Θκιάβαζα σήμερα τες χτεσινές εφημερίδες. Κληροδοτημένη
συνήθεια απο τον παππού μου τον αγαπημένο, να θκιαβάζω τες εφημερίδες αύριο για
χθές, να σμίγω ή να σπάω τον χωροχρόνο σε εννοιολογικές ανα-Πλάσεις, χωρίς
οντολογικούς ορισμούς στα αντικείμενα, ή, στα υποκείμενα, όσων «ώς νέα» μιας
ειδο-λογίας.
Επέθανεν μια κοπέλλα, εχτές, εγράφαν οι εφημερίδες. Εγράφαν το, σε
μιαν μικρή σημείωση, έτσι, στα πεταχτά. Στα γρήγορα. Ώσπου να κάμει κάποιος/α
την στάχτη μέσα στο τασάκι του/της. Επέθανεν, τζιαι άλλη, κοπέλλα. Αύριο.
Εχτές. Ανα-πλάσεις, όλων των νεκρών μας, στην «καθαρή», όμορφη, κοινωνία της
Κύπρου. Όλων των νεκρών μεταναστών μας, που πεθαίνουν, μέσα στα «σπίθκια μας»,
για τα ψίχουλλα, που τους διούμεν, τους δούλους, της Κυπριακής κοινωνίας. Τους
σύγχρονους δούλους.
Επέθανεν στο πάτο της πισίνας του σπιθκιού όπου εργαζόταν
σαν «οικιακή βοηθός», μια κοπέλλα, που τες Φιλιππίνες. Της οποίας το όνομα, οι
δημοσιογράφοι των εφημεριδών, δεν εμπήκαν στον κόπο να αναφέρουν. Δεν έσχει
ταυτότητα, «δεν έσχει σημασία». Εν αποπροσωποποιημένη, η κοπέλλα, η «οικιακή
βοηθός», απο τις «Φιλιππίνες». Τούτα τα δύο θα ορίζονταν ως η ταυτότητα της,
στο ρεπορτάζ. Δεν ήξερεν να κολυμπά. Τούτο θα έλεγε, το ρεπορτάζ. Άπλωννεν τα
ρούχα, να στεγνώσουν. Έχασεν την ισορροπία της τζιαι έππεσε στο νερό. Δεν
ήξερεν, όμως, να κολυμπά. Οι κάμερες του κλειστού κυκλώματος του σπιτιού
εγράψαν βήμα-βήμα τα τελευταία της βήματα, προς τον θάνατο, χωρίς αναπνοές.
Ώσπου τζιαι επίεν στον πάτο, της όμορφης, καλαίσθητης, πισίνας. Ώσπου τζιαι
εσταμάτησεν το σώμα της να προσπαθεί, να βγεί στην επιφάνεια, των νερών. Το
σώμα της χωρίς όνομα, χωρίς ταυτότητα, «η κοπέλλα απο τις Φιλιππίνες»
Έν ξέρω, ποιός – ποιά εν να την κλάψει, σε τούτην την [συχνά
αρρωστημένη] κοινωνία της Κύπρου, που της έμελλε να αφήκει την τελευταία της
αναπνοή, σαν άπλωννε τα ρούχα. Για να εν καθαρά, για να εν μυρωδάτα, για να
είμαστεν στην κοινωνία μας «καθαροί», τζιαι «στολισμένοι». Τζιαι καλαίσθητοι.
Τζιαι κάποιοι, αύριο – εχτές, εν να μιλήσουν για μιαν
αφηρημένη «ταξική πάλη», για τζείνην όμως, της ειδολογίας, που μπορεί να
φέρει ψήφους, στο Κόμμα. Εν ξέρουν ούτε τζείνοι το όνομα της κορούς. Τζιαι
κάποιοι, εν να πάν να δικαστούν, πάλε, γιατι δεν ξεχάννουν πως να εν άνθρωποι,
αλλα τούτο εν ποινικό αδίκημα μες την [συχνά αρρωστημένη] κοινωνία της Κύπρου.
Τζιαι κάποιοι, εν να πάν να πούν για μιαν αφηρημένη αντι-εξουσία, κρατώντας
ταυτόχρονα εξουσιαστικά τα πτώματα άλλων ζώων στα σχιέρκα τους. Τζιαι κάποιοι,
νοιώθουν κούραση τούτες τες μέρες, απο τες αδυνατότητες, οταν τες κοιτάζουν να
Στέκουν όρθιες. Ανορθόδοξα όρθιες να λαμβάννουν χώρο πάνω στες υδατογραφημένες
χαρτογραφίες της μνήμης, ή τζείνης, που έμοιαζεν κάτι σαν μνήμη, ή, κάτι σαν
ελπίδα τζιαι σαν φώς.
Επέθανεν η κορού. Επέθανεν τζιαι ένας μιτσής που το Πακιστάν
πριν τρείς εφτομάδες σε μια φάρμα. Ήρταν ποδά για ένα καλλύτερο αύριο, για να
μπορέσουν να φάσιν, για να μπορέσουν να στείλουν κάτι στην οικογένεια τους, να
φάει τζιαι τζείνη. Κάτι που τα ψίχουλλα, που τους διούν οι Κυπραίοι, οι Ρώσσοι,
όσοι έχουν ριάλλια για υπηρέτες, όσοι έχουν ριάλλια για δούλους. Όσους/ες ξέρω
που δουλεύκουν στην ΠΕΟ, έχουν ούλλοι/ες ριάλλια, για δούλους.
Ο Felix Gonzalez-Torres ο μακαρίτης, είσχεν πεί σε μια
συνέντευξη του πριν να πεθάνει που το AIDS “I feel so anaemic tonight, it must
be the rain”. Αυτοσαρκάζετουν, για όσα εν εμπορούσε να αντέξει που τζείνα που
έβλεπεν στες ειδήσεις να περνούν, χωρίς σημασία, για τους ανθρώπους που τα
κοίταζαν. Χωρίς πόνο, χωρίς ντροπή, χωρίς αίσθημα ευθύνης. Εν άσχημη η όψη της
αναιμίας, όταν εν εσωτερική, όταν το αστικό τοπίο [–our collective urban
space-, που θα ελαλούσαν τζιαι κάποιοι τάχα γνωσιο-γνώστες] πιάννει τα χρώματα
του θανάτου που ορίζεται χωρίς Ταυτότητα, χωρίς πρόσωπο, λόγω της φτώσχειας.
Έσχει θκυό χρόννια που γράφω σε τούτο το blog. Εγραφα ακόμα
τζιαι όταν ούλλοι οι άλλοι/ες επαρετήσαν το. Ηρτεν ο τζαιρός, να φεύκω
σιγά-σιγά τζιαι εγώ, που δαμέ. Τζιαι που αλλού. Απο όπου φέρει η φέρνει,
εσωτερικές αναιμίες, ή, συλλογική παρα-νόηση, ή, συλλογικές παρα-νοήσεις. Ποια
εν η ταξική πάλη, ή, ποιά δεν φαίνεται να ένει η ταξική πάλη, η “καθαρή” τζιαι
ενίοτε αρρωστημένη Κυπριακή κοινωνία, η παρα-νόηση του τι εν η αντι-εξουσία,
τζιαι άλλα, πολλά, που ενεν της ώρας τωρά. Κουράζει με, να πεθανήσκει μια κορού
σαν απλώννει ρούχα για να τα έχουν «καθαρά» κάποιοι, τζιαι να μεν εχω καν το
Όνομα της, για να της γράψω ένα «αντίο», ένα «γειά σου», ένα «μακάρι να
εμπορούσα να σου πώ, ότι εν εχάθηκες τόσον άδικα ρε κορού, χωρίς Όνομα».
Κουράζει με ο θάνατος της να περνά στα ψιλά, γιατι εν μπορεί
να φέρει ψήφους στο «Κόμμα», τζιαι γιατι η αναφορά του ονόματος της αύριο –
εχτές – σήμερα – αύριο – εχτές – σήμερα, δύναται να ενοχλήσει, τους «καθαρούς»
ψηφοφόρους. Η τα κομματόσχυλλα. Η τζιαι τα θκυό. Κουράζει με η ανοχή, τζιαι των
θκυό. Κουράζει με τζιαι η απάθεια, κουράζει με τζιαι ο απο-ανθρωπισμός, που θα
ελάλεν τζιαι ο Paul Virilio.
Κουράζει με επίσης να θωρώ τα μωρά της Κυπριακής κοινωνίας
να μεγαλώννουν εδώ τζιαι θκυό – τρείς δεκαετίες με κάποιους συν-ανθρώπους τους
σαν δούλους, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Μέσα στα «σπίθκια μας» πεθαίνουν οι
μετανάστες. Δεν θέλω να ακούω για μιαν αφηρημένη ταξική πάλη, ούτε για
συλλογικές παρα-νοήσεις, κουράζει με πολλά η βλακεία. Τζιαι η υποκρισία. Τζιαι
η (αν)ορθο-γραφία μου κουράζει με σε Τόπους, μα εν για να μου θυμίζει ότι
υπήρξα τζιαι εγώ μετανάστρια, εφάνηκα τυχερή να μεν πεθάνω «στα ξένα». Μόνο που
τζείνα που δεν εχουν αυτο-ορισμό σαν «ξένα», εν πιο μακρινά, ακόμα τζιαι που
την λύπη όταν γίνεται ζαχαρωτό, στα «οικεία».
Ναι, I feel
so anaemic tonight, it must be the rain. Εν ξέρω πως να πώ αντίο στην
κορού, το πόσο άδικος, υπήρξεν, Ακόμα ένας θάνατος. Θα αφήκω ένα που τα
αγαπημένα μου τραγούδια στην κορού, τα υπόλοιπα, θα χορέψουν στην βροσχή, να τα
πάρει, να μεν λυπούνται για συλλογικές αδυνατότητες, να μεν γέρνουν τες
βλεφαρίδες τους.
Αντίο κορού μου που έν έσχεις Όνομα, που έν σου εδώκαν Όνομα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου