλαμιστές. Το περίγραμμα της συμφωνίας μεταξύ στρατού (που είναι ο στρατός του Μουμπάρακ) και Ισλαμιστών (που είχαν περιθωριοποιηθεί τους πρώτους μήνες του ξεσηκωμού αλλά τώρα κερδίζουν έδαφος) ξεκαθαρίζει όλο και περισσότερο: οι Ισλαμιστές θα ανεχθούν τα υλικά προνόμια του στρατού και ως αντάλλαγμα θα διασφαλίσουν την ιδεολογική ηγεμονία. Οι χαμένοι θα είναι οι φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι, πολύ αδύναμοι – παρά τη χρηματοδότηση της CIA που λαμβάνουν – για να “προωθήσουν τη δημοκρατία”, καθώς και οι πραγματικοί φορείς των συμβάντων της άνοιξης, η αναδυόμενη κοσμική αριστερά που προσπαθεί να στήσει ένα δίκτυο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, από σωματεία μέχρι φεμινιστές. Η γοργή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αργά ή γρήγορα θα φέρει τους φτωχούς, που ήταν κατά κόρον απόντες από τις διαδηλώσεις της άνοιξης, στους δρόμους. Θα υπάρξει μάλλον μια νέα έκρηξη , και το δύσκολο ερώτημα για τα πολιτικά υποκείμενα της Αιγύπτου είναι ποιος θα πετύχει να κατευθύνει την οργή των φτωχών; Ποιος θα τη μεταφράσει σε πολιτικό πρόγραμμα: η νέα κοσμική αριστερά ή οι Ισλαμιστές;


Η κυρίαρχη αντίδραση της δυτικής κοινής γνώμης απέναντι στη συμφωνία μεταξύ Ισλαμιστών και στρατού χωρίς αμφιβολία θα είναι μια θριαμβευτική επίδειξη κυνικής σοφίας: θα μας πούνε ότι, όπως ξεκαθαρίστηκε με την περίπτωση του (μη Αραβικού) Ιράν οι λαϊκοί ξεσηκωμοί στις αραβικές χώρες καταλήγουν πάντα σε ένα στρατιωτικό Ισλαμικό καθεστώς. Ο Μουμπάρακ θα εμφανιστεί σαν να ήταν ένα πολύ μικρότερο κακό – καλύτερα να κρατήσεις το διάβολο που ξέρεις παρά να πειραματίζεσαι με τη χειραφέτηση. Απέναντι σε τέτοιον κυνισμό, πρέπει κανείς να παραμείνει χωρίς προϋποθέσεις πιστός στο ριζοσπαστικό-χειραφετητικό πυρήνα του αιγυπτιακής εξέγερσης.


Αλλά θα πρέπει να αποφύγουμε και τον πειρασμό του ναρκισσισμού της χαμένης υπόθεσης: είναι πάρα πολύ εύκολο να θαυμάζεις την υψηλή [sublime] ομορφιά των καταδικασμένων σε αποτυχία εξεγέρσεων. Η σημερινή αριστερά αντιμετωπίζει το πρόβλημα της “καθορισμένης άρνησης”: ποιά νέα τάξη θα πρέπει να αντικαταστήσει την παλιά μετά την εξέγερση, όταν ο υψηλός ενθουσιασμός της πρώτης στιγμής έχει τελειώσει; Σε αυτό το πλαίσιο, το μανιφέστο των Ισπανών indignados[αγανακτισμένων], που εκδόθηκε μετά τις διαδηλώσεις τους το Μάιο, είναι αποκαλυπτικό. Το πρώτο πράγμα που χτυπά στο μάτι είναι ο στοχευμένα απολίτικος τόνος: “Μερικοί από εμάς θεωρούμε τους εαυτούς μας προοδευτικούς, άλλοι συντηρητικούς. Μερικοί από εμάς είναι πιστοί, άλλοι όχι. Μερικοί από εμάς έχουν σαφώς καθορισμένη ιδεολογία, άλλοι είναι απολίτικοι, αλλά είμαστε όλοι ανήσυχοι και θυμωμένοι για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική προοπτική που βλέπουμε γύρω μας: η διαφθορά μεταξύ των πολιτικών, επιχειρηματιών, τραπεζιτών, μας αφήνει αβοήθητους, χωρίς φωνή”. Διαμαρτύρονται για λογαριασμό των “αναφαίρετων αληθειών που πρέπει να τηρούνται στην κοινωνία μας: το δικαίωμα στη στέγαση, την απασχόληση, τον πολιτισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, την ελεύθερη προσωπική ανάπτυξη και τα δικαιώματα των καταναλωτών για μια υγιή και ευτυχισμένη ζωή”. Απορρίπτοντας τη βία, ζητούν μια “ηθική επανάσταση. Αντί να τοποθετούνται τα χρήματα πάνω από τους ανθρώπους, να τοποθετηθούν εκ νέου στην υπηρεσία τους. Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα. Δεν είμαι προϊόν αυτού που αγοράζω, του λόγου που το αγοράζω και του από ποιόν το αγοράζω”. 


Ποιος θα είναι οι φορείς αυτής της επανάστασης; Οι indignados έχουν απορρίψει το σύνολο της πολιτικής τάξης, δεξιά και αριστερά, ως διεφθαρμένη και ελεγχόμενη από τη δίψα για εξουσία, παρόλ’ αυτά το μανιφέστο αποτελείται από μια σειρά αιτημάτων που απευθύνεται σε –ποιόν; Όχι στους ίδιους τους ανθρώπους: οι indignados δεν υποστηρίζουν (μέχρι στιγμής) ότι κανένας άλλος δεν θα το κάνει για αυτούς, ότι οι ίδιοι πρέπει να γίνουν η αλλαγή που θέλουν να δουν. Και αυτή είναι η θανάσιμη αδυναμία των πρόσφατων διαμαρτυριών: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που δεν είναι σε θέση να μεταμορφωθεί σε ένα θετικό πρόγραμμα κοινωνικοπολιτικής αλλαγής. Εκφράζουν ένα πνεύμα της εξέγερσης, χωρίς επανάσταση.


Η κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται πιο ελπιδοφόρα, κάτι που οφείλεται μάλλον στην πρόσφατη παράδοση προοδευτικής αυτό-οργάνωσης ( η οποία εξαφανίστηκε στην Ισπανία μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο ). Αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, το κίνημα διαμαρτυρίας δείχνει τα όρια της αυτο-οργάνωσης: οι διαδηλωτές διατηρούν ένα χώρο ισότητας και ελευθερίας χωρίς κεντρική αρχή να τον ρυθμίζει, ένα δημόσιο χώρο όπου σε όλους παραχωρούνται ίσα χρονικά διαστήματα για να μιλήσουν και ούτω καθεξής. Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να συζητούν τι να κάνουν στη συνέχεια, πώς να προχωρήσουν πέρα από την απλή διαμαρτυρία, η πλειοψηφική άποψη ήταν ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα νέο κόμμα ή μια άμεση απόπειρα κατάληψης της κρατικής εξουσίας, αλλά ένα κίνημα που θα έχει ως στόχο να ασκήσει πίεση στα πολιτικά κόμματα. Αυτό σαφώς δεν είναι αρκετό για να επιβάλει μια αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό, κανείς χρειάζεται ένα ισχυρό σώμα σε θέση να καταλήξει σε γρήγορες αποφάσεις και να τις υλοποιήσει με όλη την απαραίτητη σκληρότητα.

Σημειώσεις της μετάφρασης:
* mantra: επαναλαμβανόμενη ιερή συλλαβή ή φράση στη βουδιστική και την ινδουιστική θρησκεία.
** repressive desublimation: αλλού έχει μεταφραστεί και ως “καταπιεστική απομεταρσίωση”

Μετάφραση: Κων/νος Σ. και Θάνος Ανδρίτσος

πηγή: ilesxi.wordpress.com

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Αντίο σύντροφε Καπετάν Κεμάλ


Απεβίωσε σε ηλικία 95 ετών ο Τούρκος μαρξιστής πολιτικός και διανοούμενος Μιχρί Μπελί (Mihri Belli), γνωστός και ως Καπετάν Κεμάλ από τη συμμετοχή του ως αρχηγός τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος.

Λίγα λόγια για τη ζωή του

Ο Μιχρί Μπελί γεννήθηκε το 1916 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Γόνος αστικής οικογένειας, σπούδασε οικονομικά στο Ροβέρτειο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης Το 1937 μετέβη στις ΗΠΑ για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μισισίπι. Αν κι υπήρξε Εθνικιστής στα εφηβικά του χρόνια, ασπάζεται στη συνέχεια τις ιδέες του κομμουνισμού και μέσα από το ΚΚ των ΗΠΑ αγωνίζεται για τα δικαιώματα των καταπιεσμένων μαύρων του Νότου. Το 1941 επέστρεψε στην Τουρκία όπου και πιάνει δουλειά στο ομώνυμο πανεπιστήμιο. Ταυτόχρονα αναμειγνύεται ενεργά στην πολιτική ιδρύοντας την Ένωση Προοδευτικής Νεολαίας όπου μέσα από τους κόλπους της γνωρίζει τις πολιτικές διώξεις και τις φυλακές. Έτσι, το 1946 ενώ ήταν εξόριστος καταφεύγει στην Ελλάδα και τον Απρίλιο του 1947 κατατάσσεται εθελοντικά στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Την περίοδο εκείνη οι αγωνιστές του ΔΣΕ αναζητούσαν έναν τούρκο σύντροφο επαρκώς καταρτισμένο που θα αναλάμβανε την πολιτική καθοδήγηση στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ο Καπετάν Κεμάλ ανέλαβε την ηγεσία του Τάγματος το οποίο αποτελούνταν από Πομάκους, Τούρκους και Έλληνες και κατά τη συμμετοχή του στον ΔΣΕ τραυματίστηκε σοβαρά δύο φορές. Με την λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Καπετάν Κεμάλ επιστρέφει το 1950 στην Τουρκία όπου και φυλακίζεται την περίοδο 1951 – 1958 ως ηγετικό στέλεχος του Τούρκικου Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά την αποφυλάκισή του άρχισε να γράφει σε διάφορα αριστερά περιοδικά, με το ψευδώνυμο E. Tufekci. Έφυγε από την Τουρκία με το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1971 και επέστρεψε το 1974. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του Τουρκικού Εργατικού Κόμματος. Το 1979 πραγματοποιείται απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, από την οποία τραυματίστηκε σοβαρά. Με το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980 έφυγε πάλι, στη Σουηδία αυτή τη φορά, όπου έζησε μέχρι το 1992, οπότε επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο Καπετάν Κεμάλ ζούσε μέχρι το τέλος, με τη γνωστή συγγραφέα Σεβίμ Μπελί (Sevim Belli).

Συγγραφικό έργο

Ο Καπετάν Κεμάλ συνδυάζοντας την ακαδημαϊκή του συγκρότηση και την πλούσια αγωνιστική του δράση, έγραψε αρκετά βιβλία πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου. Ορισμένοι τίτλοι βιβλίων του είναι οι εξής:
Savci Konustn, Soz Sanigindir – Ο εισαγγελέας μίλησε, ο λόγος στον κατηγορούμενο (1962)
Milli Demokratik Devrim – Εθνική Δημοκρατική Επανάσταση (1968)
Devrimci Hareketimizin Elestirisi 1961-1971 – Κριτική του Επαναστατικού Κινήματος 1961-1971 (1977)
TKP nin Tarihsel Komunu – Ιστορική πορεία του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος (1978)
Rigas in Dedigi – Τάδε έφη Ρήγας Φεραίος (1987)
Anilar II Cilt – Αναμνήσεις δύο τόμοι (1988)
Gurbetten Notlar – Turkiye Solu – Σημειώσεις από την εξορία – Η Αριστερά στην Τουρκία (1996)
Yaratici Marksizm ve Dunya Ustune – Δημιουργικός Μαρξισμός και Κόσμος (1996)
 Στα ελληνικά (εκδόσεις Αλφειός) εκδόθηκε το 2009 το βιβλίο Καπετάν Κεμάλ, Αναμνήσεις από τον ελληνικό εμφύλιο, σε μετάφραση της Φραγκώ Καραογλάν (το βιβλίο αυτό είχε κάνει ήδη τρεις εκδόσεις στην Τουρκία, το 1985, 1987 και 1988 με τον τίτλο Gerilla Anilari – Yunan İç Savaşindan). Στο βιβλίο του, ο Μπελί αναφέρεται στους ανθρώπους που συμμετείχαν στην αντίσταση, στον αδικοχαμένο ανθό της ελληνικής πρωτοπορίας, σε εκείνους τους «ευτυχισμένους ανθρώπους» των τραγικών περιπετειών της Αριστεράς, στους οπλισμένους με τη χαρά και την αισιοδοξία του δίκαιου αγώνα. Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Η έχθρα που είχε συσσωρευθεί μέσα μου από τη σοβινιστική προπαγάνδα τόσων χρόνων, διαλύθηκε μέσα σ’ εκείνη την εβδομάδα που έζησα στην Αθήνα και είδα καθαρά στα μάτια των Ελλήνων τα φιλικά, τα αδερφικά αισθήματα που έτρεφαν για μας. Οι πρόσφυγες, οι Καραμανλήδες, δάκρυζαν στο άκουσμα της λέξης “Τουρκία”. Τα αισθήματα αδελφοσύνης ανάμεσα σε δυο λαούς που είχαν ζήσει για αιώνες μαζί βάραιναν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Την τελευταία μέρα έγινε η αποχαιρετιστήρια συγκέντρωση. Ήχησαν ξανά τα συνθήματα “Ζήτω η Τουρκία” και “Ζήτω η Ελλάδα”. Αυτή τη φορά φώναξα “Ζήτω η Ελλάδα” μ’ όλη μου την καρδιά. Είχα καταλάβει ότι δεν χρειαζόταν να πάψει να υπάρχει η Ελλάδα για να υπάρξει η Τουρκία. Όλοι οι λαοί είναι αδέλφια, αλλά ο Τούρκος και ο Έλληνας είναι ακόμα πιο κοντά ο ένας με τον άλλο.
_____________
Όσα κι αν είναι τα λάθη που έγιναν, ο ελληνικός εμφύλιος, με τα θετικά του και τα αρνητικά του, είναι κομμάτι του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, που δίνει, αιώνες τώρα, όχι μόνο ο ελληνικός λαός αλλά ολόκληρη η προοδευτική ανθρωπότητα. Αυτοί που είχαν κάνει τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στο ιμπεριαλιστικό μέτωπο, αντιστέκονταν τώρα στην απόπειρα ενός άλλου ιμπεριαλιστικού μετώπου, που είχε έρθει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις φορώντας τη μάσκα του συμμάχου για να επιβάλει τη κηδεμονία του, με την υποστήριξη των πλέον αντιδραστικών και προδοτικών δυνάμεων. Έτσι, για χρόνια, η καρδιά της παγκόσμιας επανάστασης χτυπούσε στα ελληνικά βουνά. Δεν χάθηκαν μάταια τόσοι άνθρωποι. Ο Μπαλζάκ λέει κάπου: «δεν υπάρχει πιο γόνιμο έδαφος απ’ αυτό που έχει ποτιστεί με το αίμα των ανθρώπων που έπεσαν για να το υπερασπιστούν». Αυτό ισχύει και σήμερα στην Ελλάδα. Αν σήμερα υπάρχει δημοκρατία στην Ελλάδα, αν, για να πάμε λίγο πιο πίσω, στην περίοδο της δικτατορίας, η ελληνική χούντα που εκτελούσε χρέη χωροφύλακα των ίδιων αποικιοκρατικών δυνάμεων, δεν άπλωσε την τυραννία της, στο βαθμό που το έκανε η χούντα της Άγκυρας, αν αναγκάστηκε να καλύψει έστω και λίγο τη δουλικότητά της στον ιμπεριαλισμό και δεν τον υπηρέτησε όσο εκείνη στην Τουρκία, αυτό οφείλεται στις θυσίες του ελληνικού λαού, στη θύμηση εκείνων που χάθηκαν για την ελευθερία. Όσοι πολέμησαν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού, τίμησαν το Ελληνικό Έθνος. Κι εγώ, ως Τούρκος, νιώθω περήφανος και ευτυχής που συμμετείχα σ’ αυτό τον λαμπρό αγώνα, εκτελώντας ένα ταπεινό καθήκον, που πολέμησα σ’ έναν δίκαιο αγώνα, δίπλα στα πιο τίμια, τα πιο γενναία παλικάρια του ελληνικού λαού. Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα, την περίοδο εκείνη, υπήρξε ένα μέτωπο όπου ο ψυχρός πόλεμος είχε μετατραπεί σε θερμό.»

Μια ζωή σαν ταινία

Η τρικυμιώδης ζωή του Καπετάν Κεμάλ έγινε περισσότερο γνωστή στο ευρύ κοινό, μέσα από τοντοκιμαντέρ του Φώτου Λαμπρινού με τον τίτλο Καπετάν Κεμάλ, ο Σύντροφος το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ της Θεσσαλονίκης το 2009. Ορισμένα αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ:
Πηγές:
πηγή:parallhlografos.wordpress

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Σαν σήμερα το 1926 ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου.Το πρόγραμμα του

Σήμερα συμπληρώνονται 85 χρόνια από τη μέρα που ιδρύθηκε επίσημα το τιμημένο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου. Τον δεκαπεντάυγουστο του 1926, σε ένα ταπεινό σπίτι της οδού Βασιλείου Μακεδόνος στη Λεμεσό, πραγματοποιήθηκε το πρώτο(ιδρυτικο) του συνέδριο. Στο συνέδριο που έγινε κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας, έλαβαν μέρος 22 στελέχη του ΚΚΚ. Το συνέδριο αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 όταν εμφανίστηκαν στην Κύπρο οι πρώτοι κομμουνιστικοί πυρήνες(λεπτομέριες για το ιστορικό μπορείτε να δείτε στο αφιέρωμα που παρουσιάζουμε στις τελευταίες μας αναρτήσεις για την ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στην Κύπρο).

Με την ευκαρία αυτή δημοσιεύουμε το πρόγραμμα του ΚΚΚ όπως παρουσιάστηκε συνοπτικά για πρώτη φορά στην πρώτη έκδοση της εφημερίδας ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, που ήταν το εκφραστικό όργανο του ΚΚΚ και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τη πρωτοχρονιά του 1925:

..Από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεως μας, θεωρούμε χρέος μας να πούμε καθαρά και ξάστερα τον σκοπό για τον οποίο εκδιδόμαστε (ως εφημερίδα του ΚΚΚ)
Και απευθυνόμεθα σε σας εργάτες και χωρικοί γιατί ξέρουμε πως μονάχα στη δική σας ψυχή θα βρουν απήχηση τα λόγια μας αυτά.

Δεν απευθυνόμεθα στους πλουτοκράτες αστούς γιατοί αυτοί έχοντας τελείως αντίθετα συμφέροντα με τις απόψεις μας, ποτέ τους δεν θα πουν πως μιλάμε ορθά, ποτέ τους δεν θα πουν πως έχουμε δίκιο.
Πως να μην έχουμε εναντίον μας όταν ο σκοπός μας, φτωχέ εργάτη και ξεκληρισμένε χωρικέ, θα είναι το οικονμικό σου ξεσκλάβωμα; Πως να μην θορυβηθούν και πως να μην ξελαρυγγισθούν εναντίον μας, όταν ο απώτερος σκοπός μας είναι να σταματήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο? Αυτοί ξέρουν πολύ καλά πως σημαίνει το σταμάτημα του θησαυρίσματος τους από τον άγιο ιδρώτα σας και τον τίμιο κόπο σας και γι αυτό ακριβώς θα τους δείτε όλους μαζί ενωμένους να συκοφαντούν τον αγώνα μας και να κτυπούν κάθε σας συνειδητό ξύπνημα.

Να αδιαφορήσετε όπως και μεις αδιαφορούμε. Πετάξετε από μέσα σας κάθε πρόληψη και σκουριασμένη ιδεά και ακολουθείστε μας στον αγώνα μας που είναι και δικός σας αγώνας. Και για να πετύχουμε τον σκοπό μας θα αρχίσουμε να κτυπούυμε το κακό στη ρίζα του: η πρώτη μας φροντίδα είναι να εξαλείψουμε κάθε φυλατικό μίσος που υπάρχει ανάμεσα στους κατοίκους του νησιού μας, να μάθουμε στη μάζα πως οι άνθρωποι δεν χωρίζονται πια σε Έλληνες και Τούρκοι για να αλληλοτρώγονται για τα μεγαλεία των πατρίδων τους, αλλά σε φτωχούς και πλουτοκράτες. Θα γίνουμε οι κήρυκες της αγάπης και της ενώσεως όλων των φτωχών για την ομαδική επιδίωξη των συμφερόντων τους. Πιστεύοντας ότι η ευτυχία ενός τόπου έρχεται μαζί με την πραγματική του ελευθερία, θα σταθούμε αντιμέτωποι κάθε πατριδοκάπηλου εθνικιστή πολιτικάντη και θα εργαστούμε για την ανεξαρτησία της Κύπρου υπό μια εργατοαγροτική κυβέρνηση, με πλήρη δικαιώματα ελευθερίας από λαό μακράν πάσης επιρροής και προστασίας εκ των έξω.

Από τις στήλες αυτές θα καυτηρίασουμε  με το μεγαλύτερο θάρρος την αδιαφορία του Άγγλου καταχτητή, που έδειξε για τις οικονομικώς καταβαθρωμένες τάξεις  της νήσου μας και κάμνοντας το πρώτο μας βήμα θε επιδιώξουμε την ίδρυση σ όλη την Κύπρο αγροτικών και εργατικών ενώσεων, που ενωμένες κάτω από το Κομμουνιστικό Κόμμα μας, θα επιδιώξουν τη σύντομη ανακούφιση του γεωργικού και εργατικού πληθυσμού και την απόκτηση των πολιτικών ελευθεριών του.

Εργάτες, χωρικόι και φτωχοί βιοπαλαιστές:

Αυτό είναι το πρόγραμμα για το οποίο εκδίδεται ο Νέος Άνθρωπος. Ο σκοπός μας είναι αποκλειστικά σκοπός σας. Ο Νέος Άνθρωπος μακριά από κάθε ανήθικη σκέψη υλικής εκμετάλλευσης, μακριά από τη σαπρία δουλικών ιδανικών, θα γίνει ο μόνος αντίλαλος του πόνου και της δυστυχίας σας, θα είναι ο μόνος διεκδικητής των πραγματικών σας συμφερόντων.

Φτωχέ εργάτη, ξεκληρισμένε χωρικέ. Δυστυχισμένε βιοπαλαιστή, όποιοι κι αν είστε τούρκοι η ρωμιοί, ο Νέος Άνθρωπος είναι ανάγκη να το καταλάβετε καλά, πως είναι η εφημερίδα που θα αγωνιστεί για την οικονομική σας ανεξαρησία, είναι η εφημερίδα που θα αγωνίζεται για την πραγματική σας ελευθερία. Ο αγώνας που αναλάβαμε είναι σκληρός. Εμείς έχουμε πλήρη συναίσθηση της σημασίας του. Είναι όμως ανάγκη να το καταλάβετε κι εσείς. Χωρίς το δικό σας ξύπνημα τίποτε δεν μπορεί να γίνει. Ειναι ανάγκη να πετάξετε από μέσα σας όλα τα υπνωτικά δηλητήρια που ίσα με σήμερα σας πότιζαν οι πλουτοκράτες αρχηγοί σας. Ξυπνήστε και δόστε μας το χέρι σας. Μόνο έτσι θα έρθει η Νίκη με το μέρος μας.
                                                                                                      Ο ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Παρακάτω ένα ποίημα του Θεοδόση Πιερίδη αφιερωμένο στην ίδρυση του ΚΚΚ:

Μέσα σε κείνους τους τέσσερις τοίχους της Λεμεσού δεν ήτανε μόνον 22 άνθρωποι, ούτε καν 2 μικρές δωδεκάδες από γυναικες και άντρες της Κύπρου. Ήταν οι δρόμοι κι οι γειτονιές με τους ρόζους του μόχθου τους...

Ήταν οι κάμποι με τη χωματένια τους αγκούσα, οι θάλασσες με τα καματερά τους πλεούμενα, οι υπόγειες στοές με τις μεταλλικές τους ανταύγιες και τη μεταλλική σκληρότητα των ξένων τους μετόχων.

Μέσα σε κείνους τους τέσσερις τόιχους, ήταν ολάκερο το τριανταφυλλένιο νησί μας, ίσα με το στερνό χωριουδακι που θα το νόμιζες ναρκωμένο για πάντα μες στη βουνίσια ακινησία του.

Ύστερα γίνηκε ένα ρέμα βαθύ, ένα μεγάλο ποτάμι που βγήκε στον ήλιο και πιλαλά κατά τη θάλασσα του μέλλοντος.

Εκείνοι οι 22 άνθρωποι γινήκαν το ίδιο το μέλλον, γινήκαν η ελπίδα των ανθρώπων να μείνουν άνθρωποι κι η ελπίδα της Κύπρου να γίνει ως εκείνη θέλει, εμείς που γίναμε πολλόι, εμείς που ρίξαμε αμέτρητες ρίζες σ όλο το χώμα της Κύπρου μας.
/
Και τώρα σ όλο το χώμα της Κύπρου μας, μιλούμε για το ψωμί και μιαν ευτυχία που αγάλι-αγάλι ανεβαίνει σαν καλοζυμωμένο ψωμί. Μιλούμε για μια ειρήνη που αγάλι-αγάλι καταχτιέται όπως η ευτυχία και το ψωμί. Μιλούμε για το τριανταφυλλένιο νησί μας και για τον κόσμο που ετοιμάζεται να ανθοβολήσει τριαντάφυλλα και ψωμί.
Τώρα μπορούμε δικαιωματικά να τραγουδήσουμε τη Λευτεριά και τη Διεθνή.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Η Αριστερά την δεκαετία του 50


Αυτό είναι και το τελευταίο μέρος του αφιερώματος σε ότι αφορά τη εξαιρετική έρευνα του συντρόφου Αντρέα Παναγιώτου(τον οποίο ευχαριστούμε για άλλη μια φορά). 

(Για τη Αριστερά σ αυτή τη περίοδο εμείς κρατάμε και μια κριτική στάση στο ότι δεν κατάφερε να κερδίσει τη ιδεολογική ηγεμονία στον αντιαποικιακό αγώνα που να εκφραζόταν με όλες τις μορφές πάλης, με αποτέλεσμα να ηγεμονεύσει η εθναρχία και να αναλάβει η ΕΟΚΑ με αρχηγό τον δοσίλογο χίτη ταγματασφαλίτη Γρίβα, με τις γνωστές συνέπειες. Γι αυτά όμως θα ασχοληθούμε αναλυτικά με δικό μας κείμενο άλλη φορά)..

Η νέα δυναμική που εμφανιζόταν τόσο παγκόσμια όσο και τοπικά εκραγηκε τον Δεκέμβρη του 1954 όταν ο ΟΗΕ απέρριψε και πάλιν αίτηση για συζήτηση του κυπριακού. Σε εκείνες τις εκδηλώσεις οι απεργίες και διαδηλώσεις της αριστεράς βρέθηκαν στον ίδιο δρόμο με τους εθνικόφρονες (κατά κύριο λόγο μαθητές) που κινητοποιούσε η εθναρχια. Για την αριστερά, ωστόσο, οι εκδηλώσεις του Δεκέμβρη εκτός από τα θετικά της αντιαποκιακης ενότητας είχαν και μια προβληματική διάσταση: την εμφάνιση αντιτουρκικων συνθημάτων. Η αριστερά είχε ήδη προχωρήσει το 1952 στην σύσταση ειδικού γραφείου της ΠΕΟ για τους τ/κ (και υπήρχε μια σαφής άνοδος στην συμμετοχή τ/κ στα συντονιστικά όργανα των συντεχνιών) ενώ το 1955 κυκλοφόρησε η εβδομαδιαία τ/κ αριστερή εφημερίδα, Inkilapci.

 Όταν εκδηλώθηκε η ΕΟΚΑ η αντίδραση της αριστεράς ήταν έντονη – χρησιμοποιώντας και εκφράσεις της τότε πολιτικής αντιπαράθεσης («βαρελοττα», «ψευτοδιγενηδες») που μετά αποσύρθηκαν. Οι ανησυχίες που υπήρχαν οξύνθηκαν όταν δημοσιοποιήθηκε το φυλλάδιο που βρέθηκε στο πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος» (και το οποίο ήταν ουσιαστικά το πρώτο φυλλάδιο της ΕΟΚΑ) το οποίο καλούσε «τους κομμουνιστές» να παραμείνουν αμέτοχοι και να αποδεκτουν την ηγεσία του αντί-αποικιακού αγώνα από την νέα ένοπλη οργάνωση της εθναρχιας. Το ΑΚΕΛ είχε ήδη τοποθετηθεί για την ανάγκη «ενιαίου μετώπου» (ενώ η εθναρχια επέμενε στο μονοπώλιο της ηγεσίας του «αγώνα» - κάτι που η ΕΟΚΑ διεκδικούσε και ένοπλα) και τακτικές αγώνα με άξονα την κινητοποίηση/«συμμετοχή του λαού». Στην ουσία διεξάγονταν τότε δυο αντιαποικιακοι αγώνες – της ΕΟΚΑ και της αριστεράς. Σύμφωνα μάλιστα με τα βρετανικά αρχεία οι κινητοποιήσεις της αριστεράς στις πόλεις ήταν σαφώς μαζικότερες από αυτές της εθναρχιας/ΕΟΚΑ την περίοδο 1955-59.

Αν και ήταν σαφές ότι το ΑΚΕΛ δεν εμπλεκόταν στην ένοπλη στροφή του αντιαποικιακου κινήματος, οι βρετανοί θεώρησαν ότι ήταν η ευκαιρία να το ξεφορτωθούν – ήδη μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια καταστολής του 1945 υπήρχαν σε αποικιακές αναφορές εκτιμήσεις ότι η επίθεση έπρεπε να εστιαστεί στο ΑΚΕΛ. Έτσι το Δεκέμβρη του 1955 η βρετανική αποικιακή διοίκηση συνέλαβε 135 ηγετικά στελέχη της αριστεράς και κήρυξε παράνομο το ΑΚΕΛ και συνδεόμενες οργανώσεις η έντυπα/εφημεριδες - συμπεριλαμβανομένης και της τ/κ  Inkilapci. Όμως αυτήν την φορά, μετά την εμπειρία του 1945, δεν κηρύχθηκαν παράνομες οι συντεχνίες και ούτε φυσικά το δίκτυο των τοπικών συλλόγων που συγκροτούσαν την αριστερά σαν μια «παράλληλη κοινωνία». Οι βρετανοί ήταν σαφείς στην ανακοίνωση της απαγόρευσης ότι θεωρούσαν το ΑΚΕΛ υπεύθυνο για το κλίμα της υπονόμευσης που είχε αγγίξει τώρα και νομιμόφρονα τμήματα του πληθυσμού.
«Είναι αυτοί (οι κομμουνιστές) οι οποίοι ανέπτυξαν ολοκληρον τον μηχανισμον «αγώνος» εναντίον της καθεστηκυίας τάξεως – τας μαζικας διαδηλώσεις, τας πολιτικας απεργίας, την αναγραφή συνθημάτων, την στασιαστικην προπαγάνδα και τα υπερμεγέθη υπομνήματα. Το γεγονός ότι μεγάλη μερις του πληθυσμού δέχεται τώρα την βία (..) οφείλεται κυρίως εις αυτούς.»
Όμως ενδεχομένως να υπήρχε και ένας πιο συγκεκριμένος άμεσος στόχος: λίγες βδομάδες μετά οι βρετανοί έκλεισαν και την ανεξάρτητη εφημερίδα «Εμπρός» του Σ. Αγγελίδη (η οποία έκφραζε  την αριστερά) λόγω της κριτικής που ασκούσε στον Μακάριο για την στάση τους στις συνομιλίες. Αλλά όπως έγινε και το 1949 όταν απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του «Δημοκράτη», η αριστερά, απλά, προχώρησε στην έκδοση νέας εφημερίδας, την «Χαραυγή».

Η εξορία του Μακάριου και η αρχή των δικοινοτικών συγκρούσεων το 1956 φαινόταν να επιβεβαιώνει τις ανησυχίες της αριστεράς. Όμως στα πλαίσια της στρατηγικής της ενότητας αλλά και της συγκίνησης που προκάλεσαν οι θάνατοι στελεχών της ΕΟΚΑ, το 1957 το ΑΚΕΛ έκαμε αυτοκριτική για τους χαρακτηρισμούς του Απρίλη του 1955 – διατηρώντας, ωστόσο, την βασική του θέση ότι η ένοπλη στροφή του αντιαποικιακού αγώνα ήταν λάθος και οδηγούσε σε αδιέξοδα όπως φαινόταν ήδη από την δικοινοτική σύγκρουση.

Το καλοκαίρι του 1957 η ΕΟΚΑ στράφηκε αποφασιστικά ενάντια στην αριστερά – τον Αύγουστο οι επιθέσεις ενάντια σε αριστερούς και χώρους των «λαϊκών οργανώσεων» εντάθηκαν εκφράζοντας ίσως και το γεγονός ότι είχε πια αρχίσει να διαφαίνεται ότι η Κύπρος όδευε σε λύση ανεξαρτησίας. Στις αρχές του 1958 οι επιθέσεις άρχισαν να παίρνουν την μορφή συντονισμένης εκστρατείας εκφοβισμού. Στις 21 Ιανουαρίου σε μια νύχτα δολοφονήθηκαν 2 αριστεροί σε δυο χωριά της ανατολικής Κύπρου. Ο Γρίβας  ήταν σαφής για τους στόχους της επίθεσης:
« Ενδείκνυται να τους (τους κομμουνιστές) εξωντωσωμεν ως πολιτικήν οντότητα, ώστε να μην είναι πλέον υπολογίσιμος δυνάμενη δια των αποφάσεων της να επηρεάζει το εθνικον ζήτημα, όπως συνέβαινε μέχρι τούδε.» (Επιστολή στον μητροπολίτη Άνθιμο, 25/1/1958)

Τον Μάιο οι αντικομμουνιστικές επιθέσεις κορυφώθηκαν και στις 2 κοινότητες καθώς οι τ/κ εθνικιστές εξαπέλυσαν το δικό τους πογκρόμ ενάντια στους τ/κ αριστερούς. Η πρωτομαγιά του 1958 ήταν ουσιαστικά τελευταία πρωτομαγιά της δικοινοτικής αριστεράς. Οι ε/κ αριστεροί αντέδρασαν έντονα και εμφανίστηκαν ρήγματα (ξανά – όπως και το  1948 με τις απεργίες) ανάμεσα στην κομματική ηγεσία και την ευρύτερη κουλτούρα της αριστεράς. Η ηγεσία και ο κομματικός μηχανισμός είχαν πάρει σαφή θέση ότι η στάση της αριστεράς έπρεπε να είναι η «ενότητα» και άρα η μη απάντηση στις «προκλήσεις». Στο λαϊκό επίπεδο, ωστόσο, ομάδες αριστερών αντέδρασαν όπως η «κόκκινη φρουρά» το 1930 και οι απεργοί του 1948 – διεκδικώντας με την βία τον σεβασμό στο «λαϊκό κινημα/αγωνιστες». Σε ένα φυλλάδιο της περιόδου που κυκλοφόρησε στο Βαρωσι αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«..σήμερα, ύστερα από τόσα γεγονότα, κτυπήματα, φοβέρες και δολοφονίες, μια νέα οργάνωση με τίμιους αγωνιστές είναι έτοιμη να πολεμήσει στήθος με στήθος δια να εξαναγκάσει την δεξιά να πάψει να στέλλει τους τραμπούκους της και να υβρίζουν, και να κτυπούν και να δολοφονούν τίμιους αγωνιστές…
(..) Για αυτό ας μελετήσουν σήμερα γιατί αλλιώς θα είναι αργά. Για κάθε δάκτυλο που θα χάνει ένας τίμιος λαϊκός αγωνιστής πρέπει και θα ξεκαθαρίζουμε δέκα και θα δίνουμε και φωτιές ακόμα στα καταστήματα τους, για να μάθουν να σέβονται τον λαό.»
Ο Παπαϊωαννου καταγράφει ότι δέχτηκε φοβερή πίεση λόγω της άρνησης της ηγεσίας να δεχτεί να εξοπλιστούν οι αριστεροί σε μερικά χωριά, ενώ η οργή στις πόλεις εκφράστηκε έντονα με απεργίες, διαδηλώσεις αλλά και συγκρούσεις.

Η επίθεση της δεξιάς όμως δεν ήταν καθολική (και αυτό ήταν το σημείο στο οποίο εστίαζε η ηγετική ομάδα και ο κομματικός μηχανισμός): μια μεγάλη μερίδα της δεξιάς δεν ακολούθησε την στρατηγική του Γρίβα - ιδιαίτερα όταν τα εγκλήματα έφτασαν στο επίπεδο βαρβαρότητας του πετροβολισμού μέχρι θανάτου του Σάββα Μενοικου στην αυλή της εκκλησίας του Λευκονοικου. Ακόμα και ο Μακάριος παρέμβηκε από την εξορία. Ήδη το μέλλον ήταν σαφές. Μετά και από το δικοινοτικό αιματοκύλισμα του καλοκαιριού (που ακολούθησε το ιδεολογικό αιματοκύλισμα της δικοινοτικής αριστεράς τον Μάιο), ο Μακάριος αποδέχτηκε τον Σεπτέμβρη του 1958 την ανεξαρτησία. Η ιστορική θέση της αριστεράς από το 1920 δικαιωνόταν την ίδια ακριβώς στιγμή που η αριστερά βίωνε την πιο αιματηρή προσπάθεια καταστολής της. Και αυτή η καταστολή για την τ/κ αριστερά ήταν σαφώς πιο έντονη και οδήγησε τους τ/κ αριστερούς στην εξορια, την ημιπαρανομία και την σιωπή/λογοκρισια.

Στις εκλογές του 1959-60 η αριστερά ακολούθησε την δυαδική γραμμή που είχε αναπτύξει μέσα από την ιστορική της εμπειρία: αυτονομία-ενότητα. Στις προεδρικές κατέβηκε με υποψήφιο τον Ιωάννη Κληριδη. Αν και η θέση της αριστεράς περιείχε και μια κριτική για την εγκατάλειψη της ένωσης, η ουσία της θέσης της ήταν η ημιτελής μορφή της από-αποικιοποιησης. Και η υποψηφιότητα του Κληριδη, του κεντρώου φιλελεύθερου πολιτικού που είχε ταυτιστεί με τους αγώνες για την αυτοκυβέρνηση το 1947, ήταν μια σαφής υπόμνηση. Σε εκείνες τις εκλογές η αριστερά κατέγραψε τα ιστορικά της κομματικά ποσοστά (γύρω στο ένα τρίτο των ε/κ ψηφοφόρων) τα οποία θα διατηρήσει με εκπληκτική συνέπεια τις επόμενες δεκαετίες. Στις βουλευτικές, αντίθετα, το ΑΚΕΛ ακολούθησε την γραμμή της «ενότητας» αποδεχόμενο να πάρει μόνο 5 έδρες στα πλαίσια μιας συμφωνίας με το Πατριωτικό Μέτωπο – το κόμμα - διάδοχο σχήμα της ΕΟΚΑ. Διότι πέρα από τα κομματικά του ποσοστά το ΑΚΕΛ και η αριστερά ( οι αριστερογενεις ψηφοφόροι) κάλυπταν και μια μερίδα του κέντρου – όπως έδειξαν και οι εκλογές του 1970 αλλά και οι προεδρικές εκλογές από το 1988 και μετά.

Αλλά αυτό είναι μέρος μιας άλλης ιστορικής περιόδου.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

  • Ατταλιδης Μιχάλης, Τα Κόμματα στην Κύπρο [1878 – 1955], στο «Κυπριακά 1878-1955», Έκδοση Δήμου Λευκωσίας, 1986.
  • An Ahmet, Μια Επισκόπηση του Παρελθόντος και Παρόντος της Τουρκοκυπριακής Αριστεράς, στο Εξ Υπαρχης, τ. 47-51.
  • Βατυλιωτης Χαράλαμπος (Βατης), Μερικά Επίκαιρα Πολιτικά Ζητήματα, 1931 – αναδημοσίευση: Εντός τωνΤειχων, τ. 39 – 40, 1989 (Στο κείμενο σαν συγγραφέας αναφέρεται ο «Νίκος Κλεομένης», το οποίο θεωρείται ψευδώνυμο του Βατη)
  • Βαρνάβα Παντελής, Παλεύοντας για την Ζωή (αναμνήσεις βετεράνων], έκδοση ΠΕΟ, Λευκωσία, 1990.
  • Βαρνάβα Παντελής, Τα Μεταλλεία της Κύπρου, έκδοση ΠΕΟ, Λευκωσία, 1993.
  • Βαρνάβα Παντελής, Κοινοί Αγώνες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Λευκωσία, 1997.
  • Γραικός Κώστας, Τα Οκτωβριανά και το Κ.Κ.Κ., Λευκωσία , 1994.
  • Ιωάννου Γρηγόρης, Αγροτικές Κολλεκτιβες στην Κύπρο. Εστιάζοντας σε ένα Υβρίδιο της Ύστερης Αποικιακής Περιόδου, 2006, Επετηρίδα Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών.
  • Ιωάννου Φιφης, Έτσι Άρχισε το Κυπριακό, στα Αχνάρια μιας Δεκαετίας (1940 – 1950), Εφ. Απογευματινή,  Μάρτης-Αύγουστος 1976. Ολόκληρο το κείμενο εκδόθηκε σε βιβλίο σε δυο εκδόσεις: Από τις εκδόσεις ΙΜΜΕ Intercollege το 2004 έγινε η έκδοση με τίτλο «Ο Φιφης Ιωάννου, η Αριστερά και το Κυπριακό», επιμ. Νίκος Περιστιανης. Η έκδοση περιλαμβάνει και επιπρόσθετα στοιχεία, συνεντεύξεις και αναλύσεις για τον Φιφη και την αριστερά. Από τις εκδόσεις Φιλίστωρ εκδόθηκε το ίδιο κείμενο το 2005 (σε επιμέλεια Γαβριήλ Παπα) με στοιχεία από τα «Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας»  για τις σχέσεις ΑΚΕΛ-ΚΚΕ.
  • Κακουλλη Λουκά, Αδάμ Αδάμαντος: το Αηδόνι της Αμμοχώστου, Λευκωσία, 2002.
  • Λεφκη Γιάννης, Οι Ρίζες: Ιστορική Μελέτη, Λεμεσός, 1984.
  • Κατσιαουνης Ρολανδος, Η Διασκεπτική, 1946 – 1948, Έκδοση Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 2000.
  • Loizos Peter, Αλλαγές στην Δομή της Κοινωνίας, στο «Κυπριακά 1878-1955», Έκδοση Δήμου Λευκωσίας, 1986.
  • Μαχλουζαριδη Παναγιώτη, Κύπρος 1940 – 60, Ημερολόγιο των Εξελίξεων, Λευκωσία, 1985.
  • Παναγιώτου Αντρέας, Συνοριακές Εμπειρίες: Ερμηνεύοντας τον Πατριωτισμό της Κυπριακής Αριστεράς, στο Το Πορτοκαλί της Κύπρου (επιμ. Ν. Τριμικλινιοτης), εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2005.
  • Παπαϊωαννου Εζεκίας, Ενθυμήσεις από την Ζωή μου, Πυρσός, Λευκωσία, 1988.
  • Παιονιδη Πανικου, Ανδρέας Ζιαρτιδης: Χωρίς Φόβο και Πάθος, Λευκωσία, 1995.
  • Πουμπουρη Μιχάλης, Μέρες Δοκιμασίας, Λευκωσία, 1993.
  • Σερβα Πλουτης, Ευθύνες, τόμος Α, εκδ. Γραμμή, Αθήνα, 1985.
  • Σερβα Πλουτης, Όταν Ήμασταν Παιδιά.., Λευκωσία, 1993.
  • Φάντη Ανδρέας, Η Διασκεπτική, Λευκωσία, 1993.
  • Φάντη Ανδρέας, Από τον Λαο..με τον Λαο..για τον Λαο, Λευκωσία 1997.


Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Η μεγάλη σύγκρουση: 1948

Συνέχεια του αφιερώματος για την ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στην Κύπρο.

Αμέσως μετά τον θάνατο του Λεοντιου οι χειρότεροι φόβοι της αριστεράς επαληθεύθηκαν. Μέσα σε εκλογές που χαρακτηρίζονταν από τον απόλυτο έλεγχο πια του εκκλησιαστικού μηχανισμού από την ακροδεξιά/μητροπολη Κερυνειας, εκλεγηκε αρχιεπίσκοπος ο αντικομμουνιστής Μακάριος ΙΙ. Υπήρξαν κατηγορίες για καλπονοθεία, ενώ η κατασκευή του εκλογικού αποτελέσματος πήρε και την μορφή προληπτικής εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων: γνωστοί αριστεροί αφαιρούνταν από τους κατάλογους σαν άθεοι. Και σαν να μην έφταναν αυτά η αριστερά δεν είχε ουσιαστικά υποψήφιο αφού ο προτεινόμενος υποψήφιος, ο Δερκων, αναγκάστηκε να αποσυρθεί μετά από εξωτερικές πιέσεις. Έχοντας πια τον απόλυτο έλεγχο της εκκλησίας η δεξιά άρχισε να αυξάνει την ένταση της αντιπαράθεσης με την αριστερά – χρησιμοποιώντας και τον εμφύλιο στην Ελλάδα. Σύντομα, λ.χ., οι πιέσεις και οι «εκκαθαρίσεις» αριστερών επεκτάθηκαν και στα σχολεία

Το 1947 η αποικιακή κυβέρνηση συγκάλεσε Διασκεπτική Συνέλευση για την συζήτηση νέου συντάγματος μέσα στα πλαίσια που δημιουργούνταν μετά το τέλος του πολέμου. Η δεξιά η οποία ήταν ουσιαστικά φιλοαγγλικη (και ενωτική, αλλά αυτό δεν ήταν κατ’ ανάγκη, τότε, αντιφατικό) μετά από μερικές αμφιταλαντεύσεις, αρνήθηκε να λάβει μέρος στις εκλογές - ύστερα από παρεμβάσεις και από την Αθήνα όπως τεκμηριώνει ο Ρ. Κατσιαουνης. Υπήρχε, όμως, και η ανησυχία στην ηγεσία της δεξιάς ότι αν γινόντουσαν εκλογές θα τις κέρδιζε η αριστερά – σύμφωνα και με τις αναφορές του τότε Έλληνα Πρόξενου στον Κύπρο. Και αυτό σήμαινε ότι μια σημαντική διάσταση της διαμάχης για το νέο σύνταγμα είχε να κάνει και με την διαχείριση της τοπικής εξουσίας – και η δεξιά, η οποία ουσιαστικά επάνδρωνε τον αποικιακό μηχανισμό, κινδύνευε σαφώς να χάσει πολλά. Από την άλλη η αριστερά και το λαϊκό κίνημα ήταν αναμενόμενο να λάβουν μέρος στις συζητήσεις για την Διασκεπτική και να επιδιώξουν δημοκρατικές εκλογές, αφού μέρος του προγράμματος και της πρακτικής τους, ήταν ακριβώς ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας – και η έκφραση αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων. Αλλά σε αυτήν την παράταξη υπήρχε και μια σαφής καχυποψία για τις προθέσεις των «άγγλων ιμπεριαλιστών». Εκφραστικό της αριστερής ρητορικής σε αυτήν την αντιπαράθεση που είχε να κάμει και με τον εκδημοκρατισμό αλλά και με την ταξική σύγκρουση που αναπτυσσόταν και οδηγειτο σε κορύφωση το 1948,  είναι το ακόλουθο απόσπασμα από ομιλία του Α. Αδάμαντος:

«Εκτός από τες συγκινητικές κραυγές και τες μελοδραματικές εξάρσεις ενός εθνικόφρονος θεατρινισμού, η κεκκοφροσυνη τίποτε δεν κάμνει για να μας πείσει για την ειλικρίνεια των σκοπών της η μάλλον κάμνει το παν για να μας πειση υπέρ του εναντίου. Ομιλεί για τα ελληνικά ιδεώδη, πιστεύει όμως εις την παντοδυναμία της λίρας. Ομιλεί για ελευθερία, προσέχει όμως να μη ραγίσουν οι κρίκοι της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που δεσμεύει τη λευτεριά μας και μας κρατεί υπόδουλους. Μυκτηρίζει την απόκτηση δικαιωμάτων, μεριμνα όμως για να μην της φυγη από τα χέρια τίποτε από όσα της χρειάζονται για να εκμεταλλεύεται οικονομικά και να εξουσιάζει τυραννικά το λαό μας.»

Στο αντιαποικιακο πλαίσιο η στρατηγική της «αυτοκυβέρνησης-ένωσης» (σαν μια μορφή της μετέπειτα ρητορικής του «εφικτού-ευκταίου») έμοιαζε συγκριτικά και με μια έμμεση κίνηση/στροφη της αριστεράς προς τις ανεξαρτησιακες της ρίζες. Η διεκδίκηση της «πλήρους αυτοκυβέρνησης» με την οποία κορυφώθηκε το 1948 η αντιπαραθεση αριστεράς- βρετανών, έγινε σημείο αναφοράς στο λαϊκό επίπεδο με μαζικές αντιαποικιακες και ταξικές  κινητοποιήσεις. Κατά την διάρκεια της απεργίας των αμιαντορυχων, λ.χ., το καλοκαίρι του 1948, το σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση» συμβάδιζε και ταυτιζόταν έντονα με τα ταξικά συνθήματα ενάντια «στις ξένες μεταλλευτικές εταιρείες».

Η όξυνση μεταφέρθηκε στις αρχές του 1948 και στο ταξικό επίπεδο – όταν οι μεταλλωρύχοι κατέβηκαν σε απεργία τον Γενάρη του 1948, οι δεξιές συντεχνίες ουσιαστικά κάλυπταν τους απεργοσπάστες, ενώ ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος έκανε έκκληση για σπάσιμο της απεργίας. Η αστυνομία πυροβόλησε εκδηλώσεις των απεργών και αυτόνομες ομάδες εργατών χρησιμοποίησαν δυναμίτες και βία ενάντια στην εταιρεία, τις αρχές και τους απεργοσπάστες. Έτσι η πιο δραματική απεργία στην νεώτερη κυπριακή ιστορία έγινε ένα σύμβολο αγώνα, ταξικής και ιδεολογικής αυτονομίας, για την κομμουνιστική αριστερά. Σε εκείνον τον αγώνα, που ένωνε εργαζόμενους και από τις δυο κοινότητες, «η εργατική τάξη» είχε να αντιμετωπίσει τους συντηρητικούς, την εκκλησία αλλά και την αποικιακή διοίκηση. Σε αυτό το πλαίσιο η απεργία βιώθηκε και κωδικοποιήθηκε στην αριστερή κουλτούρα σαν μια επική στιγμή δικοινοτικής ταξικής και αντιαποικιακής σύγκρουσης.

 Οι απεργιακές συγκρούσεις συνεχίστηκαν και το φθινόπωρο με την απεργία των κτιστων/οικοδομων. Ταυτόχρονα η αντιπαραθεση πέρασε από τον χώρο της παραγωγής στον χώρο της κατανάλωσης καθώς και οι δυο παρατάξεις κήρυξαν οικονομικό πόλεμο η μια στην άλλη.

Η διάχυση της αντιπαράθεσης κορυφώθηκε με την κάθετη ρήξη στην κοινωνία που εκφράστηκε με την δημιουργία παράλληλων σωματείων στις κοινότητες και στις πόλεις. Σε αυτόν τον τομέα η αριστερά βρέθηκε σαφώς υπό επίθεση καθώς η δεξιά απαιτούσε ουσιαστικά να επιβάλει τις δικές της θέσεις για τον ελληνικό εμφύλιο σαν επίσημες θέσεις των αθλητικών σωματείων – σπρώχνοντας τους αριστερούς στην δημιουργία δικών τους σωματείων. (Για τη σύγκρουση στον χώρο του αθλητισμού θα αναφερθούμε αναλυτικά στο επόμενο κείμενο).

Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης του 1948 ήταν διπλό: από την μια η αριστερά αποκλείστηκε από κάθε μηχανισμό εξουσίας (εκτός από τις τοπικες/δημοτικες αρχές) ενώ από την άλλη η κυπριακή αριστερά οικοδόμησε από τα κάτω, μια παράλληλη κοινωνία «λαϊκών οργανώσεων» η οποία λειτουργούσε σαν ένα είδος θεσμικής θεμελίωσης της αυτονομίας της αριστεράς από την ηγεμονική κουλτούρα. Τέτοια φαινόμενα ιστορικών μορφών παράλληλης κοινωνίας από οργανώσεις της εργατικής τάξης δεν είναι άγνωστα στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Εκφράζουν, για να το θέσουμε με τους όρους του ιταλού θεωρητικού Α. Γκραμσι, μορφές αντι-ηγεμονικης συγκροτησης/οργανωσης απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα και πολιτική. Και αυτή η θεσμική αυτονομία της αριστεράς της επέτρεπε να κινείται οργανωμένα τις επόμενες δεκαετίες για να διεκδικα τους στόχους της και τις στρατηγικές της συμμαχίες. Η απεργία των μεταλλωρύχων λ.χ. μπορεί να μην πέτυχε τους στόχους της αλλά η ένταση της ( και η ύπαρξη της αριστεράς σαν εν δυνάμει ελκυστικού πόλου για ευρύτερα λαϊκά στρώματα) οδήγησε σε λίγα χρόνια στην υιοθέτηση των αιτημάτων των αριστερών συντεχνιών όχι μόνο από τις δεξιές συντεχνίες αλλά και από την κυβερνητική πολιτική.

Σε αυτό το νέο πλαίσιο η αριστερά ολοκλήρωσε και την διαδικασία οργανωτικής συγκρότησης με το ξεκαθάρισμα των ιδεολογικών-πολιτικών της συνόρων. Ο Φ. Ιωάννου αντικαταστάθηκε το 1949 από τον Εζεκία Παπαϊωαννου ο οποίος πλαισιωνόταν από δυο στελέχη που έβγαιναν από τις συντεχνίες, τον Α. Φάντη και τον Α. Ζιαρτιδη. Ταυτόχρονα η αριστερά έκλεινε και τα σύνορα της προς τον κεντρώο φιλελεύθερο χώρο υιοθετώντας μια πιο κομματική γραμμή στις υποψηφιότητες για τις δημοτικές εκλογές του 1949. Η πιο γνωστή αλλαγή αυτής της περιόδου ήταν η στροφή του ΑΚΕΛ σε ένα είδος αδιάλλακτου ενωτισμου ο οποίος έμοιαζε με ένα είδος ανταγωνισμού με την εκκλησία. Η στροφή από την «αυτοκυβέρνηση-ένωση»/ «πλήρης αυτοκυβέρνηση» (και την εγκατάλειψη των προσπαθειών για εκδημοκρατισμό μέσω ενός νέου συντάγματος) στο «ένωση και μόνο ένωση» έχει αποδοθεί από αρκετούς συγγραφείς στην συμβουλή του Ν. Ζαχαριάδη προς την αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ που επισκέφθηκε την «κυβέρνηση των βουνών» το 1948. Ο Α. Φαντης, όμως, έχει ορθώς υποδείξει ότι, θεσμικά, η εγκατάλειψη της αυτοκυβέρνησης είχε γίνει ντε φάκτο μήνες πριν την επίσκεψη στα βουνά. Ο ενωτισμος της νέα ηγεσίας του ΑΚΕΛ  είχε στρατηγικές διαστάσεις – ήταν μια κίνηση για την συγκρότηση ενός πλατιου αντιαποικιακου μετώπου ( οι θέσεις του ΑΚΕΛ λ.χ. για την ένωση συνοδεύονταν πάντα από μια σειρά άλλων αντί-ιμπεριαλιστικών  θέσεων - όπως για την αποστρατικοποίηση της Κύπρου).

 Σε αυτό το πλαίσιο η ηγεσία της αριστεράς έδωσε σαφή έμφαση στις προσπάθειες συνεργασίας με τα στρώματα που είχαν συσπειρωθεί γύρω από την εκκλησία. Η εκκλησία, βέβαια, παρέμεινε άντρο του αντί-κομμουνισμού και η εθναρχια αρνειτο οποιανδήποτε συνεργασία με το ΑΚΕΛ. Στις αποστολές αντιπροσωπειών στο εξωτερικό λ.χ. πήγαιναν 2 αποστολές – εκείνη της εθναρχιας και εκείνη της αριστεράς.  Ο νέος αρχιεπίσκοπος ωστόσο, ο Μακάριος ο ΙΙΙ, είχε δώσει σαφή δείγματα για την πρόθεση του να γίνει ένας αρχιεπίσκοπος στο στυλ του Λεοντιου – τόσο στην αποδοχή όσο και στην αντιαποικιακή έμφαση. Η πρώτη θεαματική κίνηση του Μακάριου, το 1950, πριν καν εκλέγει αρχιεπίσκοπος, ήταν να υιοθετήσει την εισήγηση της αριστεράς για συλλογή υπογράφων για την ένωση -  η συλλογή υπογραφών ήταν μια από τις συνηθισμένες πολιτικές πρακτικές της αριστεράς. Παρά τα ανοίγματα, ωστόσο, ο Μακάριος επέμενε να έχει απόλυτο έλεγχο της κατάστασης και κρατούσε φυσικά την αριστερά εκτός εθναρχικου συμβουλίου. Χαρακτηριστικό, όμως, της σχετικής αποκλιμάκωσης της έντασης ήταν η ενοποίηση των 2 ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών (της αριστερής και της δεξιάς) το 1953 και η προσπάθεια του ΑΚΕΛ για δημιουργία ψηφοδελτίων ενότητας (με έμφαση τώρα πια στην ενότητα με άξονα τον αντιαποικιακο αγώνα) στις δημοτικές του 1953.

Αυτή η στροφή του ΑΚΕΛ σήμαινε ουσιαστικά ότι το κόμμα και το κίνημα που το περιέβαλε είχαν αρχίσει να υποστέλλουν την σημαία της εσωτερικής κοινωνικής σύγκρουσης για ένα πλαίσιο πολιτικής που αυξανόμενα εστίαζε στις διεθνείς συγκυρίες. Αυτή η μετατόπιση (που έκφραζε τις δυναμικές της εποχής της ευρύτερης ανόδου του αντιαποικιακου κινήματος) προκάλεσε την αντίδραση μερίδας της ιστορικής ηγεσίας και στελεχών που πίστευαν ότι εσωτερική (ταξική, πολιτική και πολιτιστική) εκμοντερνιστικη αντιπαραθεση με την δεξιά, έπρεπε να είναι το ίδιο σημαντική με τις εξωτερικές διαστάσεις. Η τροτσκιστικη άκρα αριστερά διαφώνησε ανοικτά από το 1948-49.  Το 1952 μια ομάδα ηγετικών στελεχών του ΑΚΕΛ αποβλήθηκαν και ολοκληρώθηκε έτσι η μετάβαση σε ένα συγκροτημένο, πιο γραφειοκρατικό, και συμπαγές κόμμα. Η επιστολή παραίτησης του Αδάμ Αδάμαντος, τότε, ήταν χαρακτηριστική των τάσεων που διαφωνούσαν με την νέα πορεία του κόμματος. Και αυτές οι τάσεις δεν εξαφανίστηκαν με την αποχώρηση της ιστορικής ηγεσίας –  ο Αδάμαντος κατέβηκε σαν ανεξάρτητος υποψήφιος στις δημοτικές του 1953, ενώ για ένα διάστημα η εφημερίδα «Φως» (στην οποία εργάζονταν ο Φ. Ιωάννου) λειτουργούσε και σαν «άλλη αριστερή φωνή». Αλλά η έκφραση τους ήταν πια δύσκολη σε ένα πλαίσιο όπου η αριστερά σαν κίνημα και «παράλληλη κουλτούρα», ήταν ήδη υπό επίθεση και η ηγεσία που έλεγχε πια τους εσωτερικούς μηχανισμούς τόνιζε την «ενότητα» (και την κομματική συνοχη/πειθαρχια). Έγραφε ο Αδάμαντος το 1952 για την γραμμή της ένωσης (σαν «στρατηγική ενότητας») που υιοθέτησε η νέα ηγεσία:
«Υποθεσωμεν-είπα- ότι κι εγώ αφήνω τις επιφυλάξεις μου και κατεβαίνω σ’ένα παραφρόνα αγώνα. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Θα κάμει η μοναρχοφασιστικη κυβέρνηση της Ελλάδας το αιματοβαμμένο μας πουκάμισο σημαία και θα διεκδικήσει με σθένος το αίτημα του λαού μας; Ασφαλώς όχι…(..) Αλλά θα συγκινηθη μήπως η εδω εθναρχοκεκκοφροσυνη; Θα ήταν πολύ αφελές και να το πιστέψει κανείς. Θα περάσουν ίσια ίσια από τον τόπο που εμολυνεν έναν όργανο της Σοβιετιας και διεβαλεν τον αδιάβλητο τους –έστω και ανύπαρκτον- αγώνα…(..)
Κάτω από αυτές τες συνθήκες – επρόσθεσα- σήμερα δεν είμαι διατεθειμένος να πειθαρχήσω σε ανόητα και ανεδαφικά συνθήματα και να θυσιάσω ουδέ το μικρο μου δακτυλάκι.»

Υπήρχε όμως και μια άλλη διάσταση που άρχισε να εμφανίζεται σαν σημαντική – το ζήτημα της τ/κ κοινότητας. Η συμμετοχή χιλιάδων τ/κ στις συντεχνίες και ιδιαίτερα στις μεγάλες απεργίες της περιόδου 41-48 δημιούργησε σαφώς ένα δεσμό ιστορικής συνείδησης. Το 1947 άρχισαν προσπάθειες για έκδοση ειδικών συντεχνιακών εντύπων που να απευθύνονται στους τ/κ – και σε αυτό το πλαίσιο κυκλοφόρησε η εφημερίδα Emekci 1948. Όμως ταυτόχρονα η τ/κ κοινότητα είχε αρχίσει από την  δεκαετία του 1940 να συγκροτείται σε αντιδιαστολή με τον ε/κ ενωτικό εθνικισμό. Η προσπάθεια, κατά συνέπεια, της νέας ηγεσίας του ΑΚΕΛ να προσεγγίσει τις συντηρητικές μάζες της ε/κ δεξιάς στα πλαίσια της στρατηγικής της «ενότητας» προκαλούσε νέα ρήγματα τόσο στο εσωτερικό του κινήματος όσο και στην κοινωνία ευρύτερα. Αλλά όπως θα έλεγε και ο Μαρξ «οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους αλλά όχι κάτω από συνθήκες της δικής τους επιλογής.»