Η «έφοδος στον ουρανό» των εργατών και εργατριών του
Παρισιού ξεκίνησε στις 18 Μάρτη 1871. Για πρώτη φορά στην ιστορία η εργατική
τάξη πήρε στα χέρια της την διεύθυνση της κοινωνίας έστω και σε «μικρογραφία»
αν και το Παρίσι δεν ήταν μικρή πόλη –είχε κάτι παραπάνω από δυο εκατομμύρια
κατοίκους, έστω και αν άντεξε 72 μέρες.
Το καλοκαίρι του 1870 ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’, αποφάσισε
να λύσει τα εσωτερικά του προβλήματα εξαπολύοντας ένα «ένδοξο σύντομο πόλεμο»
ενάντια στην Πρωσία. Ο «σιδερένιος καγκελάριος», ο Μπίσμαρκ, ουσιαστικά τον
είχε εξωθήσει σε αυτή την ενέργεια βέβαιος για την νίκη των πρωσικών όπλων.
Όπως κι έγινε, ο πόλεμος για την Γαλλία ήταν ένα φιάσκο. Ολόκληρες γαλλικές
στρατιές κι ο ίδιος ο αυτοκράτορας-καραγκιόζης περικυκλώθηκαν και
αιχμαλωτίσθηκαν. Ο πρωσικός στρατός πολιόρκησε το Παρίσι κι από τον Γενάρη άρχισε
να το βομβαρδίζει συστηματικά.
Τα τάγματα της Εθνοφρουράς του Παρισιού τα αποτελούσαν
300.000 πολιτοφύλακες που ενίσχυαν τον τακτικό στρατό στη διάρκεια της
πολιορκίας. Είχαν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η συντριπτική πλειοψηφία
ήταν εργάτες. Οι αξιωματικοί των ταγμάτων εκλέγονταν κι ήταν οι περισσότεροι
εργάτες. Ακόμα και τα κανόνια της Εθνοφρουράς είχαν κατασκευαστεί ύστερα από
εράνους. Στις 18 Μάρτη –και ενώ είχε υπογράψει ανακωχή με τους Πρώσους- η
κυβέρνηση «εθνικής άμυνας» διέταξε τον στρατό να κατασχέσει αυτά τα κανόνια που
είχε μεταφέρει η Εθνοφρουρά στο λόφο της Μονμάρτης.
Οι στρατιώτες του στρατηγού Λεκόντ βρήκαν απέναντι τους ένα
πλήθος από γυναίκες και παιδιά. Μετά κατέφτασαν οι Εθνοφρουροί. Οι στρατιώτες
έστρεψαν τα όπλα τους στους αξιωματικούς. Η επιχείρηση του στρατού κατέληξε σε
φιάσκο. Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς ανέλαβε την εξουσία και η κυβέρνηση
με επικεφαλής τον Θιέρσο κατέφυγε στις Βερσαλλίες. Μαζί της πήγε όλο το πλούσιο
Παρίσι σέρνοντας μαζί του όλα τα παράσιτα που ζούσαν γύρω του.
Όλοι αυτοί πίστευαν ότι χωρίς τους γραφειοκράτες του
κρατικού μηχανισμού, χωρίς τους χαφιέδες και τους μπάτσους, χωρίς αφεντικά, η
πόλη θα κατέρρεε από την πείνα, τη βρωμιά, τις αρρώστιες, τις ληστείες και τις
λεηλασίες. Διαψεύστηκαν. Μέσα σε δυο μέρες όλα λειτουργούσαν ρολόι. Η πόλη ήταν
πιο καθαρή από την εποχή της Αυτοκρατορίας. Όχι μόνο δεν εμφανίστηκε λιμός αλλά
οι φτωχοί ανάσαναν. Ακόμα και η εγκληματικότητα σχεδόν εξαφανίστηκε. Οι μεγάλοι
εγκληματίες είχαν πάει με τους φίλους τους στις Βερσαλίες. Χιλιάδες
«εγκληματίες», «αλήτες», «πόρνες» έδωσαν την ψυχή τους στην επανάσταση.
Στις 26 Μάρτη οι πολίτες του Παρισιού από τα είκοσι
διαμερίσματα της πόλης εκλέξανε την Κομμούνα, ένα όργανο αυτοδιοίκησης που είχε
γνωρίσει δόξες στην πιο ριζοσπαστική φάση της Γαλλικής Επανάστασης. Όμως, η
Κομμούνα δεν ήταν συνέχεια εκείνης της επανάστασης. Ήταν η ενσάρκωση μιας νέας,
της εργατικής.
Όπως έγραψε ο Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο στην Γαλλία, την
εισήγηση στο Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς: «Το πραγματικό της μυστικό
ήταν ότι αποτελούσε ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα
της πάλης της παραγωγικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, την ανοιχτή,
τελικά, πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση
της εργασίας…»
Σε ένα άλλο σημείο τονίζει ότι οι εργάτες του Παρισιού:
«Κατάλαβαν ότι είναι επιτακτικό καθήκον τους και απόλυτο δικαίωμά τους να
γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική
εξουσία. Μα η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει απλώς στα χέρια της την έτοιμη
κρατική μηχανή, και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς».
Η Κομμούνα συγκροτούνταν από αντιπροσώπους που εκλέγανε τα
διαμερίσματα. Το σημαντικό δεν ήταν μόνο ότι ήταν εργάτες. Πληρώνονταν σαν εργάτες
-15 φράγκα τη μέρα, 6.000 το χρόνο οι ίδιοι κι όσοι κατείχαν θέσεις στις
υπηρεσίες της. Αυτό σήμαινε για παράδειγμα ότι ο Φρανσουά Ζουρντέ, ένας
ταπεινός λογιστής που εκλέχτηκε Επίτροπος Οικονομικών ήταν τόσο φτωχός που η
σύζυγός του έπρεπε να συνεχίσει να δουλεύει σαν πλύστρα για να τα βγάλουν πέρα.
Ακόμα πιο σημαντικό ήταν ότι οι αντιπρόσωποι της Κομμούνας ήταν άμεσα ανακλητοί
από τους εκλογείς τους.
Η Κομμούνα ήταν και νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα. Δεν
ψήφιζε φιλεργατικούς νόμους που έπρεπε να τους εφαρμόσει ένας μηχανισμός που
είχε στηθεί για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εκμεταλλευτικής μειοψηφίας. Οι
εργάτες αποφάσιζαν μέσω των αντιπροσώπων τους και υλοποιούσαν τις αποφάσεις
τους. Ένα πολύβουο ποτάμι συνελεύσεων, διαδηλώσεων, συζητήσεων σε εκατοντάδες
λέσχες και ενώσεις εξασφάλιζε τη συνεχή ροή αυτής της διαδικασίας.
Οι αρτεργάτες διαδήλωσαν ενάντια στη νυχτερινή εργασία που
τους σακάτευε. Η Κομμούνα κατάργησε την νυχτερινή εργασία. Χιλιάδες ήταν οι
άστεγοι. Η Κομμούνα φρόντισε να στεγαστούν όλοι, στα παλάτια και τα μέγαρα των
πλουσίων που επίταξε.
Τα μέτρα της Κομμούνας ήταν απλά και μονόπλευρα ταξικά.
Δεκαεννιά στους είκοσι κατοίκους του Παρισιού ζούσαν στο νοίκι. Εκατοντάδες
χιλιάδες χρωστούσαν μέχρι το λαιμό γιατί είχαν μείνει άνεργοι στη διάρκεια του
πολέμου. Με ένα απλό διάταγμα η Κομμούνα έσβησε τα παλιά χρέη και έβαλε
μορατόριουμ στα νέα. Η απόφαση πάρθηκε ύστερα από συζήτηση που διήρκεσε
λιγότερο από μια ώρα. Το ίδιο το κείμενο του διατάγματος ήταν τρεις γραμμές.
Πανηγύρι
Η Κομμούνα ήταν ένα πανηγύρι των καταπιεσμένων. Μια νέα
κοινωνία γεννιόταν και μέσα σε αυτή οι άνθρωποι έβρισκαν ξανά την ατομικότητα τους. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ένα τραγούδι που ταυτίστηκε με την Κομμούνα αν
κι είχε γραφεί νωρίτερα ήταν «ερωτικό» κι είχε τίτλο η Εποχή των Κερασιών.
Οι γυναίκες ήταν στην πρώτη γραμμή. Ο ανταποκριτής μιας
αστικής εφημερίδας εχθρικής στη Κομμούνα έγραφε: «Έχω δει τρεις επαναστάσεις,
αλλά σε καμιά οι γυναίκες δεν είχαν συμμετάσχει με τόση αποφασιστικότητα…
Φαίνεται ότι θεωρούν αυτή την επανάσταση δικιά τους και την υπερασπίζουν σαν να
υπερασπίζουν το δικό τους μέλλον».
Θα περίμενε κανείς μια πόλη που είχε υποφέρει από την
πολιορκία των Πρώσων να πάλλεται από το εθνικιστικό μίσος. Κι όμως, η Κομμούνα
ήταν η αποθέωση του διεθνισμού. Στις 12 Απρίλη αποφασίζει να γκρεμίσει τη Στήλη
της Βαντόμ, ένα άγαλμα του Ναπολέοντα (του «Μεγάλου») με βάση από το μέταλλο
των κανονιών που είχε κυριεύσει ο γαλλικός στρατός. Όπως έλεγε το διάταγμά της
«Είναι σύμβολο ψεύτικης δόξας, ωμής βίας, μιλιταρισμού, μια προσβολή στη μνήμη
νικητών και ηττημένων…»
Ο Λέο Φράνκελ ήταν ο Επίτροπος Εργασίας και Ανταλλαγών της
Κομμούνας. Πιο πριν ήταν στην ηγεσία της Πρώτης Διεθνούς. Ήταν δηλαδή ένας από
τους «ξένους υποκινητές της ανταρσίας» κατά τον αστικό τύπο και την κυβέρνηση
των αστών. Ήταν επίσης Γερμανοεβραίος. Αλλά για την Κομμούνα: «Θεωρώντας ότι η
σημαία της Κομμούνας είναι η σημαία της παγκόσμιας δημοκρατίας… ο πολίτης Λέο
Φράνκελ γίνεται δεκτός στο Συμβούλιο της Κομμούνας».
Η «Διεθνής» το ποίημα που έγραψε ο Ευγένιος Ποτιέ όταν
κρυβόταν για να γλυτώσει την εκτέλεση μετά την ήττα της Κομμούνας έγινε ο ύμνος
που ενώνει τους ανθρώπους που παλεύουν για να αλλάξουν την κοινωνία σε όλο τον
κόσμο. Η Κομμούνα δεν ήταν ένα απολίτικο σώμα. Στις γραμμές της υπήρχαν
οργανωμένες τάσεις και ρεύματα –κόμματα θα λέγαμε σήμερα. Οι αδυναμίες τους
ήταν κι οι αδυναμίες της Κομμούνας. Δεν άγγιξε για παράδειγμα το χρυσό της
Κρατικής Τράπεζας, δεν οργάνωσε έγκαιρα επίθεση στις Βερσαλλίες και άφησε την
πρωτοβουλία στην αντίπαλη πλευρά.
Όμως, έτσι κι αλλιώς ο χρόνος έτρεχε εις βάρος της
Κομμούνας. Το Παρίσι έμεινε μόνο του. Οι Πρώσοι απελευθέρωσαν 100.000
αιχμάλωτους για να αποκτήσει η κυβέρνηση των Βερσαλλιών επαρκή στρατεύματα.
Στις 21 Μάη οι δυνάμεις «του νόμου και της τάξης» άρχισαν την επίθεση στο
Παρίσι.
Αυτό που ακολούθησε ήταν η Ματωμένη Βδομάδα καθώς οι
Κομμουνάροι έδιναν το αίμα τους κάτω από την κόκκινη σημαία τους. Οι
εργατογειτονιές του Παρισιού μεταβλήθηκαν σε σωρούς ερειπίων από τα κανόνια.
Διάφοροι υπολογισμοί μιλάνε για τρεις με δέκα χιλιάδες Κομμουνάρους πεσόντες
στις μάχες εκείνης της βδομάδας (χίλιοι περίπου από την απέναντι μεριά).
Οι δολοφονημένοι και οι εκτελεσμένοι στο μήνα που
ακολούθησαν ήταν πέντε φορές περισσότεροι. Χιλιάδες εξορίστηκαν σε μακρινές
αποικίες. Την επόμενη φορά που έγιναν εκλογές στο Παρίσι «έλειπαν» 100.000
ψηφοφόροι. Ο όχλος της αστικής κοινής γνώμης, οι καλοντυμένες κυρίες και κύριοι
επευφημούσαν αποκτηνωμένοι το όργιο του αίματος. Αλλά η καταστολή είχε μια
ψυχρή λογική. Στις 26 Ιούνη ο χασάπης στρατηγός Γκαλιφέ πήγε σε ένα στρατόπεδο
αιχμαλώτων και διέταξε όσους είχαν άσπρα μαλλιά να κάνουν ένα βήμα μπροστά.
«Εσείς ήσασταν στα οδοφράγματα και τον Ιούνη 1848, είστε ακόμα πιο ένοχοι».
Εκατόν δέκα οχτώ «ασπρομάλληδες» εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους πετάχτηκαν
στο ποτάμι.
Η άρχουσα τάξη ήθελε να σβήσει τη ζωντανή μνήμη του
«κόκκινου» Ιούνη και της ίδιας της Κομμούνας. Στο λόφο της Μονμάρτης όπου
εκτυλίχτηκε η πρώτη πράξη της Κομμούνας και όπου έπεσαν οι τελευταίοι
υπερασπιστές της χτίστηκε ένας τεράστιος καθεδρικός ναός.
Όμως η Κομμούνα δεν ξεχάστηκε. Θα ξαναζούσε στις εργατικές
επαναστάσεις του 20ου αιώνα και θα ξαναζήσει σε αυτές που πλησιάζουν, στις
«εφόδους στον ουρανό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου