Σε μια προσευχή που αποδίδεται στο βασιλιά Κονμπόρο της
πόλης Τζενέ, αναφέρεται: “Οποιος κυνηγημένος από την πενία και τη μιζέρια της
χώρας του, ήρθε να κατοικήσει αυτή την πόλη, βρήκε σε αντάλλαγμα, χάρις στο
Θεό, αφθονία και πλούτο τέτοια ώστε ξέχασε την παλιά του πατρίδα [...]. Η πόλη
[...] κατοικείται από περισσότερους ξένους παρά από ντόπιους”.
Η αυτοκρατορία Σονγκάι, από όπου προέρχεται η παραπάνω
προσευχή, με μια τέτοια φιλόξενη αντίληψη για τους ξένους τον 14ο και 15ο
αιώνα, απλωνόταν στη Δυτική Αφρική, στο σημερινό Νίγηρα, Μπουρκίνα Φάσο ως τη
Σενεγάλη. Στα ίδια μέρη σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητάει πώς θα ενισχύσει την
στρατιωτική και αστυνομική της δύναμη ώστε να εμποδίζονται οι φτωχοί άνθρωποι
να φύγουν ως μετανάστες.
Από ποια μεριά βρίσκεται η βαρβαρότητα και από ποια ο
πολιτισμός δεν είναι δύσκολο να το βρει κανείς. Όμως ο μύθος της “πολιτισμένης”
Ευρώπης και της “απολίτιστης” Αφρικής δεν είναι καινούργιος. Ο σύγχρονος
ρατσισμός επινοήθηκε για να δικαιολογήσει το πλιάτσικο που επέβαλαν οι
Ευρωπαίοι δουλέμποροι και αποικιοκράτες στη “μαύρη ήπειρο”. Ανθρώπινα κορμιά
μπορούσαν να πουλιούνται και να αγοράζονται, χωριά καίγονταν, για να ανοίξει ο
δρόμος στον δυτικό Πολιτισμό. Οι μαύροι ήταν “από τη φύση” τους κατώτεροι και
άρα καταδικασμένοι να αποδεχθούν τη μοίρα που τους επιφύλασσαν οι ευρωπαίοι
εισβολείς. Αρχικά θα φορτωθούν στα καράβια για να μεταφερθούν στις φυτείες της
Λατινικής Αμερικής, καθώς οι ιθαγενείς εκεί είχαν εξολοθρευτεί πλησιάζοντας τον
αφανισμό. Στη συνέχεια η Αφρική θα κοπεί σε κομματάκια που το καθένα θα πάρει
το όνομα της ευρωπαϊκής δύναμης που το κατέκτησε.
Το 1961, όταν ο Δημήτρης Λιβιεράτος έγραφε τα κείμενα που
δημοσιεύονται σήμερα ξανά στο βιβλίο “Μαύρη ήπειρος. Εισαγωγή στην ιστορία της
Αφρικής”, ερχόταν το τέλος αυτής της εποχής. Οι χώρες της Αφρικής κέρδιζαν μία
μία την ανεξαρτησία τους, μέσα από εξεγέρσεις και κινήματα που τρομοκράτησαν
τους αποικιοκράτες. Όμως, η ανεξαρτησία δεν ήταν υπόθεση μιας μέρας, ενώ οι
ευρωπαϊκές δυνάμεις συνέχισαν να θέλουν να ελέγχουν με κάθε λογής νήματα τις
“νέες χώρες”. Το “βελγικό Κονγκό” θα ανεξαρτητοποιηθεί το 1960, αλλά ο ηγέτης του
Πατρίς Λουμούμπα δολοφονείται το Γενάρη του 1961. Θα μετατραπεί σε σύμβολο της
μετ' εμποδίων πορείας προς την ελευθερία.
Οι ιδέες αλλάζουν τελευταίες. Όταν οι παλιοί αποικιοκράτες
αποδέχθηκαν την ανεξαρτητοποίηση των αποικιών τους, ο ρατσισμός συνέχισε να
τους είναι χρήσιμος. Ακόμη και για την ανεξαρτησία τους οι Αφρικανοί θα έπρεπε
να ευγνωμονούν τους Ευρωπαίους, γιατί σε αυτούς οφείλουν... την έννοια της
δημοκρατίας και της ελευθερίας. Αυτές οι ιδέες επηρέαζαν ακόμη και τμήματα της
Αριστεράς, που αποδέχονταν πως οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έπρεπε να συνεχίσουν να
αναμειγνύονται στα αφρικανικά ζητήματα.
Ρατσιστικοί μύθοι
Ο Λιβιεράτος αναλαμβάνει να διαλύσει αυτούς τους μύθους από
τη ρίζα τους. Στρατευμένος στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας των αφρικανικών
λαών, άνευ όρων -ο ίδιος είχε πολεμήσει στο πλευρό του κινήματος της Αλγερίας-
γράφει ένα πρωτοπόρο κείμενο που αποτελεί όπλο κατά του ρατσισμού και σήμερα,
χωρίς να χρειάζεται την παραμικρή διόρθωση.
“Έχει χυθεί πολύ μελάνι από πολλούς θεωρητικούς του
'εκπολιτιστικού' έργου της Ευρώπης στην Αφρική για να αποδειχτεί ότι, παρ'΄όλο
το κακό που έκανε στην Αφρική το δουλεμπόριο, ήταν ευχής έργο που όλοι αυτοί οι
καθυστερημένοι λαοί ήρθαν σε επαφή με τον πολιτισμό, ότι ήταν κάτι ιστορικά
αναγκαίο και ότι, αν και καθυστερημένα, επωφελήθηκαν της παγκόσμιας προόδου.
Μεγαλύτερο ιστορικό ψέμα δεν έχει γεννηθεί μέχρι σήμερα. Η
Αφρική δεν είχε καμιά ανάγκη να περάσει από τα μουσκέτα και τις αλυσίδες των
δουλεμπόρων για να γνωρίσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Άλλωστε τέτοιος πολιτισμός
δεν υπήρχε τότε. Η Αφρική είχε ήδη δικό της πολιτισμό και τον καιρό που έφτασαν
οι Ευρωπαίοι, το 15ο – 16ο αιώνα, ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου είχε περάσει στο
τελευταίο στάδιο της φεουδαρχίας, είχαν δημιουργηθεί οι συγκεντρωτικές
μοναρχίες και οι μεγάλες εμπορικές πόλεις με συγκεντρωμένα κεφάλαια”.
Ο ίδιος θυμίζει πως για να γράψει κανείς τη γνήσια ιστορία
της Αφρικής έχει να αντιμετωπίσει έναν όγκο από προκαταλήψεις που μάλιστα
φοράνε το μανδύα της “επιστήμης”. Το “έγκυρο” λεξικό Λαρούς το 1905 έγραφε
“Νέγρος: άνδρας, γυναίκα με δέρμα μαύρο. Είναι το όνομα που δίνεται ειδικά
στους κατοίκους ορισμένων περιοχών της Αφρικής, οι οποίοι σχηματίζουν μια φυλή
μαύρων ανθρώπων διανοητικά κατώτερη από τη λευκή φυλή την αποκαλούμενη
καυκασιανή”. Ενώ το 1946, όταν τα πράγματα είχαν... προχωρήσει ο ορισμός ήταν
“σκλάβος μαύρος, χρησιμοποιούμενος στα έργα των αποικιών”.
Για να ξεσκεπάσει αυτά τα ψέματα πηγαίνει πίσω στους πρώτους
αφρικανικούς πολιτισμούς, δείχνει πώς εξελίχθηκαν σε διευρυμένα κράτη και πώς η
Αφρική, πολύ μακριά από την εικόνα της “κλειστής” ηπείρου, είχε ενταχθεί στα
εμπορικά δίκτυα που απλώνονταν μέχρι την Άπω Ανατολή μέσω του αραβικού κόσμου.
Γράφει για παράδειγμα για τη Γκάνα ως τον 11ο αιώνα: “Η αυτοκρατορία έδινε στο
ξένο εμπόριο το χρυσάφι του Μπαμπούκ, που κανείς δεν ήξερε τον τόπο του και το
μυστικό του, παίρνοντας σε αντάλλαγμα υφάσματα, χαλκό, κοσμήματα, χουρμάδες και
σύκα, που έφερναν τα καραβάνια των ξένων εμπόρων. Αυτοί οι τελευταίοι
κουβαλούσαν επίσης αλάτι από τη Σαχάρα, προϊόν περιζήτητο στη Γκάνα”. Το
Τιμπουκτού (στο σημερινό Μαλί) θα γίνει κέντρο πολιτισμού, βιβλιοθηκών και
μεταφράσεων.
Η επαφή με τις αποικιοκρατικές δυνάμεις ήταν η αρχή του
τέλους αυτών των πολιτισμών. Ο λόγος “παραδόξως” ήταν όχι η φτώχεια αλλά ο
πλούτος της Αφρικής που δεν είχε δημιουργήσει την ανάγκη τεχνολογικών βημάτων
με τα οποία θα αντιμετωπίζονταν τα ευρωπαϊκά όπλα. “Αν η μαύρη Αφρική υστερούσε
ακόμα σε τεχνολογία αυτό ήταν φυσικό λόγω των ευνοϊκότερων κλιματικών συνθηκών
και γενικά της ζωής, αλλά και αυτό ερχόταν με τον καιρό του, από τη διαρκή
επικοινωνία με τη Β. Αφρική και την Ανατολή, από τις επαφές οι οποίες δημιουργούσαν
νέες ανάγκες.”
Σκλαβοπάζαρο
Το σκλαβοπάζαρο διέλυσε την Αφρική και την έστειλε αιώνες
πίσω: “Οι δουλέμποροι δεν έπαιρναν βεβαίως άτομα περασμένης ηλικίας και
επομένως ελάχιστα παραγωγικά για τις φυτείες. Έπαιρναν τη νεολαία, τους πιο
εύρωστους νέους και νέες, δεδομένου ότι η θνησιμότητα των δούλων ήταν πολύ
μεγάλη από τις κακουχίες, τη σκληρή δουλειά, την αλλαγή περιβάλλοντος.
Αυτή η αιμορραγία κατάφερε σοβαρό πλήγμα στην αγροτική
οικονομία της αφρικανικής ηπείρου. Με την αρπαγή των νέων και τη φυγή των
υπολοίπων μπροστά στα αποσπάσματα των δουλεμπόρων, ολόκληρες περιοχές
εγκαταλείπονται, τις ξαναπνίγει η ζούγκλα, η οργιώδης βλάστηση και
εξαφανίζονται για την παραγωγή. Ολόκληρες φυλές παύουν να υπάρχουν και άλλες
μετακινούνται στα ενδότερα σε περιοχές πιο απομακρυσμένες. Έχουμε διάλυση της
κοινωνίας κάτω από το τουφέκι, το βούρδουλα και τη φωτιά των δουλεμπόρων.”
Ο Λιβιεράτος εξηγεί πως από τη μια η οικονομική διάλυση και
από την άλλη οι επιλογές των αποικιοκρατών είναι που ξαναφέρνουν στο προσκήνιο τις
“φυλές” και τις “φατρίες”: “Το κοινωνικό οικοδόμημα των παλιών οργανωμένων
κρατών καταρρέει σιγά σιγά. Έχουμε με λίγα λόγια, μια επιστροφή στη
βαρβαρότητα. Η παραγωγή πέφτει, περιορίζεται στην αυστηρά οικιακή οικονομία, το
εμπόρια και οι επικοινωνίες σταματούν τελείως.” Πολλές από τις επεμβάσεις των
τελευταίων δεκαετιών, από τη Ρουάντα ως το Μαλί γίνονται με πρόσχημα τη
“διάσωση” των αφρικανικών χωρών από τις διαμάχες μεταξύ των φυλών.
Η έκδοση της “Κουκκίδας” συμπληρώνεται με δύο ακόμη κείμενα
του Δ. Λιβιεράτου, της ίδιας εποχής, για το αγγλικό και το γαλλικό αποικιακό
σύστημα.
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε πώς η κληρονομιά του ρατσισμού
παρέμεινε στην καρδιά των ευρωπαϊκών κρατών και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,
ακόμη και όταν τα κράτη αυτά δήλωναν ότι “αγκαλιάζουν” τους Αφρικανούς πολίτες
τους. Στη γαλλική Συντακτική Συνέλευση του 1945 εκλέχθηκαν και βουλευτές από
τις αποικίες. Όμως “Η Αφρική των Εδαφών πέραν των Θαλασσών αντιπροσωπευόταν από
20 βουλευτές, δηλαδή ένας για 77.000 κατοίκους ενώ για τη Γαλλία ίσχυε το μέτρο
ένας βουλευτής για κάθε 50.000 κατοίκους”.
Όπως και ο ρατσισμός, έτσι και η συζήτηση περί “βίας” δεν
είναι καινούργια: Το “μετριοπαθές κοινό διαβάζει ανατριχιάζοντας τη διήγηση των
φρικαλεοτήτων των Μαλαισίων, των Μάου Μάου, των Κυπρίων κλπ. Βέβαια τις
περισσότερες φορές πρόκειται για ψέματα που αργότερα τα γεγονότα και τα διάφορα
βιβλία θα αποκαλύψουν. Ψέματα που κατασκευάζονται συνειδητά, με σκοπό να
δικαιολογήσουν την άγρια και πραγματικά φοβερή αποικιακή πολιτική”.
Το βιβλίο του Λιβιεράτου είναι γραμμένο το 1961 αλλά είναι
πιο φρέσκο από οτιδήποτε άλλο κυκλοφορεί στα ελληνικά για την Αφρική. Κάθε
σελίδα του κουβαλάει γνώση απέναντι στο ρατσιστικό δηλητήριο αλλά και τη
σιγουριά ότι το γερασμένο σύστημα του καπιταλισμού -και όλα του τα εξαρτήματα,
ανάμεσά τους και η αποικιοκρατία- δεν μπορεί να επιβιώσει απέναντι στην
αντίσταση της πλειοψηφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου