Στην Τσουκικαμάτα της Χιλής, ανάμεσα στις 13 με 16 Μαρτίου του 1952, είναι που ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα αρχίζει να γίνεται ο “Τσε”. Εκεί αρχίζει να αντιλαμβάνεται πλέον τις έντονες ταξικές ανισότητες, τον καθημερινό αγώνα των εργατών για το μεροκάματο και την άνιση μάχη τους με το κεφάλαιο που γέννησε ο ιμπεριαλισμός στη Νότια Αμερική.
Γράφει ο Τσε στίς σημειώσεις του ταξιδιού του, τις γνωστές
και ως “Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας”:
“Εκεί (στο χωριό Μπακεδάνο) γίναμε
φίλοι με ένα ζευγάρι χιλιανών εργατών που ήταν κομμουνιστές.
Στο φως ενός
κεριού που ανάψαμε για να φτιάξουμε ματέ και να φάμε λίγο ψωμοτύρι, τα
συσπασμένα χαρακτηριστικά του εργάτη αποκτούσαν κάτι το μυστηριώδες και το τραγικό,
ενώ με το απλό και εκφραστικό του λεξιλόγιο μας διηγιόταν για τους τρείς μήνες
που πέρασε στην φυλακή, για τη γυναίκα του, που τον είχε ακολουθήσει πιστά,
πεινασμένη, για τα παιδιά, που τα είχαν αφήσει σε έναν πονόψυχο γείτονα, για
την ανώφελη περιπλάνηση του σε αναζήτηση δουλειάς, για τους συντρόφους που
εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και που, καταπώς έλεγαν, τους είχαν ρίξει στη
θάλασσα.
Αυτό το ζευγάρι, που τουρτούριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι
ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντανή εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου. Δεν
είχαν ούτε μια τριμμένη κουβέρτα να σκεπαστούν. Τους δώσαμε λοιπόν μια απο τις
δικές μας και εμείς βολευτήκαμε όπως όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκείνες
τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο αδελφωμένος με
αυτό το, άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος.” [...] (Ημερολόγια
Μοτοσυκλέτας, Ν.Σ Λιβάνης, 2004, σελ.148-149).
Ένα μοναδικό περιβάλλον για ενα μοναδικό πεπρωμένο, μια
ιστορική καμπή. Στην είσοδο του μεταλλείου, μια σκοπιά: δεν μπαίνει εδώ ο οποιοσδήποτε.
Ωστόσο, προς έκπληξη τους, ο Φουσέρ και ο Μιάλ ούτε διώχνονται ούτε περνάνε από
ανάκριση. Εξαιρετικά περιποιητικός, ο αστυνομικός διευθυντής τους επιτρέπει
ακόμη και να επισκεφτούν όλες τις πτέρυγες του μεταλλείου μέσα σ’ ένα φορτηγάκι
της αστυνομίας, με την συνοδεία ενός ευγενικού και φλύαρου υπολοχαγού.
Ο
Ερνέστο ξαφνιάζεται απο μια τέτοια υποδοχή, σ’ένα μέρος που αναδίδει τόσο
έντονα τη μυρωδιά του δολαρίου. Θα πρέπει να πούμε πως παρουσιάστηκαν ως
γιατροί. Το βράδυ, οι αστυνομικοί τους καλούν να φάνε μαζί τους. Οι επισκέπτες
καταβροχθίζουν το φαϊ τους μ’ ακόμη μεγαλύτερη όρεξη μιας και δεν είχαν φάει
τίποτε απ’ την προηγουμένη. Έπειτα καταρρέουν, εξαντλημένοι, στον κοιτώνα, ο
καθένας τους σ’ένα ωραίο κρεβάτι εκστρατείας.
Στις 14, σηκώνονται απ’ τα χαράματα για να επισκεφτούν τον
Μίστερ Μακ Κιμπόι, τον διευθυντή του μεταλλείου. Αφού πρώτα έκαναν για ώρα
υπομονή στην αίθουσα αναμονής, τους παρουσιάζουν αυτόν τον αμερικάνο που ο
Ερνέστο τον βρίσκει πραγματικά πολύ…αμερικάνο: «Από άποψη ύψους, βάρους, τίχλας
και αμετακίνητων απόψεων.» Με τα άσχημα ισπανικά του, ο Μακ Κιμπόι τους δίνει
κατ’ αρχήν να καταλάβουν πως δε βρίσκονται σε τουριστική τοποθεσία, έπειτα
δέχεται να τους παραχωρήσει στο εξής έναν ξεναγό, και η επίσκεψη αρχίζει.
Γράφει ο Τσε για την πρώτη του εντύπωση: «Η ψυχρή
αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο,
ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και
κερδοσκοπίας απ’ την άλλη. Μα, ποιός ξέρει, ίσως μια μέρα ένας μεταλλωρύχος να
πάρει την αξίνα του με χαρά και να πάει πρόθυμα και ενσυνείδητα να δηλητηριάσει
τα πνευμόνια του. Λένε πως έτσι γίνεται εκεί από όπου προέρχεται η κόκκινη
φλόγα που φωτίζει τον κόσμο – έτσι λένε. Εγώ δεν το ξέρω». (σελ.151).
Το ορυχείο είναι φτιαγμένο από κερκίδες με καμιά καστοριά
μέτρα φάρδος και πολλά χιλιόμετρα μήκος. Ανοίγουν τρύπες να βάλουν μέσα το
δυναμίτη, ο οποίος ανατινάζει ολόκληρες πλευρές του βουνού. Τα κομμάτια που
ξεκολλάνε μ’αυτόν τον τρόπο φορτώνονται σε βαγονέτα, που τα τραβάει μια
ηλεκτρική μηχανή τρένου, και τα μεταφέρει μέχρι τον πρώτο μύλο για άλεσμα.
Έπειτα το μετάλλευμα περνά από ένα δεύτερο, κι ύστερα από έναν τρίτο μύλο, που
το καθαρίζει όλο και πιο πολύ. Όταν έχει γίνει σκόνη, ανακατεύεται με θεικό οξύ
μέσα σε τεράστιες δεξαμενές. Μετά, το διάλυμα αυτό του θεικού χαλκού οδηγείται
σ’ένα κτίριο που στεγάζει τους ηλεκτρολυτικούς κάδους που χωρίζουν το χαλκό
και μεταλλάσει το οξύ.
Οι δυο νεαροί επιστήμονες, παθιασμένοι με την ιατρική
έρευνα, συναρπάζονται απ’ αυτά που βλέπουν. Ο ηλεκτρολυτικός κάδος στην
συνέχεια μπαίνει μέσα σε τεράστιους φούρνους, με θερμοκρασία δυο χιλιάδων
βαθμών. Το μέταλλο, λιωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο χύνεται σε μεγάλα καλούπια,
όπου πασπαλίζεται με μια σκόπη απο απανθρακωμένα ζώα. Τα καλούπια ψύχονται από
ένα ψυκτικό σύστημα, και ο στερεοποιημένος χαλκός εξορύσσεται, υπό μορφή
τούβλου, με τη βοήθεια ηλεκτρικών γερανών. Ένα τελευταίο ίσιωμα ολοκληρώνει τη
δουλειά, και οι ράβδοι του κόκκινου χρυσού βγαίνουν συμμετρικοί, όμοιοι,
τέλειοι. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με μια ακρίβεια ανάλογη εκείνης που βλέπει
κανείς στην ταινία του Τσάπλιν “Μοντέρνοι Καιροί”.
Πιο πολύ απ’ τις μηχανές, ο Ερνέστο ενδιαφέρεται για τους
ανθρώπους. Αντιλαμβάνεται, συζητώντας με τους εργάτες, πως ο καθένας ξέρει μόνο
αυτό που συμβαίνει στην δική του πτέρυγα, και μερικές φορές μάλιστα μόνο στο
δικό του τμήμα. Πολλοί, αν και δουλεύουν εδώ πάνω από δέκα χρόνια, δεν ξέρουν
τι γίνεται στη διπλανή πτέρυγα. Αυτή η κατάσταση ενθαρρύνεται απ’ την Εταιρεία
Μπράντεν, που μπορεί έτσι να τους εκμεταλλεύεται πιο εύκολα, κρατώντας τους στο
χαμηλότερο μορφωτικό και πολιτικό επίπεδο. Οι θαραλλέοι καθοδηγητές των
συνδικάτων είναι αναγκασμένοι να παλεύουν χωρίς σταματημό – όπως εξηγεί ένας
απ’ αυτούς στον Ερνέστο – για να διαφωτίσουν τους εργάτες σχετικά με τα
συμβόλαια που τους παρουσιάζονται.
Καθώς απομακρύνονται, ο ξεναγός-χαφιές που είχε φορτωθεί
στους δύο επισκέπτες σχολιάζει σχετικά: «Όταν υπάρχει κάποια
σημαντική συγκέντρωση, εγώ και άλλοι βοηθοί του διοικητή, καλούμε όσο το
δυνατόν πιο πολλούς μεταλλωρύχους στο μπουρδέλο. Έτσι, η απαρτία που απαιτείται
για να γίνουν πράξη οι αποφάσεις που ψηφίζονται στη διάρκεια της συγκέντρωσης
δεν επιτυγχάνονται ποτέ». Συνεχίζει ήρεμα: «Θα πρέπει να πω
ακόμη πως τα αιτήματα τους είναι υπερβολικά. Δεν καταλαβαίνουν πως μόνο μια
μέρα απεργίας, είναι ένα εκατομμύριο δολάρια χαμένα για την εταιρεία!».
- «Και τι ζητάνε για παράδειγμα;»
- «Ω! μέχρι και εκατό πέσος αύξηση!».
Εκατό πέσος είναι ένα δολάριο.
Την επομένη, επίσκεψη σ’ ένα νέο εργοστάσιο, που δε λειτουργεί ακόμη, αλλά προορίζεται για την επεξεργασία του θειούχου χαλκού που μένει ανέγγικτος βγαίνοντας απ’ την αλυσίδα της παραγωγής. Υπολογίζουν μια συμπληρωματική απόδοση της τάξης του 30%. Τεράστιοι φούρνοι βρίσκονται υπό κατασκευή, και μια τσιμινιέρα 96 μέτρα ύψος, η πιο ψηλή της Νότιας Αμερικής.
Βλέποντάς την ο
Φουσέρ δεν μπορεί ν’αντισταθεί στην επιθυμία να σκαρφαλώσει εκεί πάνω. Πρώτα μ’
έναν ανελκυστήρα, μέχρι τα εξήντα μέτρα, κι έπειτα μια μικρή σιδερένια σκάλα
μέχρι την κορυφή. Ο Αλμπέρτο ακολουθεί κουτσά-στραβά, κι εκεί ψηλά, σ’ αυτόν
τον πρόχειρο μιναρέ, ακούει την αγόρευση του μουεζίνη-φίλου του να χάνεται μέσα
στα σύννεφα.
Όμως αυτός, ο Αλμπέρτο (Γκρανάδο), τη θυμάται ακόμα: «Αυτή
η περιοχή ανήκει στο λαό των Αραουκανών (φυλή Ινδιάνων της Ν.Αμερικής) που
πεθαίνει στη δουλειά για να γεμίζει τις τσέπες των Βορειοαμερικάνων. Με μια
ταχυδακτυλουργία που δεν καταλαβαίνουν οι Ινδιάνοι, η κόκκινη γη τους
μεταμορφώνεται σε πράσινα χαρτονομίσματα. Φυσικά, οι Γιάνκηδες κι οι δούλοι
τους έχουν ένα σχολείο στη διάθεση τους – αυτό το κτίριο εκεί κάτω,
Αλμπέρτο – με καθηγητές που έρχονται εξεπιτούτου για να μορφώσουν τα παιδιά
τους. Αλλά ακόμη και το γήπεδο του γκολφ και τα σπίτια τους δεν είναι
προκατασκευασμένα». [...] Και στρέφοντας το βλέμμα του προς το αχανές,
παρθένο ακόμη, τοπίο, υπολογίζει: «Προβλέποντας ότι θα βγουν απο δω
εκατομμύρια δολάρια, κι ότι για την ώρα εξορύσσονται ενενήντα χιλιάδες τόνοι
μεταλλεύματος κάθε μέρα, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου
από άνθρωπο δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα».
Στα “Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας” ο Τσε γράφει για την εμπειρία
του στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα: «Η Τσουκικαμάτα μοιάζει με σκηνικό
σύγχρονου δράματος. Δεν μπορείς να πεις ότι της λείπει η ομορφιά, αλλά
πρόκειται για μια ομορφιά άχαρη, επιβλητική, παγερή. Όταν πλησιάζεις στη ζώνη
των μεταλλείων, νομίζεις πως όλο το τοπίο συμπυκνώνεται, δίνοντας μια αίσθηση
ασφυξίας στην πεδιάδα. [...] Η Τσίλε Εξπλορέισον Κόμπανι (Chile Exploration
Company) χτίζει μια άλλη μονάδα για την εκμετάλλευση του μεταλλεύματος σε
θειούχο μορφή. Η καινούρια μονάδα, η πιο μεγάλη του κόσμου στο είδος της, έχει
δύο τσιμινιέρες ύψους ενενήντα μέτρων και θα απορροφάει σχεδόν όλη την παραγωγή
των προσεχών ετών, ενώ η παλιά θα λειτουργεί περιορισμένα, επειδή τα κοιτάσματα
του μετάλλου σε μορφή οξειδίου εξαντλούνται. Για να καλυφθεί η δαπάνη του νέου
χυτηρίου, συγκεντρώθηκε ένα τεράστιο στοκ ακατέργαστου υλικού, που η κατεργασία
του θα αρχίσει απ’ το 1954, έτος έναρξης της λειτουργίας του εργοστασίου.
Η
Χιλή αντιπροσωπεύει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού και, σε αυτήν την
περίοδο της αβεβαιότητας – που αυτό το υλικό έχει αποκτήσει ζωτική σημασία
γιατί είναι αναντικατάστατο για μερικά όπλα – ξέσπασε στην χώρα μια
οικονομικοπολιτική διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές της εθνικοποίησης των
μεταλλείων, που συγκεντρώνουν μερικές οργανώσεις της Αριστεράς και των εθνικοφρόνων, και αυτών οι οποίοι, βασισμένοι στα ιδανικά της ελεύθερης
επιχειρηματικής δραστηριότητας, υποστηρίζουν ότι είναι προτιμότερο ένα καλά
διοικούμενο ορυχείο (έστω και σε ξένα χέρια) από την αβέβαιη κρατική
διαχείρηση.
Είναι βέβαιο πως στο Κογκρέσο διατυπώθηκαν σοβαρές κατηγορίες
εναντίον εταιρειών που εκμεταλλεύονται τις παραχωρήσεις που γίνονται σύμπτωμα
ενός κλίματος εθνικιστικών επιδιώξεων πάνω στην παραγωγή. Όποιο και αν είναι το
αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης, καλό θα είναι να μην ξεχαστεί το μάθημα που μας
έδωσαν τα νεκροταφεία των μεταλλωρυχείων, στα οποία είναι θαμμένος ένας μικρός
μόνο αριθμός από τους αμέτρητους ανθρώπους που χάθηκαν από τις κατολισθήσεις, το
πυρίτιο και το απαίσιο κλίμα του βουνού». (Ημερολ. Μοτοσυκλέτας, σελ.
152-155).
Η εμπειρία της Τσουκικαμάτα μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη
ουσιαστική επαφή του νεαρού τότε αργεντίνου φοιτητή ιατρικής με τις σκληρές
συνθήκες επιβίωσης της εργατικής τάξης. Από τα γραπτά του ίδιου του Ερνέστο
παρατηρούμε την γέννηση της ταξικής του συνείδησης και την απαρχή της αντίληψης
ότι αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει. Τα όσα είδε και βίωσε στην συνέχεια της
περιπλάνησης του στη Νότια και Κεντρική Αμερική συνέβαλαν στην διαμόρφωση του
«Τσε», που μεγαλούργησε στην επαναστατική Κούβα λίγα χρόνια αργότερα. Η
Τσουκικαμάτα αποτέλεσε σημείο-«σταθμό» σε αυτήν του την περιπέτεια ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου