Την 1η Νοέμβρη του 1993, 20 χρόνια πριν, ιδρύθηκε επισήμως ο
μηχανισμός που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν η ημερομηνία εφαρμογής της
συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία είχε υπογραφεί το Φλεβάρη του 1992.
Στη συνθήκη του Μάαστριχτ από πλευράς Ελλάδας εκτός από το
Μητσοτάκη που ήταν τότε πρωθυπουργός, υπογράφει κάποιος Αντώνης Σαμαράς, που
ήταν τότε Υπουργός Εξωτερικών.
Αν γυρίσει κανείς πίσω εκείνες τις μέρες, περίσσευαν οι
πανηγυρισμοί και οι ψεύτικες ελπίδες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το φάρμακο για
κάθε ασθένεια. Θα έβαζε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τις αντιπαραθέσεις
ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης, προσφέροντάς τους ενιαία εξωτερική πολιτική
ακόμη και κοινό στρατό. Ήταν ταυτόχρονα «λύση» απέναντι στα αδιέξοδα της
οικονομίας.
Η απελευθέρωση των αγορών θα ήταν ευκαιρία για τις ισχυρές
οικονομίες να απλωθούν χωρίς φραγμούς ενώ για τους ασθενέστερους άνοιγε η
προοπτική της «σύγκλισης», η ελπίδα δηλαδή ότι οι οικονομίες τους θα φτάσουν
σταδιακά στο ίδιο επίπεδο με τους υπόλοιπους.
Απέναντι σε ένα Ανατολικό μπλοκ που όχι μόνο είχε
καταρρεύσει αλλά είχε μπει σε κύκλο διασπάσεων, αποσχίσεων και εμφυλίων
πολέμων, η Ευρωπαϊκή Ένωση υψωνόταν ως το αντίπαλο δέος της σταθερότητας και
της γεφύρωσης των διαφορών. Στον πυρήνα της στρατηγικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση
ήταν η προοπτική του κοινού νομίσματος, του ευρώ, το οποίο ήρθε τελικά λιγότερο
από μια δεκαετία αργότερα.
Παρά τα παχιά λόγια, το Μάαστριχτ ήταν η συμφωνία με την
οποία τα αφεντικά της γηραιάς ηπείρου έβαλαν πλώρη για την ολοκλήρωση της
Ευρώπης της λιτότητας, του πολέμου και του ρατσισμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, και
πιο πριν από αυτήν η ΕΟΚ, δεν ήταν ποτέ κοινό «σπίτι των λαών» αλλά ένωση των
αφεντικών σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών. Αυτή η αλήθεια μοιάζει
προφανής σήμερα, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι
δύο από τους τρεις συνεταίρους της τρόικας.
Όμως, στα τέλη Ιούλη του 1992, όταν
ήρθε στη Βουλή η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η ομοφωνία δεν σήκωνε αντιρρήσεις. 286
«ναι» και μόλις 8 «όχι» καταγράφηκαν.
Κι όμως, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν ξάστερη στους σκοπούς
της. Έβαζε τέσσερις όρους στις χώρες που ήθελαν να ενταχθούν στο νέο νόμισμα.
Να ρίξουν τον πληθωρισμό, να μειώσουν το δημόσιο χρέος και τα κρατικά
ελλείμματα, να μην κάνουν υποτιμήσεις μέχρι να εφαρμοστεί το ευρώ και τέλος να
κρατήσουν χαμηλά τα επιτόκια. Όχι μόνο δεν ανοίγονταν μεγαλύτερες δυνατότητες
για τους εργάτες μέσα σε κάθε χώρα, αλλά αντίθετα οι όροι σήμαιναν πως όλες
μαζί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναλάμβαναν να αυξήσουν οργανωμένα την
εκμετάλλευση σε βάρος των λαών τους, χτυπώντας μισθούς και συντάξεις αλλά και
περιορίζοντας τις δαπάνες, είτε με περικοπές είτε με ιδιωτικοποιήσεις.
Συστατικό στοιχείο
Η επίθεση στην εργατική τάξη είναι συστατικό στοιχείο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΕΟΚ πριν από αυτήν. Η λογική της «ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης» ήταν ότι οι ευρωπαίοι καπιταλιστές θα βάλουν σε ένα βαθμό στην
άκρη τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν με
καλύτερους όρους στην διεθνή αρένα. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται όλοι μαζί
να κάνουν πιο «ανταγωνιστικές» τις οικονομίες τους, δηλαδή να αυξήσουν το
ποσοστό της εκμετάλλευσης.
Η επιβράβευση αυτής της «επιτυχίας» θα ήταν το ευρώ
το οποίο θα γινόταν το πιο ανταγωνιστικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το δολάριο
και η παγκόσμια ροή χρήματος θα έβρισκε όλο και περισσότερο το δρόμο προς την
Ευρώπη.
Ο νεοφιλελευθερισμός είχε πλέον μετατραπεί σε ορθοδοξία και
η συνθήκη του Μάαστριχτ είναι μία από τις βίβλους του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι
ένας διεθνής αστυνόμος της λιτότητας από τη στιγμή της ίδρυσής της. Για τους
ευρωπαίους καπιταλιστές ο δρόμος προς τη δόξα περνούσε μέσα από την ισοπέδωση
των κατακτήσεων της εργατικής τάξης.
Γιατί ενώ η παραγωγικότητα ανά ώρα
εργασίας στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερη από τις ΗΠΑ, ο αμερικάνικος καπιταλισμός
έχει το πάνω χέρι; Η απάντηση που δινόταν είναι το γεγονός ότι οι εργάτες της
Ευρώπης δουλεύουν λιγότερες ώρες σε σχέση με τους συναδέλφους τους στις ΗΠΑ,
ενώ ταυτόχρονα τα ευρωπαϊκά κράτη ξοδεύουν πολλά περισσότερα σε κοινωνικές
δαπάνες. Αν κόβονταν οι δαπάνες και αυξανόταν η εκμετάλλευση, άνοιγε η
προοπτική για την κατάκτηση της πρωτοκαθεδρίας στην παγκόσμια αγορά.
Οι ρίζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονταν στην Ευρωπαϊκή
Κοινότητα που ιδρύθηκε το 1957 από έξι αρχικά χώρες. Η ανοικοδόμηση μετά το Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο είχε δημιουργήσει πλέον οικονομίες που ασφυκτιούσαν στα στενά
πλαίσια της εθνικής αγοράς και τμήματα των ευρωπαίων καπιταλιστών άρχισαν να
βλέπουν τους δασμούς για τα εμπορεύματα περισσότερο ως εμπόδιο παρά ως
προστασία.
Από τη δεκαετία του´’70 οι εξελίξεις στον παγκόσμιο
καπιταλισμό αρχίζουν να οδηγούν σε διεθνοποίηση του τραπεζικού τομέα. Οι
συνεργασίες στον τομέα των επενδύσεων οδηγούν σε συγχωνεύσεις και εξαγορές
επιχειρήσεων πάνω από τα σύνορα. Οι εταιρείες βλέπουν όλο και περισσότερο την
ευρωπαϊκή αγορά σαν ένα ενιαίο γήπεδο στο οποίο όχι μόνο πουλάνε τα προϊόντα
τους αλλά και κατευθύνουν τις επενδύσεις τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ερχόταν να
θεσμοθετήσει αυτή την αλλαγή, κάνοντας το άλμα από μια ΕΟΚ που διασφαλίζει το
ελεύθερο εμπόριο σε μια Ένωση που διασφαλίζει ταυτόχρονα την ελεύθερη κίνηση
κεφαλαίων αλλά και εργατικού δυναμικού.
Οι πολιτικές βλέψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν επίσης
επιθετικές από την αρχή. Την ώρα που οι ευρωπαίοι ηγέτες πανηγύριζαν για τον
πυλώνα «ειρήνης» που δημιουργούσαν, στη Βοσνία συνεχιζόταν ένας πόλεμος που
κόστισε τη ζωή σε σχεδόν 100 χιλιάδες ανθρώπους.
Και ο ρατσισμός βρέθηκε εξαρχής στην καρδιά της ΕΕ. Οι
κυβερνήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν την αστάθεια και την ύφεση των αρχων
της δεκαετίας του΄’90 έπαιξαν το χαρτί του εθνικισμού και του ρατσισμού.
Εθνικιστικά και νεοναζιστικά κόμματα έκαναν την επανεμφάνισή τους, καθόλου
τυχαία, εκείνη την περίοδο. Ο Σαμαράς που υπέγραφε τη συνθήκη του Μάαστριχτ
ήταν ο ίδιος που ηγήθηκε στην πολεμοκαπηλία κατά της Δημοκρατίας της
Μακεδονίας.
Θωράκιση
Ενώ η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων στην ΕΕ συνοδεύτηκε
από την αρχή με την προσπάθεια για θωράκιση των εξωτερικών συνόρων απέναντι
στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το 1991 η ιταλική κυβέρνηση «υποδέχεται»
15 χιλιάδες Αλβανούς που φτάνουν με καράβια συγκεντρώνοντάς τους σε στάδια,
χωρίς φαγητό και νερό. Το παράδειγμά της ακολουθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις,
εμπλουτίζοντάς το με βάρβαρη αστυνομική καταστολή κατά προσφύγων και
μεταναστών. Από εκεί μέχρι τη Frontex και τις μαζικές δολοφονίες μεταναστών από
το Γιβραλτάρ ως τη Λαμπεντούζα και τον Έβρο μεσολάβησαν δυο δεκαετίες
θεσμοθέτησης του ευρωπαϊκού ρατσισμού.
Η κρίση έχει γδύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση από όποιο κύρος της
είχε απομείνει. Οι επικαιροποιήσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ δεν πέρασαν με
καινούργιους πανηγυρισμούς αλλά με μαζικές διαδηλώσεις ενάντιά τους στη Νίκαια,
το Άμστερνταμ, τη Λισαβόνα. Η προσπάθεια για «Ευρωσύνταγμα» που θα
μονιμοποιούσε ακόμη ισχυρότερα τη λιτότητα τσακίστηκε πάνω στα Όχι που
εισέπραξαν στα δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία το 2005.
Όσο για τους όρους
του Μάαστριχτ, αυτοί αποδείχθηκαν πιο στενοί και από ζουρλομανδύα για τα ίδια
τα αφεντικά της ΕΕ. Ποιος θυμάται εκείνο το 60% όριο για το χρέος έναντι του
ΑΕΠ όταν η Ιταλία σήμερα έχει πάνω από 120%, χωρίς να μιλήσουμε για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα είναι το πιο μεγαλοπρεπές παράδειγμα της αποτυχίας.
Ανήκει στις χώρες εκείνες που αξιοποίησαν και με το παραπάνω τις ευκαιρίες που
έδωσε και η κοινή αγορά και το κοινό νόμισμα και ο φτηνός δανεισμός. Οι Έλληνες
καπιταλιστές εκτοξεύθηκαν στις πρώτες θέσεις όσων τζόγαραν στις αγορές των
Βαλκανίων και όχι μόνο. Τραπεζίτες και εφοπλιστές για ορισμένα χρόνια βίωσαν τον
παράδεισο της διαρκούς επιτυχίας. Και από εκεί βρέθηκαν στον πάτο και στην
απειλή του Grexit.
Λίγο πριν από την ψήφιση του Μάαστριχτ στην ελληνική βουλή,
η Κεντρική Επιτροπή του Συνασπισμού έλεγε: «Η συνθήκη του Μάαστριχτ. απέτρεψε
την αποδιοργάνωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και έδωσε ισχυρή ώθηση στην
ευρωπαϊκή ενοποίηση... Η Ελλάδα πρέπει να θέσει ως στόχο να ευρεθεί μέσα στην
Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δημιουργία της. Λόγοι οικονομικοί και κοινωνικοί,
εθνικοί και γεωπολιτικοί επιβάλλουν να μην περιθωριοποιηθούμε, να μην βρεθούμε
στο "δεύτερο ή τρίτο κύμα" διεύρυνσης της Ένωσης, οπότε θα βρεθούμε
να "ανταγωνιζόμαστε" με άλλες χώρες, περιλαμβανομένων των Βαλκανικών.
Αντίθετα, στην Ένωση μπορούμε να παίξουμε σημαντικό σταθεροποιητικό και
ειρηνευτικό ρόλο στα Βαλκάνια για το καλό όλων.
Γι' αυτούς τους λόγους ο ΣΥΝ θα ψηφίσει την κύρωση της
συμφωνίας του Μάαστριχτ. Ο ΣΥΝ θα ψηφίσει την κύρωση της συμφωνίας και θα
επιδιώξει να την μετατρέψει σε αφετηρία για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό της
ελληνικής κοινωνίας».
Είναι μόνο ένα παράδειγμα για τις αυταπάτες σχετικά με την
ΕΕ που επικρατούσαν 20 χρόνια πριν. Το πού οδήγησαν το βιώνουμε όλοι. Είναι μια
κρίσιμη υπενθύμιση για τη σημασία που έχει η στάση της Αριστεράς απέναντι στην
ΕΕ σήμερα. Απέναντι στο διεθνή οργανισμό λιτότητας, πολέμου και ρατσισμού που
λέγεται ΕΕ δεν χωράει καμιά αντιμετώπιση «μεταρρύθμισης», παρά μόνο σύγκρουσης
και ρήξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου