Στις 15 Γενάρη του 1919 δολοφονήθηκαν οι ηγέτες του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι
δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου
ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε
μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Με την πράξη αυτή σφραγίστηκε η προδοσία των συμφερόντων της
εργατικής τάξης από τους σοσιαλδημοκράτες, σε μια εποχή όπου δεν έκρυβαν πια
ότι έχουν περάσει για τα καλά με το μέρος της αστικής τάξης. Η δύναμη που είχε
ως αποστολή τη χειραγώγηση και την υποταγή του εργατικού κινήματος στο
κεφάλαιο, με κάθε μέσο. Γι' αυτό και έγινε η πολιτική δύναμη του κεφαλαίου,
διεθνώς, που ιστορικά μπορεί να καυχιέται ότι ως κυβέρνηση πέρασε τα πιο άγρια
αντεργατικά μέτρα σε όφελος των μονοπωλίων. Η δύναμη που συνέβαλε τα μέγιστα
στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Και συνεχίζει το ίδιο ως τις μέρες
μας.
Η δολοφονία των Λίμπκνεχτ - Λούξεμπουργκ δεν ήρθε στα
ξαφνικά. Είχε προηγηθεί η εργατική επανάσταση του 1918 στη Γερμανία, η ίδρυση
του ΚΚ Γερμανίας σαν γέννημα ακριβώς των ίδιων των αναγκών της επανάστασης που
τελικά καταπνίγηκε στο αίμα από την αστική τάξη. Σήμερα που διάφοροι δήθεν
απορούν για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς αυτή πλέον ανοιχτά
ταυτίζεται πολιτικά με τη βία που ασκείται σε βάρος της εργατικής τάξης υπό το
καθεστώς της δικτατορίας των μονοπωλίων, τα γεγονότα εκείνης της περιόδου
προσφέρονται για την εξαγωγή πλήθους συμπερασμάτων χρήσιμων για την
επαναστατική πάλη και σήμερα.
Ας δούμε την ιστορία από την αρχή. Στις 3 του Νοέμβρη του
1918 άρχισε η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο. Ηταν η αρχή της επανάστασης στη
Γερμανία. Μια σειρά από αντικειμενικές συνθήκες εκείνη την περίοδο
δημιουργούσαν κατάσταση επαναστατικής κρίσης. Δηλαδή, οι λαϊκές μάζες να μη
θέλουν άλλο τη διακυβέρνηση του παλιού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν
μαζική επαναστατική πάλη από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, άλλων φτωχών
λαϊκών στρωμάτων και τμημάτων του στρατού και του ναυτικού. Υπήρχαν δηλαδή
σημάδια επαναστατικής κρίσης, επαναστατικής κατάστασης.
Διαδήλωση επαναστατών ναυτών στο Κίελο, το Νοέμβρη του 1918
Ήταν προς το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου που αν και
συνεχιζόταν ακόμη, η ιμπεριαλιστική Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη, μ' όλες τις
φρικτές συνέπειες για το λαό της. Η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση
στη Ρωσία ήταν τότε το κοσμοϊστορικό γεγονός που σφράγιζε τις παγκόσμιες
εξελίξεις από την πλευρά της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών ιδιαίτερα
των κρατών που βρίσκονταν σε πόλεμο. Ολ' αυτά μαζί συνέβαλλαν στο να ωθήσουν
τους εργάτες και τους στρατιώτες της Γερμανίας σε επαναστατική δράση.
Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και το ξέσπασμα
Το τέλος του πολέμου βρίσκει τη Γερμανία σε κατάσταση
όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα
πεδία των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες
έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Η βιομηχανία ήταν κατεστραμμένη, υπήρχε πτώση
της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων. Ταυτόχρονα, οι αρρώστιες επιδείνωναν
την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα. Το μεροκάματο, που δεν έφτανε
για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις
οικογένειες των στρατιωτών, ανέδειχνε την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων αφού
την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και
τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.
Έτσι, στα 1918 ξέσπασαν μεγαλειώδεις απεργιακές
κινητοποιήσεις. Συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην ιστορία της
Γερμανίας ήταν άγνωστη μια τόσο μεγάλη έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η
κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το
γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν
τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918:
«Η γερμανική αστική τάξη και η γερμανική κυβέρνηση που
συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από
τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».
Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δόθηκε στις
28 του Οκτώβρη 1918 όταν η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να
επιτεθεί στους Αγγλους, τη στιγμή που ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία, με
κίνδυνο να καταστραφεί ο στόλος και κυρίως να χαθούν 80.000 ναύτες, παιδιά του
λαού χωρίς λόγο.
Έτσι τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενώ μια
αντιπροσωπεία τους πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν
έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει
στην άσκοπη καταστροφή του. Η διοίκηση απάντησε με διώξεις των ναυτών. Κι όταν
αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια
ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας
βαριά 29 ναύτες.
Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να
πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών. Όμως, πέρασαν με το μέρος των εξεγερμένων
ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του
1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών.
Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν
κόκκινες σημαίες.
Επαναστάτες στο Βερολίνο με τα όπλα στους ώμους
Η επαναστατική φλόγα που άναψε στο Κίελο διαδόθηκε σ' όλη τη Γερμανία. Σε πολλές πόλεις γίνονται λαϊκές κινητοποιήσεις και δημιουργούνται σοβιέτ, όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι τοπικοί άρχοντες του στέμματος. Η Γερμανία εκείνη την εποχή είχε αυτοκράτορα.
Στις 9 του Νοέμβρη 1918, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, διεκδικώντας τερματισμό του πολέμου, να φύγει η μοναρχία, ψωμί, ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες, τα παιδιά τους.
Η διαδήλωση, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος» (κομμουνιστική φράξια στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας που προήλθε από διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.
Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του
Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του
τελευταίου Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου.
Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας
για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών, στη θέση του
πρωθυπουργού.
Στις 12 το μεσημέρι, ο Εμπερτ ήταν ήδη ο αρχηγός της κυβέρνησης,
αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του,
λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα, στα απομνημονεύματά
του, ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του:
«Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την
καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό
του Εμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει:
«Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να
γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την
επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».
Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων λαϊκών δυνάμεων ο
άλλος ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα
παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη
λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας. Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το
μέρος των επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή των ηγετών της
ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις.
Την ίδια
μέρα από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση
από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε
τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη
«να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες
και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να
μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση
του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου».
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ
Η οργάνωση της αντεπανάστασης
Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από
μεγαλοβιομήχανους και ιδιοκτήτες μονοπωλίων υπέγραψε με τους ηγέτες (αποτελούνταν από
συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες) της Γερμανικής Γενικής Ενωσης των
Συνδικαλιστικών Οργανώσεων μια συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ήταν μια από
τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Με τη
συγκεκριμένη συμφωνία αναγνωρίζονταν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις μόνον τα
δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι εργάτες στην πορεία της επανάστασης - τα
δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι, της οκτάωρης εργάσιμης μέρας και των συλλογικών
συμβάσεων. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμη πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους
εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Έτσι, πίσω από
την πλάτη της εργατικής τάξης οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων
συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν ουσιαστικά την ταξική πάλη.
Με τη σειρά της, η κυβέρνηση Εμπερτ στην προσπάθειά της να
εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα,ίδρυσε μια «επιτροπή
κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Μια τεράστια προπαγανδιστική
καμπάνια σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή που είχε σκοπό να δημιουργήσει μια
φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού.
Στόχος η συγκάλυψη της αντεπαναστατικής συμφωνία της σοσιαλδημοκρατίας με τους
κεφαλαιοκράτες, τους γιούνκερ και την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός
Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να
γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.
Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί, σε συνεννόηση με
τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη,
άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα «εθελοντών». Ετσι οργανώθηκαν το σώμα
στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Ερχαρντ, η
βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες
αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω
χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή και ο πόλεμος τους
είχε γίνει ένα συνηθισμένο επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν
η αντεπανάσταση να συντρίψει την επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.
Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη
ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και
αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των
στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος
της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον
των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ενωση του
Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο
«Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας». Το συγκεκριμένο κόμμα, μαζί με
το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας με την αντεπανάσταση, την οργάνωναν.
Οργανωμένο αυτοτελές Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας δεν είχε ακόμη ιδρυθεί.
Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ
Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής
Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το
σκοπό τους. Οι εργάτες, απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», όρμησαν
στο κέντρο της πόλης, απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και
σκόρπισαν τους αντεπαναστάτες. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του
Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση
Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν
αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η
Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας!». Στη διαδήλωση στις 8 του
Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι
αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.
Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του
Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από
τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι σοσιαλδημοκράτες, μην τολμώντας να εναντιωθούν
στα Σοβιέτ ανοιχτά, αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα
χρησιμοποιήσουν για σκοπούς πέρα για πέρα αντίθετους από την ουσία των Σοβιέτ
των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών.
Εξεγερμένοι της ομάδας «Σπάρτακος»
Το συνέδριο των Σοβιέτ
Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη έγινε το Παγγερμανικό
Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288
σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27
εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές». Η
Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχαν εντολή να πάρουν μέρος στο
συνέδριο. Στο συνέδριο έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της
Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά το συνέδριο δεν την έκανε δεκτή. Από το συσχετισμό,
αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία
ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την επανάσταση. Αλλωστε, η
πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με τους σοσιαλδημοκράτες, πολύ περισσότερο
δε και κάτω από το γεγονός της μη ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο τρόπος
δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν' αλλάξει την κατάσταση.
Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι
«Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν
από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να
παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να
αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα
συνθήματα αυτά πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.
Αλλά η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα
και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των
εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική
προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση
του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα
εκλεγόταν ελεύθερα. Τους σοσιαλδημοκράτες τούς ενίσχυαν και οι ηγέτες του
Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που, έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες
μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το
σύστημα των Σοβιέτ. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα
των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της
δικτατορίας της αστικής τάξης με μοναδικό αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί και να
δυσφημιστεί η ιδέα των Σοβιέτ.
Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις
αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις αόριστες
κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την
επιτροπή Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και
υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των σοσιαλδημοκρατών για να συγκληθεί Εθνική
(Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική
εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η
Εθνοσυνέλευση.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε
τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση.
Η εξουσία στο κεφάλαιο
Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα
της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής
τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν στην
επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Και
πρώτα πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις ένοπλες δυνάμεις του
που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση σταμάτησε να
πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία, που αριθμούσε
περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για τη λύση της διαφοράς
αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 του Δεκέμβρη στο
φρουραρχείο του Βερολίνου. Την ώρα που διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη
φρούραρχο Βελς μια περίπολος του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της
ομάδας των ναυτών που συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες
σκοτώθηκαν και τρεις τραυματίστηκαν βαριά. Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον
Βελς και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής.
Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η κυβέρνηση, αφού συγκέντρωσε
μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους
ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο
τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό άρχισε ο κανονιοβολισμός των
κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν
για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση
απέτυχε σ' αυτή της την ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της
διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους
ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.
Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του
Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους στρατιωτικούς
είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους
εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες των
ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών να ξεκόψουν από το συνασπισμό με τους
σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να
συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο οποίο
ανήκαν σαν φράξια.
Οι ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος, αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από το Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού. Τις θέσεις των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση τις πήραν οι σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και Βίσελ.
Οι ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος, αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από το Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού. Τις θέσεις των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση τις πήραν οι σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και Βίσελ.
Ιδρύεται το ΚΚΓ
Το ξετύλιγμα των επαναστατικών γεγονότων έβαζε ολοένα και με
πιο μεγάλη οξύτητα μπροστά στους ηγέτες της «Ενωσης του Σπάρτακου» το πρόβλημα
δημιουργίας ενός Επαναστατικού Κόμματος. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι δεν
μπορούσαν να καθοδηγήσουν τα επαναστατικά γεγονότα και την τροπή που πήραν σαν
φράξια στους ανεξάρτητους. Μάλλον άργησαν να συνειδητοποιήσουν αυτή την
αναγκαιότητα.
Στις 14 του
Δεκέμβρη η εφημερίδα των Σπαρτακιστών «Ρότε Φάνε», δημοσίευσε την προγραμματική
προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου». Η προκήρυξη αυτή έβαζε καθήκον τον
αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με σκοπό να νικήσουν η εργατική
τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και να
σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη
και τα εξής άμεσα αιτήματα: Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να
οργανωθεί πολιτοφυλακή από εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα
ανθρακωρυχεία και η βαριά βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να
καταργηθούν τα χωριστά γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι
αξιωματικοί και όλες οι ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων.
Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της
«Ενωσης Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες
και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα. Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη, άρχισε
τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος
της Γερμανίας. Σ' αυτό πήραν μέρος 83 αντιπρόσωποι από 46 τοπικές Οργανώσεις, 3
αντιπρόσωποι της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», 1 αντιπρόσωπος της νεολαίας
και 16 προσκαλεσμένοι. Το συνέδριο άκουσε την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ «Η
κρίση στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ανάγκη να ιδρυθεί
Κομμουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία» και ενέκρινε μια απόφαση που έλεγε πως η
«Ενωση Σπάρτακου», σπάζοντας τους οργανωτικούς δεσμούς της με το Ανεξάρτητο
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, συγκροτείται σε ανεξάρτητο πολιτικό
κόμμα με τον τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» («Ενωση Σπάρτακου»).
Η κύρια προσοχή του συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην
εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η
εισήγηση έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη
βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και
ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ
και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη διεθνιστική αλληλεγγύη προς
τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για την αντισοβιετική πολιτική της
σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Το συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο
προς τους «Ρώσους συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των
καταπιεζόμενων όλων των χωρών». Το χαιρετιστήριο αυτό ανάμεσα στα άλλα έλεγε
και τα εξής: «Η συναίσθηση πως οι καρδιές σας χτυπούν για μας δίνει δύναμη και
ενεργητικότητα στον αγώνα μας. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η παγκόσμια
επανάσταση!».
Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος το συνέδριο
ενέκρινε την προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου».
Στο συνέδριο δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα σωστά. Ετσι τα
μέλη του συνεδρίου υποτίμησαν το ρόλο της αγροτιάς ως σύμμαχου του
προλεταριάτου και γι' αυτό το συνέδριο δεν κατάρτισε αγροτικό πρόγραμμα. Το
συνέδριο εξουσιοδότησε την Κεντρική Επιτροπή της «Ενωσης Σπάρτακου» να εκτελεί
καθήκοντα Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος έως το επόμενο
συνέδριο του κόμματος.
Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της
Γερμανίας είχε τεράστια διεθνή σημασία. Το γερμανικό εργατικό κίνημα αποκτούσε
κόμμα με επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα που αναγνώριζε τη δικτατορία του
προλεταριάτου. Οπως είχε δηλώσει στο συνέδριο η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «τώρα
είμαστε πάλι με τον Μαρξ».
Οι επαναστατικές δυνάμεις σε πολλές χώρες
επηρεάστηκαν ουσιαστικά και από το ότι παγκόσμια γνωστοί παράγοντες του
εργατικού κινήματος, όπως ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Β. Πικ και ο Φ.
Μέρινγκ, ξέκοψαν οριστικά από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ίδρυσαν
το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη είχε επέλθει η διάσπαση
στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία με επίκεντρο την εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου
(ιμπεριαλιστικός) και την ταχτική της σοσιαλδημοκρατίας στον πόλεμο, όπου οι
σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσά τους και οι Γερμανοί με τον Κάουτσκι, πέρασαν με την
αστική τους τάξη και την ταχτική της «άμυνας της πατρίδας», ενώ απ' όλες τις
πλευρές ο πόλεμος γινόταν για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Οι μαρξιστές με επικεφαλής τον Λένιν χάραξαν την
ταχτική της μετατροπής του πολέμου από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της
σε κάθε χώρα σε εμφύλιο, ενάντια δηλαδή στην αστική εξουσία για την ανατροπή
της, ταχτική που δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Και διεξαγόταν
οξύτατη διαπάλη στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, ανάμεσα σ' αυτούς που πέρασαν με
την αστική τάξη και στους συνεπείς μαρξιστές.
Ετσι η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας
έπαιξε μεγάλο ρόλο στο προτσές της ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Β. Ι.
Λένιν έγραφε: «Οταν η "Ενωση Σπάρτακου" ονόμασε τον εαυτό της
"Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας", τότε η ίδρυση μιας πραγματικά
προλεταριακής, μιας πραγματικά διεθνιστικής, μιας πραγματικά επαναστατικής Γ'
Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κατέστη γεγονός. Τυπικά η βάση αυτή δεν
είχε ακόμη κατοχυρωθεί, αλλά στην ουσία η Γ' Διεθνής τώρα πια υπάρχει».
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε ομιλία της
Αντεπαναστατική επίθεση
Μετά και από τις αρνητικές για την εργατική τάξη και την
επανάσταση εξελίξεις στο συνέδριο των Σοβιέτ, η αστική τάξη επιτάχυνε τις
προετοιμασίες για μια αποφασιστική εκστρατεία εναντίον της επαναστατικής
εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Τα ένοπλα τμήματα των λεγόμενων εθελοντών,
που είχε οργανώσει, άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο. Στις 4 του Γενάρη
του 1919 ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, ο αγαπητός στους εργάτες
ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης Αϊχγκορν, απολύθηκε από τη θέση του και
αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλδημοκράτη Ερνστ. Η πρόκληση αποσκοπούσε να
σπρώξει τους εργάτες του Βερολίνου σε μια πρόωρη εξέγερση.
Στις 4 του Γενάρη το βράδυ, σύσκεψη των οργανώσεων των
ανεξάρτητων και επαναστατών εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου, όπου πήραν
μέρος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος (Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχελμ
Πικ), αποφάσισε να μην επιτρέψει την αντικατάσταση του Αϊχγκορν και κάλεσε τους
εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε περίπτωση ανάγκης
να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε μια επαναστατική
επιτροπή δράσης όπου πήραν μέρος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ. Το ίδιο
βράδυ η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να υποστηρίξει τους
επαναστάτες εκπροσώπους και να πάρει μέρος στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη
την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης, γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι'
αυτό.
Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η
επαναστατική επιτροπή, που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη διάλυση
των σωμάτων των λευκοφρουρών, για τον οπλισμό του προλεταριάτου και για την
επαναφορά του Αϊχγκορν στη θέση του. Αλλά ταυτόχρονα ρίχτηκε και ένα σύνθημα
που γι' αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Η επαναστατική επιτροπή
κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν και
δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της.
Την άλλη μέρα, στις 6 του Γενάρη, ξέσπασε στο Βερολίνο
γενική απεργία. Αυτή τη μέρα και τις επόμενες βγήκαν στους δρόμους 500 περίπου
χιλιάδες εργάτες.
Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς
σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν
ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων που λίγο πριν είχαν ζητήσει
την ανατροπή της κυβέρνησης, άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της,
δίνοντας έτσι στην αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να
συγκεντρώσει ένοπλες δυνάμεις. Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος
αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την
επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των
συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή
ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα.
Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για
ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε
ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της
κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς
με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Νόσκε
ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν
μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει
να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες»... Το παρατσούκλι
«αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής
επανάστασης.
Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και
άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που
αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της
εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι
δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν
εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» - η λευκή
φρουρά του Νόσκε - εισβάλανε στις εργατικές συνοικίες.
Οι σοσιαλδημοκράτες εδραιώνουν την αστική
εξουσία
Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη
της απεργίας.
Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ
Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να
διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το
άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους
νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό
από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε
σχεδόν καθόλου.
Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε
στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά
επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ., στην περιοχή του Ρήνου, στις
παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν
απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενότητα
δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις
εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.
Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που
γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου
συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που
ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες.
Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι'
αυτούς μάθημα».
Οι πράκτορες των στρατιωτικών της αντεπανάστασης κατόρθωσαν
να ανακαλύψουν το διαμέρισμα που κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα
Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο
της μεραρχίας Ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες
δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ
στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το
πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη
δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής
τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας
Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος
χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική
εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη
στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας
τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατ.
ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά
τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν τα 45,5% των εδρών. Τα υπόλοιπα 54,5% των
εδρών τα πήραν τα άλλα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις
εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.
Η δολοφονία της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λίμπκνεχτ ήταν
ένα τεράστιο πλήγμα, όχι μόνο για το γερμανικό, αλλά και για το παγκόσμιο
προλεταριάτο. Την πολιτική σημασία του γεγονότος την έδωσε με ακρίβεια ο Λένιν
στις 19 του Γενάρη του 1919, όταν, μιλώντας σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, είπε
μεταξύ άλλων («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 434): «Σήμερα
στο Βερολίνο η αστική τάξη και οι σοσιαλπροδότες πανηγυρίζουν. Κατάφεραν να
δολοφονήσουν τον Κ. Λίμπκνεχτ και την Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο Εμπερτ και ο
Σάιντεμαν, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια έσπρωχναν τους εργάτες στο σφαγείο για
ληστρικά συμφέροντα, ανέλαβαν τώρα το ρόλο δημίων των προλεταριακών ηγετών. Το
παράδειγμα της επανάστασης στη Γερμανία μάς πείθει ότι η “δημοκρατία” δεν είναι
παρά ένα προκάλυμμα της αστικής καταλήστευσης και της πιο άγριας βίας».
Πηγή Ριζοσπάστης
1 σχόλιο:
Μαρξιστική Σκέψη τόμος 4
Ιανουάριος-Μάρτιος 2012, σελ. 416, 13€
Δελτίο Τύπου
Κυκλοφόρησε ο τόμος 4 της Μαρξιστικής Σκέψης. Ο τόμος περιλαμβάνει δυο σημαντικά αφιερώματα, στην περιβαλλοντική κρίση και το γερμανό φιλόσοφο Χέγκελ.
Με αφορμή τη διεξαγόμενη αρχές Δεκέμβρη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στο Ντάρμπαν, δίνεται μια σφαιρική εικόνα της κατάστασης, των επιπτώσεων και των προοπτικών σχετικά με το κλίμα. Περιλαμβάνονται κείμενα των Ου. Τσάβες (ομιλία στην Κοπεγχάγη 2009), Ν. Μπάσεϊ (Ντάρμπαν), Λ. Φλέναντι (καπιταλισμός και περιβαλλοντική κρίση), Μ. Ζέρβα (Φουκουσίμα), Κόσμος Χωρίς Πολέμους & Βία (πυρηνική ενέργεια), Γ. Τόλιου (διατροφική κρίση), Δ. Αναστασιάδη (βιοποικιλότητα), Ι. Άνγκους & Σ. Μπάτλερ (υπερπληθυσμός), Κ. Σκορδούλη και Τζ. Μπ. Φόστερ (μαρξισμός και οικολογία), καθώς και μια σύνοψη των πορισμάτων της Αναφοράς της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του 2007.
Η συμπλήρωση το Νοέμβριο 180 χρόνων από το θάνατο του Χέγκελ δίνει την αφορμή για μια αναφορά στη σκέψη του μεγάλου στοχαστή και την επίδρασή του στη γένεση του μαρξισμού. Ο αναγνώστης θα βρει δυο κλασικές μελέτες των Πλεχάνοφ και Λούκατς και κείμενα των Σ. Σέγιερς, Α. Μπλούντεν, Α. Φάνγκμαν και Χ. Κεφαλή.
Ξεχωριστή θέση στον τόμο κατέχει η συνέντευξη της Σοφίας Σακοράφα για την πολιτική κατάσταση και τις προοπτικές της Αριστεράς. Ακόμη, περιέχονται αναλύσεις για τα κινήματα, τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, κ.ά., ενώ από αυτό το τεύχος καθιερώνεται ένα αναλυτικό Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων με τη συνεργασία της «Επιτροπής Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ».
Τα περιεχόμενα του τόμου συμπληρώνουν μια ιστορική μελέτη του Τζ. Ρίντελ για την Κλάρα Τσέτκιν, δυο αναφορές στην τέχνη (Μάικλ Τζάκσον και Χαριτίνη Ξύδη) και βιβλιοκριτικές.
Σημειώνουμε τέλος ότι από τη νέα χρονιά η Μαρξιστική Σκέψη γίνεται 3μηνιαία, σε μια προσπάθεια καλύτερης και εγγύτερης επαφής με τις εξελίξεις και την επικαιρότητα.
http://www.marxistikiskepsi.gr
Δημοσίευση σχολίου