«Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν
υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή».
Αν εξαιρέσουμε την καθαρευουσιάνικη γλώσσα, η παραπάνω
πρόταση θα μπορούσε να προέρχεται από οποιαδήποτε ρατσιστική κιτρινοφυλλάδα του
σήμερα. Όμως, οι γραμμές αυτές γράφτηκαν ενενήντα χρόνια πριν και ο στόχος ήταν
οι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η εφημερίδα είναι η «Βραδυνή», η ημερομηνία είναι 3
Δεκέμβρη 1923 και το σχόλιο έχει τίτλο «Αφγανιστανούπολις». Ας διαβάσουμε πως
περιέγραφε την «εμποροπανηγυροποίησιν» της πρωτεύουσας η δεξιά, μοναρχική
φυλλάδα:
«Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων
ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια,
βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του
αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών
καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς
πρασίνους τόνους ηρημώθησαν, Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την
ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία,
η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη
της.
Ευθύνην δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τους διαπράττοντας τας ασχημίας
ταύτας. Αυτοί όπως ήξευραν και όπως ηδυνήθησαν έπραξαν. Μη έχοντες το αίσθημα
της τάξεως, δεν ηδύναντο να την εκδηλώσουν, αγνοούντες δε την έννοιαν του καλού
δεν ηδύναντο να την φανερώσουν. Την ευθύνην έχουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι
δια την υγιεινήν, την τάξιν, την ευπρέπειαν. (…)
Αφήκαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν υπό
του ψιλικατσιδισμού, αδιαφορήσαντες όχι μόνον προς την ευπρέπειαν, αλλά και
προς τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά
ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια. Ταυτοχρόνως
διά της μεταβολής των εμπορικών μας οδών εις μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν
δυσχερεστάτην την κυκλοφορίαν των διαβατών και των τροχοφόρων...».
(Τα
αποσπάσματα από το μπλογκ του Ν. Σαραντάκου, tinyurl.com/992fvx3)
Δεν ήταν κάποιο μεμονωμένο ξέσπασμα. Οι πολιτικοί πρόγονοι
του Σαμαρά, του Δένδια και των φασιστών, έδειχναν μίσος για τους Μικρασιάτες
και Πόντιους πρόσφυγες αντίστοιχο με αυτό που επιφυλάσσουν οι απόγονοί τους για
τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα. Το
«ομόαιμον» και το «ομόεθνον» των τότε προσφύγων καθόλου δεν τους εμπόδιζε να
χύνουν το πιο χυδαίο ρατσιστικό δηλητήριο.
Σχεδόν ένα μήνα πριν το άρθρο της Βραδυνής, στις 9 Νοέμβρη
1923, το σύνθημα που κυριαρχούσε στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις Στήλες
του Ολυμπίου Διός ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Το
«τουρκόσπορος» ήταν η κλασσική βρισιά για τους πρόσφυγες. Το ίδιο κι άλλες
υποτιμητικές εκφράσεις όπως το «γιαουρτοβαφτισμένος», το «παλιοαούτηδες», το
«σκατοουγλούδες», το «παστρικιά» για τις γυναίκες (δηλαδή πόρνη).
Η «Καθημερινή», αυτή η υποτιθέμενη ναυαρχίδα του «σοβαρού»
συντηρητικού τύπου, πρωταγωνιστούσε σε αντιπροσφυγικό μένος. Το 1928, ο εκδότης
της Γ.Α Βλάχος, αποκαλούσε τους μικρασιάτες «προσφυγική αγέλη». Σε άλλο άρθρο
του, τον Ιούλη εκείνης της χρονιάς, διαμαρτυρόταν γιατί το Λαϊκό Κόμμα είχε
τολμήσει να βάλει τρεις απ’ αυτούς στις λίστες υποψηφίων του:
«Συμπονούμεν και
συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και
παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως
εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα». Μια άλλη
εφημερίδα, το «Σκριπ» έγραφε τις ίδιες περίπου μέρες ότι: «τα συμφέροντα των
προσφύγων, κατά μοιραίαν τραγικήν δυσμένειαν, είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα
προς τα συμφέροντα των γηγενών».
Κίτρινο περιβραχιόνιο
Για κάποιους άλλους, τέτοιες αντιμετωπίσεις ήταν
«ασπιρίνες». Ο Ν. Κρανιωτάκης, εκδότης του Πρωϊνού Τύπου και φανατικός
μοναρχικός, πρότεινε το 1933 ένα πιο δραστικό μέτρο: να υποχρεωθούν οι
πρόσφυγες να φοράνε ένα κίτρινο περιβραχιόνιο για να ξεχωρίζουν από τους
Έλληνες. Δεν ήταν απλά λόγια όλα αυτά. Το 1935, μετά το νόθο πραξικόπημα του
στρατηγού Κονδύλη που επανάφερε τη μοναρχία, στον Βόλο: «Αντιβενιζελικοί
μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την
περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»
Το μίσος της μοναρχικής δεξιάς για τους μικρασιάτες
πρόσφυγες είχε παρελθόν και πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία (το πρώτο μεγάλο
κύμα είχε έρθει ανάμεσα στο 1914-1916). Τους θεωρούσαν ως τη βασική δύναμη
υποστήριξης του Βενιζέλου. Πράγματι, σε όλη τη δεκαετία του 1920, οι πρόσφυγες
ψήφιζαν σχεδόν «μονοκούκι» τα βενιζελικά κόμματα. Και οι πολιτευτές αυτών των
κομμάτων τους θεωρούσαν την καλύτερη εκλογική πελατεία.
Αυτό δεν σήμαινε, βέβαια, ότι η υποστήριξή τους στον
βενιζελισμό έκανε τη ζωή εύκολη για τους πρόσφυγες. Ακόμα κι η είσοδός τους στα
όρια του ελληνικού κράτους ήταν μαρτύριο. Η Μακρόνησος πριν γίνει τόπος
μαρτυρίου της Αριστεράς στον Εμφύλιο ήταν τόπος θανάτου για χιλιάδες πρόσφυγες,
από τον Πόντο, που στοιβάχτηκαν εκεί το 1922. Και η συνέχεια για όλους ήταν η
ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, πολλές φορές χωρίς βασικές υποδομές,
μεροκάματα χαμηλά ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής και δουλειές του
ποδαριού για να επιβιώνουν όπως-όπως. Επόμενο, τα «κοινωνικά» των εφημερίδων να
γεμίζουν με ιστορίες τρόμου για την εγκληματικότητα, τα ναρκωτικά, την πορνεία
και όλα τα συναφή στους «συνοικισμούς».
Για πολλά χρόνια αυτός ο κόσμος έμοιαζε να είναι άγονο
έδαφος για τις ιδέες της Αριστεράς. Συχνά οι εργοδότες προσλάμβαναν πρόσφυγες
για να σπάσουν τη δύναμη των συνδικάτων. Και πολλές φορές σωματεία με δεξιές
ηγεσίες έβαζαν στα αιτήματά τους την απαγόρευση πρόσληψης προσφύγων εργατών
(μια πρακτική που επίσης είχε μεγάλο παρελθόν).
Αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει από τις αρχές της
δεκαετίας του ’30. Το ΚΚΕ ήδη από τα προηγούμενα χρόνια κατέβαινε στις εκλογές
ως «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών και Προσφύγων», αλλά τα αποτελέσματα ήταν
πενιχρότατα (όχι μόνο από άποψης προσφυγικών ψήφων, αλλά και εργατικών και
αγροτικών γενικότερα). Στις εκλογές του 1933, όμως, η εικόνα αλλάζει και ο
τρόμος απλώνεται στα πολιτικά κόμματα της άρχουσας τάξης και τα
«αντιπροσφυγικά» και τα «φιλοπροσφυγικά». Ήταν οι εκλογές που ο Βενιζέλος, αφού
είχε χάσει τη «μάχη της δραχμής» έχασε, οριστικά, και τη μάχη της κάλπης.
Το εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η άνοδος του ΚΚΕ. Και το ακόμα
πιο εντυπωσιακό ήταν η εκτόξευση των ποσοστών του στις προσφυγικές συνοικίες.
Στην περιοχή της πρωτεύουσας κάποια ενδεικτικά αποτελέσματα ήταν: 12,4% στη Ν.
Ιωνία, 12% στην Καισαριανή, 11,2% στη Ν. Κοκκινιά, 10,5% στο Βύρωνα.
Στροφή αριστερά
Μια εξήγηση που δίνεται για τη πολιτική μεταστροφή των
προσφύγων προς τ’ αριστερά ήταν η υπογραφή το 1930 της Συνθήκης Φιλίας ανάμεσα
στην κυβέρνηση του Βενιζέλου και του Κεμάλ Ατατούρκ της Τουρκίας. Όμως, αυτό
δεν εξηγεί γιατί οι πρόσφυγες άρχισαν να στρέφονται στο ΚΚΕ, ένα κόμμα που
ανάμεσα σε πολλά άλλα κουβαλούσε το στίγμα της «εθνοπροδοσίας» για τη
διεθνιστική στάση του στη Μικρασιατική Εκστρατεία ή τις θέσεις του για το
Μακεδονικό.
Οι αυταπάτες των προσφύγων στον βενιζελισμό γκρεμίζονταν,
αυτό είναι σωστό. Όμως, παράλληλα μια άλλη διαδικασία άρχισε να γίνεται ορατή
από το 1932 και μετά: η αναζωογόνηση του εργατικού κινήματος, των απεργιών και
όλων των συλλογικών μορφών δράσης. Το ΚΚΕ άρπαξε αυτή την ευκαιρία για να ρίξει
νέες ρίζες μέσα στην εργατική τάξη και να ζωντανέψει ξανά την παλιά του
επιρροή. Και σ’ αυτή την προσπάθεια συναντήθηκε με μια νέα γενιά προσφύγων
εργατών.
Ο Βασίλης Νεφελούδης, νεαρός πρόσφυγας και υπάλληλος της
«Πάουερ», των τραμ, ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της «νέας εργατικής
τάξης». Έγινε ηγέτης των «τραμβαγέρηδων» και στις εκλογές του 1932 βγήκε
«αττικάρχης», πρώτος σε σταυρούς βουλευτής όλων των κομμάτων. Μια διήγησή του
για ένα μικρό επεισόδιο εκείνων των χρόνων, δείχνει τη μαχητικότητα αυτών των
εργατών:
«Ανεβήκαμε λοιπόν πάνω στα γραφεία της εταιρίας και οι 42
που ήμασταν και είπαμε στον Διευθυντή της εταιρίας, Σχοινά τον λέγανε, ο οποίος
ήτανε υπάλληλος του Υπουργείου Μεταφορών και διολίσθησε, του είπαμε ότι εδώ
ήρθαμε αποφασισμένοι να λύσουμε το πρόβλημα αυτό. Δεν πρόκειται να φύγουμε από
τα γραφεία εάν δεν λυθεί το πρόβλημα αυτό. Και μην τολμήσεις να πάρεις το
τηλέφωνο και να καλέσεις την αστυνομία, θα σε πετάξουμε από το παράθυρο και θα
πούμε ότι αυτοκτόνησες. Λοιπόν, «τι θέλετε από μένα» μας λέει. Θέλουμε τώρα να
πάρεις το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και να εισηγηθείς να αναστείλει
τις απολύσεις. Να ακυρώσει τις απολύσεις. Αυτό είναι δουλειά που πρέπει να την
κάνεις εσύ. Τα χρειάστηκε ο άνθρωπος πήρε το τηλέφωνο, τους είπε δεν βγαίνουν
τα δρομολόγια αν πραγματοποιηθούν οι απολύσεις, εισηγούμαι να ανασταλούν. Και
έτσι σταμάτησαν οι απολύσεις».
Τον Φλεβάρη του 1934 εκλέχτηκε ο πρώτος «κόκκινος δήμαρχος».
Ήταν ο Μήτσος Παρτσαλίδης, πρόσφυγας καπνεργάτης, που μετά από μια
συγκλονιστική αναμέτρηση απέναντι στα συνασπισμένα αστικά κόμματα, κέρδισε τη
δημαρχία της Καβάλας. Δεν ήταν μόνο ο Παρτσαλίδης πρόσφυγας, το ίδιο ήταν και
σχεδόν όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι που εκλέχτηκαν με τον συνδυασμό του ΕΜΕΑ-Π.
Ούτε αυτή η επιτυχία ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ο Παρτσαλίδης είχε εκλεγεί
βουλευτής Καβάλας το 1932. Ακόμα πιο σημαντικό ρόλο έπαιξε η συγκλονιστική
απεργία και κατάληψη των εργοστασίων από τους καπνεργάτες τον Ιούλη του 1933. Πρόσφυγες
και «γηγενείς», άνδρες και γυναίκες, απέργησαν μαζί και νίκησαν.
Τα «γκέτο των προσφύγων» άρχισαν να γίνονται κάστρα της
Αριστεράς στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Στην Αντίσταση αυτή η διαδικασία θα
έφτανε στο αποκορύφωμά της. Ήταν πράγματι μια τεράστια διαδρομή από μια
εργατική τάξη που στα τέλη της δεκαετίας του 1920 έμοιαζε πλήρως
κατακερματισμένη και περιθωριοποιημένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου