Η σαΐτα πετάει, ο αργαλειός στενάζει,
Παλιά Γερμανία, υφαίνουμε το σάβανο σου,
και μαζί μ' αυτό και την τριπλή μας κατάρα,
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
Χάινριχ Χάινε
Το Τραγούδι των Υφαντών, Ιούνης 1844
Τον Ιούνη του 1844 οι υφαντές της Σιλεσίας ξεσηκώθηκαν,
άφησαν τα πόστα τους μπροστά από το αργαλειό και κατέβηκαν στους δρόμους. Το
οργισμένο πλήθος επιτέθηκε σε αποθήκες, μηχανήματα, τράπεζες και σπίτια
αφεντικών -μετατρέποντάς τα σε ερείπια. Η εφημερίδα Vossische Zeitung
περιέγραφε, λίγες μέρες αργότερα, με αυτά τα λόγια την εικόνα ενός, μέχρι πριν
λίγο, πλούσιου «σπιτικού» στο Λανγκενμπιλάου: «Σπασμένες πόρτες... διαλυμένα
σκεύη έχουν στοιβαχτεί μπροστά από τα σπίτια, οι τοίχοι σημαδεμένοι από τον πετροβολισμό...
Τα έπιπλα, σπασμένα σε εκατοντάδες κομμάτια, δύσκολα αναγνωρίζονται,
ταπετσαρίες και σκισμένα χαρτιά παντού, κρεβάτια αναποδογυρισμένα, εστίες
σπασμένες...»
Οι πρωσικές αρχές (η Σιλεσία ήταν επαρχία της Πρωσίας)
έστειλαν τον στρατό να καταστείλει την εξέγερση. Ο απολογισμός: 11 εργάτες
νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες. Οι ηγέτες της εξέγερσης συνελήφθησαν,
μαστιγώθηκαν και κλείστηκαν στις φυλακές.
Η ιστορία είναι γεμάτη από εξεγέρσεις των φτωχών ενάντια
στους πλούσιους. Αυτό που έκανε, όμως, τον αγώνα των υφαντών της Σιλεσίας τόσο
σημαντικό ήταν -όπως έγραφε ο Μαρξ λίγες εβδομάδες αργότερα- το γεγονός ότι «οι
εξεγέρσεις δεν στρέφονταν, καταρχήν, ενάντια στον Βασιλιά της Πρωσίας αλλά
ενάντια στους αστούς». Στο Λανγκενμπιλάου οι εργάτες έκαναν σμπαράλια το σπίτι
ενός μεγαλοβιομήχανου -όχι κάποιου ευγενή. Και όλα αυτά στην Πρωσία, όπου το
«παλιό καθεστώς» της φεουδαρχίας δεν είχε ακόμα ανατραπεί.
Η εξέγερση, έγραφε ο Μαρξ, πανικόβαλε τους αστούς. «Στην
αρχή, οι άοπλοι και αδύναμοι υφαντές κατάφεραν κιόλας να νικήσουν. Κατεστάλησαν
μόνο όταν ήρθαν οι ενισχύσεις». «Είναι μια μαζική εξέγερση εργατών λιγότερο
επικίνδυνη», απαντούσε, με οργή, στον «φιλελεύθερο» Άρνολντ Ρούγκε, που
αξιοποιούσε την επιτυχία της καταστολής για να υποτιμήσει την δύναμη των υφαντών,
«επειδή μπορεί να ηττηθεί με τη βοήθεια ενός ολόκληρου στρατού;»
Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, που ολοκληρώθηκε
λίγες βδομάδες πριν το κύμα των επαναστάσεων του 1848, ο Μαρξ αποκαλεί την
εργατική τάξη τον «ιστορικό νεκροθάφτη» της αστικής κοινωνίας. Οι εργάτες δεν
υφαίνουν μόνο το σάβανο της Παλιάς Γερμανίας: υφαίνουν το σάβανο ολόκληρου του
καπιταλισμού.
Οι εργάτες δεν είναι ούτε το πιο φτωχό, ούτε το πιο
καταπιεσμένο τμήμα της κοινωνίας, μέσα στον καπιταλισμό. Αυτό που ανυψώνει το
προλεταριάτο στην θέση του «ιστορικού νεκροθάφτη» της σημερινής κοινωνίας δεν
είναι η ανέχεια και η πείνα αλλά η ιδιαίτερη θέση του στην παραγωγή.
Οι καπιταλιστές, πρώτα απ’ όλα, είναι εξαρτημένοι από τους
εργάτες. Ο καπιταλισμός στηρίζεται στο κέρδος -αυτό το αναγνωρίζει ακόμα και η
ίδια η αστική πολιτική οικονομία. Το κέρδος είναι αυτό που καθοδηγεί το «αόρατο
χέρι της αγοράς»: οι επενδυτές κατευθύνονται στην παραγωγή αυτών των προϊόντων
που έχουν μεγάλη ζήτηση μέσα από την επιδίωξη υψηλότερου κέρδους. Ο ανταγωνισμός,
που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει την δυναμική στον καπιταλισμό, είναι
ανταγωνισμός για τα κέρδη.
Αλλά η βασική πηγή του κέρδους -όπως και κάθε αξίας μέσα στο
σημερινό σύστημα- είναι η δουλειά των εργατών. Οι εργάτες, σε φυσιολογικούς
καιρούς, «πουλάνε» την ικανότητά τους να παράγουν στα αφεντικά -με αντίτιμο το
μεροκάματο. Αλλά, σε μη φυσιολογικούς καιρούς, μπορούν να αρνηθούν να
δουλέψουν: η απεργία ήταν πάντα -και συνεχίζει να είναι- ένα πανίσχυρο όπλο στα
χέρια της εργατικής τάξης.
Οι καπιταλιστές κάνουν ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν τους
εργάτες να απεργήσουν. Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν την εξέγερση των υφαντών
της Σιλεσίας, χιλιάδες απεργοί έχουν δολοφονηθεί από την αστυνομία, την
εθνοφρουρά, τον στρατό ή τις ιδιωτικές εταιρείες δολοφόνων -σαν τους διαβόητους
Πίνκερτον των ΗΠΑ. Η ιστορία είναι γεμάτη από «επιστρατεύσεις», απεργίες που
κρίνονται «παράνομες και καταχρηστικές» και συντονισμένες από τα πάνω
απεργοσπασίες. Και φυσικά αμέτρητες προσπάθειες να εμποδίσουν τους εργάτες να
οργανωθούν.
Η αποτελεσματικότητα, όμως, όλων αυτών των αντιδραστικών
μέτρων είναι πάντα μόνο προσωρινή: ο ίδιος ο καπιταλισμός αναγκάζεται, θέλει
δεν θέλει, να φέρει τους εργάτες τον έναν δίπλα στον άλλον -στο γραφείο, στο
κατάστημα, στο γιαπί, στην αλυσίδα παραγωγής. Είναι οι ίδιοι οι καπιταλιστές
αυτοί που δίνουν στους εργάτες «το σκοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουν».
Όσο πιο άγρια και αποτελεσματική είναι η καταστολή, τόσο πιο
άγρια και αποτελεσματική είναι, συνήθως και εξέγερση που την ακολουθεί. Και
τόσο πιο επώδυνες είναι οι παραχωρήσεις που αναγκάζεται να κάνει η άρχουσα
τάξη, στην προσπάθειά της να παραμείνει στην εξουσία. Στην Ελλάδα, η πτώση της
Χούντας το 1974 παρέσυρε μαζί της ολόκληρο το μετεμφυλιακό κράτος τη Δεξιάς
-όλο αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα που είχε στήσει η άρχουσα τάξη με τα
Μακρονήσια, τα Πιστοποιητικά Κοινωνικών Φρονημάτων και τις εκτελέσεις.
Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι καπιταλιστές: η άγρια καταστολή
είναι πάντα δείγμα της αδυναμίας τους, όχι της δύναμης τους. Οι επιστρατεύεις
των απεργών δείχνουν τον πανικό τους -τα ρίσκα που παίρνουν είναι ευθέως
ανάλογα με τον τρόμο τους.
Τον Ιούλη του 1917 η αντιδραστική «Προσωρινή Κυβέρνηση» που
κυβερνούσε την Ρωσία έσφαξε την «εξέγερση του Ιούλη» και έθεσε το κόμμα του
Λένιν εκτός νόμου. Πέντε μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη, έγινε η επανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου