Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 85 χρόνια από τη ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου(15 Αυγούστου 1926) και με τη ευκαιρία αυτή αρχίζουμε σήμερα ένα αφιέρωμα στη ένδοξη και τιμημένη ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Μια ιστορία γεμάτη αγώνες και θυσίες για τα δίκαια των εργαζομένων, για τη ταξική ενότητα και πάλη όλων των εργαζομένων ανεξαρτήτως εθνικότητας, για μια άλλη κοινωνία, τον Σοσιαλισμό. Αλλά και τη πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστές, τη ντόπια αστική τάξη και τον εθνικισμό-σοβινισμό, για μια Κύπρο ελεύθερη,χωρίς ξένα στρατεύματα και βάσεις-χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις, κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και όλων των κοινοτήτων.
Το ΚΚΚ ήταν το πρώτο ταξικό κόμμα της εργατικής τάξης που αγωνίστηκε ενάντια στην αποικιοκρατία, την καταπίεση και εκμετάλλευση, στοχεύοντας στη απελευθέρωση όλης της Κύπρου από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό.
Κεντρική θέση στο αφιέρωμα έχει η εξαιρετική έρευνα του συντρόφου Αντρέα Παναγιώτου (τον οποίο και ευχαριστούμε ιδιαίτερα για τη παραχώρηση και άδεια δημοσίευσης) που δημοσιεύτηκε στην έκδοση της εφημερίδας Πολίτης, "Χρονικό", τεύχος. 38", 9/11/2009.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που (ανά)δημοσιεύεται.
Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος που αφορά τη περίοδο 1910-1931(πριν τα οκτωβριανά).
Υπενθιμίζουμε ότι μπορεί όποιοσδήποτε θέλει και έχει κάποιο υλικό, να μας το στείλει για να δημοσιευτεί στα πλαίσια του αφιερώματος.
Το ΚΚΚ ήταν το πρώτο ταξικό κόμμα της εργατικής τάξης που αγωνίστηκε ενάντια στην αποικιοκρατία, την καταπίεση και εκμετάλλευση, στοχεύοντας στη απελευθέρωση όλης της Κύπρου από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό.
Κεντρική θέση στο αφιέρωμα έχει η εξαιρετική έρευνα του συντρόφου Αντρέα Παναγιώτου (τον οποίο και ευχαριστούμε ιδιαίτερα για τη παραχώρηση και άδεια δημοσίευσης) που δημοσιεύτηκε στην έκδοση της εφημερίδας Πολίτης, "Χρονικό", τεύχος. 38", 9/11/2009.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που (ανά)δημοσιεύεται.
Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος που αφορά τη περίοδο 1910-1931(πριν τα οκτωβριανά).
Υπενθιμίζουμε ότι μπορεί όποιοσδήποτε θέλει και έχει κάποιο υλικό, να μας το στείλει για να δημοσιευτεί στα πλαίσια του αφιερώματος.
«Ο κυπριακός κομμουνισμός»:
Κοινωνική ιστορία του κυπριακού κομμουνιστικού κινήματος
Του Αντρέα Παναγιώτου
Το κυπριακό κομμουνιστικό κίνημα αποτελεί έναν ενδιαφέρον φαινόμενο συνύπαρξης και συνδυασμού στοιχείων από διαφορετικά ρεύματα της ευρύτερης ιστορικής αριστεράς: η έμφαση στην ταξική ανάλυση (και την στρατηγική της «κοινωνικής δικαιοσύνης») συνοδεύεται, και αρκετές φορές υποσκελίστηκε, από μια έντονη έμφαση στον εκδημοκρατισμό και στην ανάγκη εκμοντερνισμου, ενώ ο αντί-ιμπεριαλισμός συνοδεύεται από μια εξίσου ριζοσπαστική κριτική του εθνικισμού με έμφαση στην συνύπαρξη διαφορετικών κουλτουρων. Όσον αφορά την στρατηγική ο «κυπριακός κομμουνισμός» εκφράζει ένα είδος «ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμου» που συνδυάζει την έμφαση στις πρακτικές μεταρρυθμίσεις με ένα εξελικτικό πλαίσιο που έχει σαν φοντο/προεκταση μια επαναστατική/ «ουτοπική» ιδεολογία/όραμα.
Η αρχή: η πρωτοπορία του προλεταριακού μοντερνισμού
Οι πρώτες αναφορές για την εμφάνιση σοσιαλιστικών ιδεών ανάγονται στα τέλη της δεκαετίας του 1910, όταν δημιουργήθηκε στην Λεμεσό η «Λαϊκή Συνεργατική Ένωση» (ΛΣΕ) – ένα είδος σωματείου-Λέσχης το οποίο είχε σαν στόχο την ενισχυση/οργανωση των λαϊκων/εργατικων στρωμάτων. Οι δημιουργοί και οι ηγέτες της Λέσχης, ωστόσο, φαίνεται ότι ήταν μεσοαστοί και διανοούμενοι οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τις νέες ιδέες που έρχονταν από την Δύση – και την Ανατολή, μετά την ρωσική επανάσταση. Το 1922 κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Πυρσός», στα πλαίσια αυτής της κίνησης, με στόχο την δημιουργία ενός «Εργατικού Κόμματος». Μια σημαντική μορφή σε αυτές τις αρχικές κινήσεις ήταν ο Π. Φασουλιωτης ο οποίος, σύμφωνα με τον Γ. Λεφκη, εκπροσωπούσε την τάση που ήθελε ένα κόμμα στα πρότυπα του βρετανικού κόμματος. Μια άλλη, όμως, τάση στην ΛΣΕ (η οποία συμπεριλάμβανε τόσο εργάτες όσο και διανοούμενους) συσπειρώθηκε γύρω από την «συντεχνία κτιστών» και προσανατολιζόταν σε μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή του αναδυόμενου εργατικού κινήματος, την κομμουνιστική.
Οι πρώτες συντεχνίες με τις οποίες συνδέθηκαν οι ριζοσπαστικές ιδέες για την ταξική πάλη ήταν συντεχνίες τεχνιτών – λ.χ. κτιστών, αρτεργατών, ραφτών κλπ. Η πρώτη απεργία που αποδόθηκε στους κομμουνιστές στην Λεμεσό ήταν μια απεργία ραφτών ενώ μια ομάδα κομμουνιστών αρτεργατών που απολύθηκαν μετά από απεργία έφτιαξε την πρώτη αριστερή «κοοπερατίβα» (συνεργατισμό) – είχαν μάλιστα σαν σημείο κατατεθέν ένα αστέρι στα ψωμιά που παρήγαγαν. Το ευρύτερο πλαίσιο της εποχής (κρίση του αποικιακού πολιτικού συστήματος, κρίση παραδοσιακών άξιων, επίδραση της ρωσικής επανάστασης), φαίνεται ότι «ευνοούσε» την δημιουργία πολιτικών ομάδων με άξονα τις διεκδικήσεις των λαϊκών στρωμάτων: ήδη από το 1922 βρέθηκαν «στασιαστικές προκηρύξεις» στην περιοχή των μεταλλείων, ενώ μέχρι το 1930 υπήρχαν εργατικά κέντρα/λεσχες στην Λεμεσό (όπου πρωτοδημιουρθηκε αυτός ο νέος θεσμός οργάνωσης), την Λευκωσία, την Λάρνακα και την Αμμόχωστο. Φαίνεται επίσης ότι είχαν φτιαχτεί κομμουνιστικές ομάδες, πυρήνες ( η έστω υπήρχαν συμπαθούντες) και σε μια σειρά χωριών ( Γερμασογεια, Κοιλανι, Πισσουρι, Κιτι, Καλαβασο κλπ). Ένα εργατικό κίνημα το οποίο κτίζει την ρητορική του στην ανάγκη ταξικής πάλης και ταξικής συνείδησης από τα λαϊκά στρώματα, δεν μπορεί, όμως, να βασιζόταν μόνο στις ιδέες. Υπήρχε και μια σαφής υλική-οικονομική βάση για την εμφάνιση του κυπριακού κομμουνισμού: η δεκαετία του 20 ήταν μια δεκαετία που σφραγίστηκε από το ξεκλήρισμα της μικροϊδιοκτησιας στην αγροτική παραγωγή. Η πιο άμεση αιτία ήταν οι διακυμάνσεις στην ζήτηση για την αγροτική παραγωγή: με το τέλος του πολέμου, οι κύπριοι αγρότες βρέθηκαν απροστάτευτοι στα χέρια των τοκογλύφων.
Οπότε οι κομμουνιστές σαν πολιτική-πολιτιστική τάση εμφανίστηκαν ακριβώς σε μια στιγμή που η διαδικασία προλεταριοποίησης του πληθυσμού ήταν οξυμένη. Οι κομμουνιστές δεν ήταν η πρώτη, η η μόνη οργάνωση που απευθυνόταν στα λαϊκά στρώματα σε εκείνο το κλίμα ταξικής/οικονομικης κρίσης: το 1923 μια ετερόκλητη ομάδα (οι επονομαζόμενοι «εφταδικοι») κατέβηκε στις εκλογές που μποϋκόταρε η εκκλησία και η τότε πολιτική ελίτ, με σύνθημα την μεταρρύθμιση, ενώ το 1925 όταν κέρδισαν τις εκλογές οι μεταρρυθμιστές (ενάντια στους αδιάλλακτους ενωτικούς), εμφανίστηκαν 2 άλλα κόμματα/κινηματα: το «Αγροτικό» και το κόμμα/κινηση του Χατζηπαυλου που έκφραζε ένα είδος λαϊκιστικού βενιζελισμου. Όμως αυτές οι προσπάθειες υπήρξαν κινήσεις με άξονα τους ηγέτες – και στην περίπτωση των επταδικων υπήρχε και η σκιά της φιλο-βρετανικής στάσης σε μια εποχή που η αίγλη της αποικιοκρατίας ανάμεσα στους ιθαγενείς, βρισκόταν σε κρίση.
Η κομμουνιστική τάση συγκροτήθηκε σε κόμμα τα χρόνια 1924-26. Εκείνη την περίοδο η κομμουνιστική τάση έχασε μια σειρά από τα διανοούμενα στελέχη της. Η έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Αβγη» μπορεί να θεωρηθεί σαν το αποκορύφωμα εκείνης της ομάδας – σαν η έντυπη κατάθεση της μοντερνιστικής διάστασης που χαρακτήριζε την άνοδο του κυπριακού κομμουνισμού. Ταυτόχρονα, ωστόσο, βασικά στελέχη εκείνης της ομάδας (ο Χουρμούζιος, ο Στριγκος, ο Χριστοδουλιδης, ο Χρυσοστομιδης) έφυγαν για το εξωτερικό. Σε αυτό το πλαίσιο η κομμουνιστική τάση έγινε σαφώς πιο εργατικη/προλεταριακη καθώς προχωρούσε στην αυτόνομη οργανωτική της συγκρότηση. Το 1925 εκδόθηκε η εφημερίδα του ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου), «Νέος Άνθρωπος», ενώ τον Αύγουστο του 1926 συγκροτήθηκε το πρώτο του συνέδριο στην Λεμεσό. Ηγέτης του κόμματος αναδείχθηκε ο Κ. Σκελέας ο οποίος ερχόταν από την εργατική πτέρυγα της κομμουνιστικής τάσης. Το κόμμα λειτουργούσε σε ένα καθεστώς ημιπαρανομίας – δεν είχε κηρυχθεί παράνομο αλλά ήταν σαφές ότι οι Άγγλοι δεν ήταν ενθουσιασμένοι με την οργάνωση συντεχνιών από κομμουνιστές. Και ασκούσαν μια πίεση με απειλές, συλλήψεις, έρευνες στα γραφεία των συντεχνιών, απαγορεύσεις κλπ. Και απελάσεις – το 1925 απελάθηκε ο γιατρός Γιαβοπουλος, ο οποίος είχε έρθει στην Κύπρο τον προηγούμενο χρόνο και βοήθησε στην παραπέρα οργάνωση των κομμουνιστικών εργατικών πυρήνων. Αλλά δεν ήταν μόνο οι Άγγλοι που παρακολουθούσαν ενοχλημένοι την εμφάνιση του νέου πολιτικό-πολιτιστικού ρεύματος. Υπήρχε επίσης έντονη ανησυχία από τοπικούς παράγοντες και την εκκλησία:
«Είναι ολίγιστοι μα επικίνδυνοι οι αυτόκλητοι αυτοί οργανωτές. Επικίνδυνοι «να ενσπειρωσει μεταξύ του απλοϊκού κόσμου» τους καρπούς της ημιμάθειας τους και να βαυκαλίζονται με όνειρα, που με αυτά ένας τόπος που βρίσκεται σε απόγνωση και κάτω από τέτοιες άτυχες συνθήκες δεν πρέπει «προπαντως» να τρέφεται. Και για αυτό ένα χαλινάρι στις εξημμένες αυτές φαντασίες είναι πάντα ένα αναγκαιότατο μέτρο.» (Εφ. Χρόνος, 1925)
Το 1930 όταν οι κομμουνιστές είχαν πια γίνει ένα ευδιάκριτο ρεύμα στην κοινωνία συγκροτήθηκε στην αρχιεπισκοπή ειδική συνέλευση «σωματείων της Λευκωσίας» η οποία χωρίς ενδοιασμούς καλούσε τους Βρετανούς να εκδιώξουν από τα σχολεία αριστερούς/κομμουνιστές δασκάλους – ενώ έκανε επίσης και έκκληση στο κόσμο για χαφιεδισμό.
« Να μην προσλαμβάνονται υπό ατόμων και σωματείων κομμουνισται τεχνιται και εργαται. Να καταγγέλλονται υπό των γονέων οι κομμουνισται δασκαλοι εις το Γραφειον Παιδείας και τον Αρχιεπισκοπον και να αποσύρονται των σχολείων οι μαθηται μέχρις ότου επιτευχθεί η απομάκρυνσης των κομμουνιστών δασκάλων..» (Εφ. Ελευθερία, 1930)
Ο τρόπος με τον οποίον απλώθηκε στην κοινωνία το κομμουνιστικό κίνημα αποτελεί μεν ένδειξη τους βάθους της κρίσης η οποία χαρακτήριζε την περίοδο μετά το 1920, αλλά δείχνει επίσης ότι η εικόνα που επικρατεί στην κυρίαρχη ιστοριογραφία, ότι δηλαδή οι ελληνοκύπριοι (Ε/Κ) ήταν ένα ομοιογενες σύνολο υπό την ηγεσία της εκκλησίας, είναι παραπλανητική. Για να απλωθεί μια ιδεολογία η οποία διακήρυσσε τότε την ριζοσπαστική της κριτική για την εκκλησία, τους πλούσιους, και την κυρίαρχη ιδεολογία, θα πρέπει να υπήρχαν στην κοινωνία τάσεις και ρεύματα αμφισβήτησης και κοινωνικής σύγκρουσης. Από την άλλη για να καταφέρει αυτή η ιδεολογία να εκφράσει την διογκούμενη κοινωνική δυσφορία, θα έπρεπε να μπορούσε να έδινε «απαντήσεις» τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και για πιθανούς τρόπους αντίδρασης στα προβλήματα. Η ανάλυση των κομμουνιστών ότι η κρίση που ταλάνιζε τους αγρότες και του εργάτες ήταν αποτέλεσμα διεθνών τάσεων, προμήθευε για πρώτη φορά στα λαϊκά στρώματα ένα πλαίσιο κατανόησης της κυπριακής αποικιακής εμπειρίας. Και αυτή η ανάλυση αρθρωνόταν από ατομα/ακτιβιστες που προέρχονταν και οι ίδιοι από τα λαϊκά στρώματα και οι οποίοι φαίνονταν διατεθειμένοι να υποστούν τις διώξεις που συνεπαγόταν η ιδεολογία τους. Οι εισηγήσεις τους είχαν ένα πρότυπο εκμοντερνισμου το οποίο βασιζόταν στα λαϊκά στρώματα και το οποίο πρόβαλε σαν σαφώς αντίθετο στην αποικιακή εμπειρία, ενώ υπήρχαν ξεκάθαρες εισηγήσεις για μεθόδους οργάνωσης (συντεχνίες, κόμμα) οι οποίες μάλιστα χρησιμοποιούσαν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Σε αυτό το πλαίσιο οι κομμουνιστές πρόσφεραν στα λαϊκά στρώματα γνώσεις, μοντέλα ανάλυσης και πρακτικές εισηγήσεις για τις διεκδικήσεις τους.
Οι κομμουνιστές σε αυτό το πρώιμο στάδιο της εμφάνισης του κινήματος είχαν όλα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να αποδώσει κάποιος σε ένα είδος προλεταριακού μοντερνισμού. Οι ιδέες τους ήταν γενικά ριζοσπαστικά νεωτερικες: όχι μόνο στην κριτική των πολιτικών θεσμών αλλά και δομών όπως η πατριαρχεία –υπήρχε μια σαφή έμφαση στην ισότητα των γυναικών, ενώ οι γυναίκες φαίνεται να συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα. Το επίκεντρο της κριτικής τους στάσης και διαφοροποίησης από την κυρίαρχη πολιτική και κουλτούρα, ήταν σαφώς η ριζοσπαστική απόρριψη της ένωσης σαν μιας μυθολογίας ανάλογης με την θρησκευτική πίστη στην Δευτέρα Παρουσία και η υποστήριξη της ανεξαρτησίας σαν ρεαλιστικής «απάντησης» στο αποικιακό καθεστώς. Την δεκαετία του 1920 υπήρχαν και άλλες προσπάθειες και εισηγήσεις για ένα καθεστώς «αυτονομίας». Και κατά την διάρκεια της διαμόρφωσης των ομάδων που οδήγησαν στο ΚΚΚ, η στάση των ριζοσπαστών εργατών και διανοουμένων απέναντι στην ένωση και ιδιαίτερα τους ενωτικούς πολιτικούς, ήταν σαφώς κριτική. Οι κομμουνιστές, όμως, έθεσαν με σαφήνεια το ζήτημα της ανεξαρτησίας από τις πρώτες τους δημόσιες εμφανίσεις – στην διακήρυξη του ΚΚΚ με την κυκλοφορία του «Νέου Ανθρώπου» το 1925 και στο συνέδριο του 1926. Για τους κομμουνιστές η ένωση ήταν η ιδεολογία των εκμεταλλευτών που από την μια αποκοίμιζε και από την άλλη δίχαζε εθνικιστικά την εργατική ταξη/λαϊκα στρώματα:
«Όπως οι αρχαίοι δούλοι κι οι καταστρεμμένοι χειροτέχνες της ρωμαϊκής εποχής, ανίκανοι να επαναστατήσουν ενάντια στο σύστημα της δουλείας και στο ετοιμόρροπο «αρχαίο» καθεστώς, ζητούσαν την σωτηρία τους στον ουρανό ασπαζόμενοι τον χριστιανισμό περίμεναν…από μέρα σε μέρα την Δευτέρα Παρουσία, έτσι και οι «ενωτικοί» της Κύπρου προσπαθούν να πείσουν τις εργαζόμενες μάζες ότι θα εύρουν την σωτηρια τους μόνο στην Ελλάδα..
Εκτός όμως από τον καθαρό αντεπαναστατικό ρόλο, το σύνθημα της Ενώσεως με την Ελλάδα χρησιμοποιείται απ ευθείας από τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό ως όπλο για την διαίρεση του κυπριακού εργαζόμενου λαού..» (Νίκος Κλεομένης (Βατης), «Μερικά Επίκαιρα Πολιτικά Ζητήματα», 1931)
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 οι κομμουνιστές είχαν γίνει πια ένας ευδιάκριτος πόλος. Το 1926-27 το εργατικό κέντρο Λεμεσού αποφάσισε να κατεβάσει υποψήφιους στις δημοτικές εκλογές και οι υποψήφιοι του πήραν ποσοστά 15% και 17% - ανέλπιστα ποσοστά για ένα ρεύμα που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν σαν περιθωριακό φαινόμενο. Το 1930 το κόμμα είχε υποψήφιους σε μερικές εκλογικές περιφέρειες και κατάφερε επίσης να αγγίξει ανάλογα ποσοστά (16%). Η πιο εντυπωσιακή εκλογική παρέμβαση έγινε στην Πάφο στις εκλογές του 1931 όταν το ΚΚΚ υποστήριξε τον Γαλατοπουλο (ο οποίος ήταν ένας νέος τοπικός ηγέτης με σοσιαλιστικές αποκλίσεις). Παρά τις πιέσεις των εθνικοφρόνων, ο Γαλατόπουλος δεν αποκήρυξε την στήριξη των κομμουνιστών και εκλεγηκε. Ήταν ένα σύμπτωμα της αποδοχής της ύπαρξης των κομμουνιστών σαν σημαντικής πολιτικής τάσης. Αυτή αναδυόμενη δυναμική έθεσε μπροστά στους κομμουνιστές το δίλημμα το οποίο θα είχαν να αντιμετωπίσουν και στις επόμενες δεκαετίες: από την μια η ριζοσπαστική τους κριτική και ακτιβισμός, τους έδινε μια ξεκάθαρη αυτόνομη ταυτότητα που λειτουργούσε ελκυστικά για μια μερίδα της κοινωνίας (ιδιαίτερα στις πόλεις) – από την άλλη αυτός ο ριζοσπαστισμός σε μια οικονομικά υποανάπτυκτη αποικία είχε όρια απήχησης, αλλά και πρακτικών εισηγήσεων. Γιατί οι κομμουνιστές δεν εισηγούνταν απλά ουτοπικές λύσεις. Η «γοητεία» τους βρισκόταν στην ικανότητα του λογου/ιδεολογιας τους να «εξηγά» την πραγματικότητα και να εισηγείται «λύσεις». Έτσι οι κομμουνιστές ανάπτυξαν μια ιστορική ανάλυση για την ανάγκη σταδίων στην διαδικασία για την «πρόοδο» και την «λευτεριά» - και στα πλαίσια αυτών των εκμοντερνιστικων σταδίων αναπτύχθηκε και μιαν παράλληλη πολιτική «ενότητας» (του «ενιαίου μετώπου» ενάντια στην αποικιοκρατία) με άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου