Με αφορμή τα 117 χρόνια από τον θάνατο του Ένγκελς
δημοσιεύουμε δύο κείμενα του. Το πρώτο Για τη θεωρία της βίας είναι αποσπάσματα
από το έργο του «ΑντιΝτίρινγκ» και το δεύτερο Για τα οδοφράγματα είναι
αποσπάσματα είναι από τον πρόλογο του Ένγκελς στην επανέκδοση του βιβλίου του
Μαρξ «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850»
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Η ιστορία αυτής της πορείας, είναι η ιστορία της εξέλιξης
της αστικής τάξης. Αν τα «πολιτικά γεγονότα ήταν τα αποφασιστικά κίνητρα των
οικονομικών καταστάσεων», τότε η σύγχρονη αστική τάξη δε θα ήταν το
δημιούργημα, δε θα ξεπεταγόταν μέσα από τους αγώνες της ενάντια στη φεουδαρχία,
αλλά θα ήταν το γνήσιο παιδί που βγήκε με τη θέλησή της από τους κόλπους της
φεουδαρχίας.
Κι όμως καθένας ξέρει ότι έγινε ακριβώς το αντίθετο: Τάξη
καταπιεζόμενη αρχικά, φόρου υποτελής στους κυρίαρχους ευγενείς της φεουδαρχίας,
που στρατολογούνταν μέσα από τους κάθε είδους υποτελείς και δουλοπάροικους, η
αστική τάξη, παλεύοντας αδιάκοπα με τους ευγενείς, κατακτούσε το ένα οχυρό μετά
το άλλο, και, τέλος, στις πιο εξελιγμένες χώρες άρπαξε την εξουσία από τα χέρια
των ευγενών.
Στη Γαλλία, ανατρέποντας τους ευγενείς με επανάσταση, στην
Αγγλία αστικοποιώντας σιγά σιγά και ενσωματώνοντάς τους στις γραμμές της, σαν
διακοσμητική βιτρίνα. Και πώς επιτεύχτηκε αυτό; Απλώς και μόνο με την αλλαγή
των «οικονομικών συνθηκών» που την ακολούθησε μια αργή ή γρήγορη, ειρηνική ή
βίαιη αλλαγή των πολιτικών θεσμών.
Η πάλη της αστικής τάξης εναντίον των ευγενών και της
φεουδαρχίας, είναι η πάλη της πόλης εναντίον της υπαίθρου, η πάλη της
βιομηχανίας εναντίον της φυσικής οικονομίας, και τα αποφασιστικά όπλα των αστών
στον αγώνα αυτόν, ήταν η οικονομική τους δύναμη, που αυξανόταν αδιάκοπα στο
μέτρο που αναπτυσσόταν η βιομηχανία, που στην αρχή ήταν χειροτεχνική κι
αργότερα εξελίχθηκε στη μανουφακτούρα και η εξάπλωση του εμπορίου. Στη διάρκεια
όλης αυτής της πάλης, η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των ευγενών, με
εξαίρεση μόνο μια βραχεία περίοδο, όταν δηλαδή η βασιλική εξουσία χρησιμοποίησε
για τη σταθεροποίηση της θέσης της, την αστική τάξη εναντίον των ευγενών,
εξουδετερώνοντας έτσι τη μια τάξη με την άλλη.
Όταν όμως η πολιτικά ακόμα ανίσχυρη αστική τάξη άρχισε να
γίνεται επικίνδυνη, χάρη στην αυξανόμενη οικονομική της δύναμη, η βασιλεία
συμμάχησε πάλι με τους ευγενείς και προκάλεσε έτσι την επανάσταση της αστικής
τάξης, πρώτα στην Αγγλία, και ύστερα στη Γαλλία. Οι «πολιτικές συνθήκες» στη
Γαλλία είχαν μείνει αμετάβλητες, ενώ οι «οικονομικές συνθήκες» είχαν αναπτυχθεί
υπερβολικά σε σχέση με τις πολιτικές συνθήκες. Όλα τα πολιτικά δικαιώματα τα
είχαν οι ευγενείς, ενώ οι αστοί διαδραμάτιζαν τον κυριότερο κοινωνικό ρόλο στην
επικράτεια και οι ευγενείς είχαν αποξενωθεί απ' όλες τις κοινωνικές λειτουργίες
και αρκούνταν να εισπράττουν, υπό μορφή προσόδων, το αντίτιμο των χαμένων αυτών
λειτουργιών. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό:
Η αστική τάξη και όλες της οι παραγωγικές ικανότητες, ήταν
περιορισμένες, αιχμάλωτες μέσα στα στενά πλαίσια των φεουδαρχικών πολιτικών
θεσμών του Μεσαίωνα. Τα όρια των θεσμών αυτών τα είχε κατά πολύ ξεπεράσει όχι
μόνο η μανουφακτούρα, αλλά και η χειροτεχνία ακόμα. Τα χίλια δυο προνόμια των
συντεχνιών, οι τοπικοί και οι επαρχιακοί τελωνειακοί φραγμοί, είχαν καταντήσει
αληθινοί δυνάστες και αλυσίδες για την παραγωγή.
Η επανάσταση της αστικής τάξης έβαλε τέρμα σ' όλ' αυτά. Οχι
όμως προσαρμόζοντας, σύμφωνα με τις απόψεις του κ. Ντίρινγκ, την οικονομική
πραγματικότητα στις πολιτικές συνθήκες αυτό δηλαδή που επιδίωκαν μάταια και για
αρκετά χρόνια οι ευγενείς και η βασιλεία αλλά, αντίστροφα, παραμερίζοντας τις
παλιές, τις σάπιες πολιτικές συνθήκες και δημιουργώντας νέες, κατάλληλες για τη
σταθεροποίηση και παραπέρα ανάπτυξη της καινούριας «οικονομικής
πραγματικότητας».
Μέσα σ' αυτή την, ευνοϊκή γι' αυτήν, πολιτική και νομική
ατμόσφαιρα, η αστική τάξη αναπτύχθηκε γρήγορα και λαμπρά, και τόσο λαμπρά
μάλιστα, που, αυτή τη στιγμή, δεν απέχει πολύ από το σημείο, που το 1789,
βρισκόταν η τάξη των ευγενών. Γίνεται όλο και περισσότερο, όχι μόνο κοινωνικά
περιττή, αλλά και εμπόδιο στην κοινωνική ανάπτυξη, και όλο και περισσότερο
απομακρύνεται από την παραγωγική δραστηριότητα και μεταβάλλεται όλο και
περισσότερο, όπως στον καιρό τους οι ευγενείς, σε μια τάξη παρασιτική...
Ο στρατός έχει γίνει ο κύριος σκοπός, αυτοσκοπός του
κράτους. Οι λαοί δεν έχουν πια κανένα άλλο λόγο ύπαρξης, έξω από το να
εφοδιάζουν και να ταΐζουν τους στρατιώτες. Ο μιλιταρισμός αυτός φέρνει μέσα του
και το σπέρμα της ίδιας του της καταστροφής.
Ο ανταγωνισμός αναγκάζει τα διάφορα κράτη από τη μια μεριά
να διαθέτουν κάθε χρόνο όλο και περισσότερα χρήματα για το στρατό, το στόλο, τα
πυροβόλα κλπ., δηλαδή να επιταχύνουν όλο και περισσότερο την οικονομική τους
κατάρρευση και από την άλλη, να καταπιάνονται όλο και πιο σοβαρά με τη γενική
υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και έτσι στο τέλος να εξοικειώνουν ολόκληρο το
λαό στο χειρισμό των όπλων, κάνοντάς τον έτσι ικανό στη δεδομένη στιγμή, να
επιβάλει τη δική του θέληση, πάνω στη μεγαλόσχημη στρατιωτική διοίκηση. Και η
στιγμή αυτή θα έρθει μόλις οι τεράστιες λαϊκές μάζες οι εργάτες της υπαίθρου
και της πόλης και οι αγρότες αποχτήσουν την απαραίτητη θέληση.
Στο σημείο αυτό ο στρατός των δυναστών θα μετατραπεί σε
λαϊκό στρατό. Η στρατιωτική μηχανή αρνείται υπηρεσία και ο μιλιταρισμός
εξαφανίζεται, σύμφωνα με τη διαλεχτική της ίδιας του της ανάπτυξης. Εκείνο που
δεν μπόρεσε να καταφέρει η αστική δημοκρατία του 1848, ακριβώς γιατί ήταν
αστική και όχι προλεταριακή, δηλαδή να οπλίσει τις εργαζόμενες μάζες με τη
θέληση, που το περιεχόμενό της να ανταποκρίνεται στην ταξική τους θέση, θα το
καταφέρει σίγουρα ο σοσιαλισμός. Αυτό όμως σημαίνει διάσπαση του μιλιταρισμού
εκ των έσω, και ταυτόχρονα τη διάσπαση όλων των μόνιμων στρατών...
Για τον κ. Ντίρινγκ, η βία είναι το απόλυτο κακό και η πρώτη
πράξη βίας είναι γι' αυτόν, το προπατορικό αμάρτημα. Ολόκληρη η περιγραφή του,
η σχετική με τη βία, είναι μια ιερεμιάδα για τον τρόπο με τον οποίο όλη η ως
τώρα ιστορία έχει μολυνθεί από το προπατορικό αμάρτημα, για την επονείδιστη
διαστροφή όλων των φυσικών και κοινωνικών νόμων, από τούτη τη διαβολική δύναμη,
τη βία.
Το ότι όμως η βία παίζει και έναν άλλο ρόλο στην ιστορία,
έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, το ότι δηλαδή, σύμφωνα με τα λόγια του
Μαρξ, είναι η μαμή, που από κάθε παλιά κοινωνία, ξεγεννά μια καινούρια
κοινωνία, το ότι αποτελεί το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη
και σπάζει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές γι' όλα αυτά δε λέει
ούτε λέξη ο κ. Ντίρινγκ. Μόνο αναστενάζοντας και βογκώντας, παραδέχεται πως
ίσως, για να ανατραπεί το οικονομικό σύστημα της εκμετάλλευσης, μπορεί να χρειαστεί
δυστυχώς η βία! Γιατί κάθε χρήση βίας, διαφθείρει εκείνον που τη χρησιμοποιεί.
Και όλα αυτά λέγονται, παρά τη μεγάλη ηθική και πνευματική ανύψωση που επέφεραν
όλες οι νικηφόρες επαναστάσεις.
Και όλα αυτά λέγονται στη Γερμανία, όπου μια εξέγερση, στην
οποία θα μετείχε ο λαός, θα είχε το λιγότερο σαν αποτέλεσμα να ξεριζώσει τη
δουλοφροσύνη, που έχει φωλιάσει στην εθνική συνείδηση, ύστερα από την ταπείνωση
του τριακονταετούς πολέμου.
Και αυτό το άτονο, το ξεζουμισμένο και πλαδαρό κήρυγμα, έχει
την αξίωση να επιβληθεί στο πιο επαναστατικό κόμμα που γνώρισε η ιστορία.
ΓΙΑ ΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ
Ο πρόλογος γράφτηκε τον Μάρτη του 1895. 45 χρόνια από το
τέλος των ταξικών αγώνων στη Γαλλία, που διαπραγματεύεται το βιβλίο του Μαρξ
και 24 χρόνια μετά την Κομμούνα του Παρισιού. Λίγο πριν το επαναστατικό κίνημα
μπει στη μεγάλη περιπέτεια του 20ου αιώνα. Έχει σημασία για το σήμερα. Για τις
συζητήσεις που γίνονται για τις διαδηλώσεις και τα χαρακτηριστικά τους. Είχε
μεγάλη σημασία και για τότε.
Φ. Ένγκελς: «Το έργο αυτό, που ξαναεκδίδεται (δυστυχώς οι
μεταφράσεις πολλών έργων, όχι μόνο του Ένγκελς, δεν είναι οι καλύτερες δυνατές)
τώρα, ήταν η πρώτη προσπάθεια του Μαρξ να εξηγήσει ένα κομάτι της σύγχρονης
ιστορίας με τον υλιστικό τρόπο αντίληψης, ξεκινώντας απ’ τη δοσμένη οικονομική
κατάσταση…
…Έτσι, ακόμα και στην κλασική εποχή των οδομαχιών, το
οδόφραγμα είχε περισσότερο ηθική παρά υλική επίδραση. Ήταν ένα μέσο για να
κλονίζει τη σταθερότητα του στρατού. Αν κρατούσε ώσπου να πετύχει το σκοπό του,
η νίκη ήταν κερδισμένη. Αν όχι, τότε είχαμε ήττα. Αυτό είναι το κύριο σημείο
που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ακόμα και όταν εξετάζει τις πιθανότητες
επιτυχίας σε ενδεχόμενες μελλοντικές οδομαχίες.
Από το 1849 κιόλας οι πιθανότητες αυτές ήταν αρκετά ισχνές.
Η αστική τάξη είχε παντού περάσει με το μέρος των κυβερνήσεων. Οι εκπρόσωποι
του «πολιτισμού και της ιδιοκτησίας» χαιρετίζανε και κερνούσανε τους στρατιώτες
που ξεκινούσαν για την καταστολή των εξεγέρσεων. Το οδόφραγμα είχε χάσει τη
γοητεία του. Ο φαντάρος δεν έβλεπε πια πίσω από το οδόφραγμα το «λαό», αλλά
στασιαστές, ταραχοποιούς, οπαδούς της λεηλασίας και της μοιρασιάς, το απόβρασμα
της κοινωνίας…
…Από τη μεριά των εξεγερμένων, αντίθετα, έγιναν χειρότεροι
οι όροι. Δύσκολα θα ξαναπαρουσιαστεί μια εξέγερση που θάχει τη συμπάθεια όλων
των λαϊκών στρωμάτων. Στον ταξικό αγώνα δε θα συσπειρωθούν ποτέ όλα τα μεσαία
στρώματα τόσο αποκλειστικά από το προλεταριάτο που να εξαφανιστεί σχεδόν το
συνταγμένο γύρω από την αστική τάξη κόμμα της αντίδρασης. Ο «λαός» θα παρουσιάζεται
παντού διχασμένος….
…Μήπως αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον ο αγώνας στους δρόμους
δεν πρόκειται να παίξει κανένα ρόλο; Καθόλου. Αυτό σημαίνει μονάχα ότι από το
1848 και δω οι όροι έγιναν ακόμα πιο δυσμενείς για τους πολίτες μαχητές και
ακόμα πιο ευνοϊκοί για το στρατό. Στο μέλλον, ένας αγώνας στους δρόμους μπορεί
λοιπόν να νικήσει μονάχα αν η δυσμενής αυτή κατάσταση αντισταθμιστεί από άλλους
παράγοντες…
…Καταλαβαίνει λοιπόν ο αναγνώστης γιατί οι κυρίαρχες
εξουσίες θέλουν οπωσδήποτε να μας σπρώξουν εκεί όπου λαλεί το τουφέκι κα χτυπά
το σπαθί. Γιατί σήμερα μας κατηγορούν για δειλία επειδή δεν κατεβαίνουμε αμέσως
στους δρόμους, όπου είμαστε από πριν βέβαιοι ότι θα νικηθούμε; Γιατί μας
ικετεύουν τόσο θερμά να δεχτούμε επιτέλους να παίξουμε μια φορά το ρόλο του
κρέατος για τα κανόνια;
Οι κύριοι αυτοί σπαταλούν ολωσδιόλου ανώφελα τις παρακλήσεις
και τις προκλήσεις τους. Τόσο βλάκες δεν είμαστε. Θα μπορούσαν οι ίδιοι να
απαιτήσουν απ’ τον εχθρό τους στον προσεχή πόλεμο να παραταχτεί απέναντί τους
σε σχηματισμούς όπως στον καιρό του γερο-Φριτς ή σε φάλαγγες κατά ολόκληρες
μεραρχίες, όπως έγινε στο Βαγκράμ και στο Βατερλώ, και μάλιστα κρατώντας στο
χέρι τουφέκια, που παίρναν φωτιά με τσακμακόπετρα.
Αν άλλαξαν οι όροι για τους πολέμους ανάμεσα στα έθνη,
άλλαξαν όχι λιγότερο και για τον ταξικό αγώνα. Πέρασε ο καιρός των
αιφνιδιασμών, των επαναστάσεων που γίνονταν από μικρές συνειδητές μειοψηφίες
επικεφαλής όχι συνειδητοποιημένων μαζών. Εκεί όπου πρόκειται για μια
ολοκληρωτική μετατροπή της κοινωνικής οργάνωσης εκεί πρέπει να πάρουν μέρος οι
ίδιες οι μάζες, πρέπει οι ίδιες νάχουν κιόλας καταλάβει γιατί πρόκειται, γιατί
δίνουν το αίμα τους και τη ζωή τους. Αυτό μας δίδαξε η ιστορία των τελευταίων
πενήντα χρόνων…»
Ο πρόλογος αυτός του Ένγκελς γνώρισε μια «μικρή» λογοκρισία
από τον Βίλχελμ Λήμπνεχτ όταν τον δημοσίευσε στο «Φόρβερτς». Ο Ένγκελς έγραφε
στον Λαφάργκ, καταγγέλλοντας του το γεγονός, ότι ο Λήμπνεχτ επέλεξε από τον
πρόλογο όλα «όσα μπορούσαν να τον εξυπηρετήσουν για να στηρίξει την με κάθε
θυσία ειρηνική τακτική, που απόρριπτε τη χρησιμοποίηση βίας…».
Αμέσως έγραψε στον Κάουτσκι τα εξής: «…Με κατάπληξη βλέπω
σήμερα στο «Φόρβερτς» ένα απόσπασμα από την εισαγωγή μου που τυπώθηκε χωρίς να
ξέρω τίποτα από πριν, και που έχει κουτσουρευτεί με τέτοιον τρόπο, που
εμφανίζομαι σαν ένας ειρηνόφιλος λάτρης της με κάθε θυσία νομιμότητας. Γι’ αυτό
ακόμα πιο πολύ θα ήθελα να δημοσιευτεί ολόκληρη η εισαγωγή τώρα στη «Νόϊε
Τσάιτ»(θεωρητική επιθεώρηση του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος), για να
σβήσει έτσι η ελεεινή αυτή εντύπωση».
Αυτός ήταν ο Φρίντριχ Ένγκελς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου